Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.
Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.
Got a better definition? Add it!
Ειρωνικός χαρακτηρισμός προς άτομα συνήθως εφηβικής ηλικίας που δείχνουν απαράμιλλη αφοσίωση σε συγκεκριμένο συνολάκι ρούχων, τουτέστιν δεν το βγάζουνε ποτέ από πάνω τους και δεν συνδυάζουν ποτέ με άλλα ρούχα. Ως εκ τούτου, δημιουργείται η λαθεμένη εντύπωση ότι απ' τα βαφτίσια και μετά δεν το έχουν αποχωριστεί και ούτε πρόκειται.
βλ. και στολή
Got a better definition? Add it!
Τα Χριστούγεννα, λόγω γιορτινής ατμόσφαιρας και υψηλών εισφορών, είτε από το δώρο των Χριστουγέννων για τους εργαζόμενους, είτε από παχυλά χαρτζιλίκια για τους νεαρότερους, η αγορά και η χρήση κοκαΐνης / κοκοριού / κοκό είναι συχνό φαινόμενο και λόγω του γαλακτώδους χρώματός της και της εκτεταμένης χρήσης, γίνεται ο συνειρμός με το χριστουγεννιάτικο χιονισμένο τοπίο.
- Λοιπόν ανιψιέ μου, πάρε δω κανά ψιλό να 'χεις τώρα για τις γιορτές.
- (χαμόγελο της Crest) Ευχαριστώ μπάρμπα!
- Καλά Χριστούγεννα να 'χεις λοιπόν, και... ας μην είναι άσπρα ελπίζω!
- (Αθώο βλέμμα) Τι εννοείς;
Got a better definition? Add it!
Μποντιμπιλντεράδικο ιδίωμα, αναφέρεται σε γυμνασμένη τούμπανη γάμπα, η οποία λόγω μεγέθους, στιβαρότητας και σφαιρικότητας ομοιάζει με πλανητικό σώμα.
Καλά τον είδες το Χρήστο; Γύρισε από tour de france μόλις, με μία γάμπα πλανήτη.
Got a better definition? Add it!
Σε παραλιακά γραφικά ταβερνάκια, είναι σύνηθες το πλαστικό τραπέζι όπου μασουλάς να τραμπαλίζεται σαν τον Μελισσανίδη και να σου διακόπτει συνέχεια το κόψιμο της μπριζόλας, το άπλωμα τζατζικιού στο ψωμί και ούτω καθεξής.
Σε πιο ακραίες περιπτώσεις ολόκληρα ποτήρια με μπύρα ή λεμονίτα λόγω ακριβώς αυτής της αστάθειας έχουνε γίνει θρύψαλα. Ως εκ τούτου, το ισιοποτήρι έρχεται να αποκαταστήσει την ισορροπία.
Ισιοποτήρι λοιπόν, ονομάζουμε το πλαστικό άσπρο ποτηράκι που ζουλάμε και στουμπώνουμε κάτω από το ένα πόδι του τραπεζιού.
-Πάω τουαλέτα να την αρμέξω, θέλετε τίποτα από μέσα;
-Ναι ρε μαν, τσίμπα ένα ισιοποτήρι να'ούμε, το τραπέζι θυμίζει μαούνα να 'ούμε.
Βλ. και ισορροπητήρι
Got a better definition? Add it!
Στην Κέρκυρα, κουνούπι ονομάζεται ο ανύπαρκτος, ο τιποτένιος και ανάξιος λόγου.
-Θυμάσαι ωρε μαλάκα τι αλάνια ήμασταν λύκειο, και τώρα σκάει το κάθε κουνούπι και σου το παίζει γαμιάς.
-Καλά, αν συνεχιστεί το καλαμπαλίκι, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι!
Σχετικά: μυγόχεσμα, κνώδαλο, μπαγλαμάς, γιαταμπάζας, μόμολο, νούλα, όσπριο, φρόκαλο, ψοφίμι
Got a better definition? Add it!
Χωριστρούλα αποκαλούμε διακριτικά το κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια ή αλλιώς κοπτήρες.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του χόρτου.
- Πάλι με τον Μήτσο, αράζω καναπέτο, στρίβει καρτερικά άλλο ένα κανναβέττο.
Got a better definition? Add it!
Γιαννιώτικος ιδιωματισμός, αποτελεί εφαλτήριο για BMX.
Ώρε χρηστάρα, φέρε μπύρα, πάτα Γάρα, να γίνει πά'ι της καραπουτανάρας.
Got a better definition? Add it!
Η σπάνια και ολίγον παρεκκλίνουσα πρακτική της καύσης χρησιμοποιημένης τζιβάνας (ή αλλιώς βάνα, βανατζί), κάτω από την μύτη του πυρπολητή, με σκοπό την εισπνοή τετραυδροκαναβινόλης που έχει συσσωρευτεί εκεί.
Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες φέρουν ως λίκνο της πρακτικής αυτής την εξωτική Κολομβία. Πιθανές παρενέργειες, ελαφριά ρινική αιμορραγία.
Ο τύπος παραδίπλα δεν αφήνει ρανίδα thc να πάει χαμένη! Μέχρι και βάνα καμινάδα ξηγήθηκε!
Got a better definition? Add it!