Κάνω σεξ. Ενεργητικό ρήμα, ως εκ τούτου χρησιμοποιείται από άνδρες. Γνωστό και το ουσιαστικά πλάκωμα που σημαίνει το ίδιο. Συναντάται στις ντοπιολαλιές της Ηπείρου κυρίως.

Κι εκεί που την έβλεπα την τσελιγγοπούλα να αρμέγει τις πρατίνες, να σου ο Λιάκος. Την έπιασε κι άρχισε να την πλακώνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει τη γενική αβεβαιότητα περί του μέλλοντος. Προέρχεται από το βιβλίο που ο ΟΕΔΒ είχε μοιράσει προς εικοσαετίας περίπου στους μαθητές Λυκείου στα πλαίσια του μαθήματος ΣΕΠ (Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός). Η έκφραση, παρότι ελάχιστα γνωστή πια στις νεότερες γενιές συνεχίζει να χρησιμοποιείται.

- Και τώρα που τελείωσες το διδακτορικό τί θα κάνεις βρε;
- Άστα βράστα φιλέα. Μετά το λύκειο τί; Με βλέπω στο Ινστιτούτο Kavli...

(από Nakas, 15/07/12)(από Nakas, 15/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δοσίλογος, ο ακροδεξιός παρακρατικός. Η έκφραση χρησιμοποιούνταν υβριστικά από τα μέλη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και έπειτα του ΔΣ για να χαρακτηρίσει κάθε άτομο που ανήκε σε παρόμοιες παρακρατικές αλλά και αστυνομικές-στρατιωτικές δυνάμεις της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η λέξη προέρχεται από το Νίκο Μπουραντά, διοικητή του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων στην Αθήνα που συμμετείχε το 1944 στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Η έκφραση χρησιμοποιούνταν συχνά και στον πληθυντικό («Οι Μπουραντάδες»).

Πάντως είχαμε πληροφορίες ότι ομάδες «Μπουραντάδων» κάμουν επιδρομές στα χωριά. Τα βράδια μέναμε έξω, την ημέρα πηγαίναμε στα σπίτια.

(από jesus, 25/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαλακρός που αφήνει μακρύ μαλλί και ενίοτε αλογοουρά γύρω από τη φαλάκρα. Από το «καράφλας» και το γιεγιές. Το μαλλί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για καραφλάζ.

- Το αποφάσισα. Θα αφήσω πάλι αλογοουρά.
- Ποια αλογοουρά ρε παππού; Καραφλογιεγιές θα γίνεις με πέντε τρίχες στο κεφάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγγελία επίσκεψης στην τουαλέτα προς αφόδευση. Συνώνυμο του συνάντηση με τον πρόεδρο.

- Πού ήσουνα κι εξαφανίστηκες;
- Είχα μια κουβέντα με το δήμαρχο και με καθυστέρησε.
- Μάλλον βαριές σου πέσαν οι φακές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυμνός, ελαφρά ντυμένος, στα Ηπειρώτικα. Πιθανότατα σλαβικής προέλευσης λέξη.

Πού πας ωρέ έτσι ζάρκος έξω; Σε λίγου θα ριξ' χιόν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαλείο μαστόρων και γλυπτών σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου, με ξύλινη λαβή (αγγλ. turning tool). Χρησιμοποιείται ευρέως από αρχαιολόγους και εργάτες ανασκαφών για λεπτοδουλειές και καθαρισμούς. Γνωστό και ως τριγωνάκι.

- Σαν πολύ τετράγωνος να είναι ο τάφος, ή μου φαίνεται;
- Άσε, έχουμε έναν εργάτη μάστορα στο τριγωνάκι! Αφού δεν έφτιαξε και καμία σφίγγα πάλι καλά.

(από σφυρίζων, 05/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παραφθορά της Ιταλικής μάρκας μοτοσυκλετών Moto Guzzi που δηλώνει την παραδοσιακά κακή ποιότητα των κινητήρων και των ανταλλακτικών τους, καθώς και το θόρυβο που οι πρώτοι παρήγαγαν λόγω του μεγάλου τους κυβισμού. Ο όρος είναι σχεδόν ανύπαρκτος σήμερα, πιθανότατα λόγω της βελτίωσης της ποιότητας των εν λόγω μοτοσυκλετών.

- Θα πάμε με το Μήτσο στον Τσιβλό με τις μηχανές. Έρχεσαι;
- Αν είναι να φέρει τη Μότο Σκούζει μαζί του καλύτερα όχι. Θα κάνουμε δέκα μέρες να φτάσουμε!

(από Nakas, 29/01/12)Στέρεο Νόβα, Μοτοκούζι. (από patsis, 01/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Πολύς κόσμος, πολύς λαός.

Κοίτα ρε φίλε λαούρα στα εισιτήρια! Ούτε αύριο δεν ξεμπερδεύουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη και άχαρη γυναίκα. Το μπάζο, η φλόμπα, η πατόζα. Σαλονικιώτικη κυρίως έκφραση.

- Φίλε, ο Μήτσος χτύπησε γκομενάκι χτες!
- Ποιο μωρέ; Η Σούλα η τσιμεντογωνία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified