Ροκ γκρουπ που συνήθως αποτελούνται από ελάχιστα άτομα με τα στοιχειώδη όργανα και ήχο garage. Βλ. White Stripes, Black Keys κτλ.
- Σ' άρεσε το σιντάκι που σου 'γραψα; Ήταν Black Keys.
- Ναι, αμέ. Ωραία βαράνε. Βρωμιάρηδες.
Ροκ γκρουπ που συνήθως αποτελούνται από ελάχιστα άτομα με τα στοιχειώδη όργανα και ήχο garage. Βλ. White Stripes, Black Keys κτλ.
- Σ' άρεσε το σιντάκι που σου 'γραψα; Ήταν Black Keys.
- Ναι, αμέ. Ωραία βαράνε. Βρωμιάρηδες.
Got a better definition? Add it!
Ανοιχτή πίτα με άγρια χόρτα και φέτα που παρασκευάζεται στην περιοχή της Ηπείρου. Λέγεται και μπλατσαριά και προέρχεται από την τοπική λέξη μπλετς που θα πει γυμνός, ασκεπής.
Πήγα στη γιαγιά μου και μου έφτιαξε μια μπατσαριά άλλο πράμα!
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη και άχαρη γυναίκα. Το μπάζο, η φλόμπα, η πατόζα. Σαλονικιώτικη κυρίως έκφραση.
- Φίλε, ο Μήτσος χτύπησε γκομενάκι χτες!
- Ποιο μωρέ; Η Σούλα η τσιμεντογωνία;
Got a better definition? Add it!
Ειδική συσκευή με μορφή χαμηλού και παλαιού κουτιού με εφαρμοσμένο περιστρεφόμενο βουρτσάκι στο κάτω μέρος του, που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή ψίχουλων από το τραπέζι του φαγητού και ενίοτε και από το πάτωμα. Απαντώνται και παραλλαγές με διπλή ή τριπλή βούρτσα ή και με λαβή.
Συναντάται επίσης και με την ονομασία «μπάτλερ», ονομασία η οποία συνηθίζεται κυρίως για πιο πολυτελείς παραλλαγές.
Εδώ το έκοψες βρε το ψωμί; Χάλια τα έκανες όλα! Φέρε την ψιχουλιέρα από την κουζίνα γρήγορα!
Got a better definition? Add it!
Είδος παραδοσιακής τηγανίτας. Η ονομασία απαντάται κυρίως στην περιοχής της Θράκης.
- Καλά, τί έκανες τόσην ώρα στo WC;
- Άσε, έφαγα κάτι λαλαγγίτες που είχε στείλει η γιαγιά από τα Δίκαια και πρέπει να' ταν χαλασμένες!
Got a better definition? Add it!
Παλιό μονόβολο τουφέκι, Ελληνοποίηση του Γαλλικού τουφεκιού Gras (Fusil Gras Modèle 1874 M80). Σε χρήση έως και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο από βοηθητικές μονάδες του στρατού. Σημαίνει και το άχρηστο, παλιό και μακρύ τουφέκι.
Τότε με κάτι γκράδες μονόβολες πολεμούσαμε. Κι οι Ιταλοί είχαν μανλιχέρια και αυτόματα!
Χρησιμοποιείται και ο (λανθασμένος) τύπος η γκράδα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.
- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!
Got a better definition? Add it!
Ο βλάκας, ο ανόητος. Κομψός και (υποτίθεται) έξυπνος τρόπος να ονομάζεις κάποιον βλάκα.
Οι βλακέντιοι των ΜΜΕ έχουν χαρακτηρίσει την πολιτική μας ανόητη. Δε θα πέσω στο επίπεδό τους να τους απαντήσω δεόντως.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του κλάσε μας τα αρχίδια και υπερθετικός βαθμός του «κλάσε μας μια μάντρα».
- Ρε θα σου κάνω μήνυση παλιοαλήτη!
- Θα μου κλάσεις μια μάντρα πέρδικες γεροξούρα!
Got a better definition? Add it!