Ροκ γκρουπ που συνήθως αποτελούνται από ελάχιστα άτομα με τα στοιχειώδη όργανα και ήχο garage. Βλ. White Stripes, Black Keys κτλ.

- Σ' άρεσε το σιντάκι που σου 'γραψα; Ήταν Black Keys.
- Ναι, αμέ. Ωραία βαράνε. Βρωμιάρηδες.

Aυτοί ακριβώς! (από allivegp, 15/04/11)βασική κατηγορία βρωμιάς στον ήχο είναι οι στονεριές. μπίχλα, μπύρες κ γκόμενες με τζην σορτσάκι να παίζουν μπιλιάρδο. (από jesus, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανοιχτή πίτα με άγρια χόρτα και φέτα που παρασκευάζεται στην περιοχή της Ηπείρου. Λέγεται και μπλατσαριά και προέρχεται από την τοπική λέξη μπλετς που θα πει γυμνός, ασκεπής.

Πήγα στη γιαγιά μου και μου έφτιαξε μια μπατσαριά άλλο πράμα!

(από vikar, 08/11/10)Ironick, αφιερωμένο εξαιρετικά (από poniroskylo, 08/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη και άχαρη γυναίκα. Το μπάζο, η φλόμπα, η πατόζα. Σαλονικιώτικη κυρίως έκφραση.

- Φίλε, ο Μήτσος χτύπησε γκομενάκι χτες!
- Ποιο μωρέ; Η Σούλα η τσιμεντογωνία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική συσκευή με μορφή χαμηλού και παλαιού κουτιού με εφαρμοσμένο περιστρεφόμενο βουρτσάκι στο κάτω μέρος του, που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή ψίχουλων από το τραπέζι του φαγητού και ενίοτε και από το πάτωμα. Απαντώνται και παραλλαγές με διπλή ή τριπλή βούρτσα ή και με λαβή.

Συναντάται επίσης και με την ονομασία «μπάτλερ», ονομασία η οποία συνηθίζεται κυρίως για πιο πολυτελείς παραλλαγές.

Εδώ το έκοψες βρε το ψωμί; Χάλια τα έκανες όλα! Φέρε την ψιχουλιέρα από την κουζίνα γρήγορα!

(από Nakas, 12/11/11)Ψωμί για τοστ χωρίς κόρα - για τους ψιχασθενείς (από dryhammer, 29/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος παραδοσιακής τηγανίτας. Η ονομασία απαντάται κυρίως στην περιοχής της Θράκης.

- Καλά, τί έκανες τόσην ώρα στo WC;
- Άσε, έφαγα κάτι λαλαγγίτες που είχε στείλει η γιαγιά από τα Δίκαια και πρέπει να' ταν χαλασμένες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιό μονόβολο τουφέκι, Ελληνοποίηση του Γαλλικού τουφεκιού Gras (Fusil Gras Modèle 1874 M80). Σε χρήση έως και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο από βοηθητικές μονάδες του στρατού. Σημαίνει και το άχρηστο, παλιό και μακρύ τουφέκι.

Τότε με κάτι γκράδες μονόβολες πολεμούσαμε. Κι οι Ιταλοί είχαν μανλιχέρια και αυτόματα!

Μοντελάκι του 1874 (από Vrastaman, 02/11/10)

Χρησιμοποιείται και ο (λανθασμένος) τύπος η γκράδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καριόλα. Από το καριόλα και το Καρολίνα.

Είναι αυτή μια καριολίνα! Όλους τους έχει πάρει!

Καριολάϊν---Cariola on line  (από GATZMAN, 02/12/10)(από Khan, 03/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.

- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!

Πίπη Φακ... ιδομύτη (από GATZMAN, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας, ο ανόητος. Κομψός και (υποτίθεται) έξυπνος τρόπος να ονομάζεις κάποιον βλάκα.

Οι βλακέντιοι των ΜΜΕ έχουν χαρακτηρίσει την πολιτική μας ανόητη. Δε θα πέσω στο επίπεδό τους να τους απαντήσω δεόντως.

. (από MXΣ, 29/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κλάσε μας τα αρχίδια και υπερθετικός βαθμός του «κλάσε μας μια μάντρα».

- Ρε θα σου κάνω μήνυση παλιοαλήτη!
- Θα μου κλάσεις μια μάντρα πέρδικες γεροξούρα!

Γιατί να λέμε μόνο για τη Μάντρα κι όχι π.χ για την Ελευσίνα (φωτό);   (από GATZMAN, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified