Φρεσκοχεσμένη κουράδα βοοειδούς. Μεταφορικά ο νωθρός, ο χωρίς πνεύμα και ενέργεια άνθρωπος, ο μαλθακός.
Φρεσκοχεσμένη κουράδα βοοειδούς. Μεταφορικά ο νωθρός, ο χωρίς πνεύμα και ενέργεια άνθρωπος, ο μαλθακός.
Got a better definition? Add it!
Τα τσιμπάω: άγνωστο ποια, αλλά σημαίνει τα παίρνω στο κρανίο, νευριάζω, τσαντίζομαι σε σημείο που είμαι έτοιμος να πάθω κρίση υστερίας ή να κάνω χοντρό τσαμπουκά.
Εναλλακτικά, λαδώνομαι.
Got a better definition? Add it!
Πιάνω κάτι για να το μεταφέρω, αγγίζω ελαφρά, μεταχειρίζομαι με προσοχή.
- Τσίμπα ένα αρχίδι ρε μλκ, που θες και δανεικά...
- Τσίμπα κλαπέτο ρε στραβάδι να κόψεις τα πετρέλαια γιατί μας φλόμωσες με το στάγιερ...
- Τσίμπα λίγο παραπάνω το συμπλέκτη βρε χρυσή μου, θα αλλάζουμε δίσκο-πλατό σε λίγο πάλι
Got a better definition? Add it!
Εργασία που δεν απαιτεί ιδιαίτερες δεξιότητες αλλά είναι πολύ μανουρατζίδικη, το ψιλολόι, η χαμαλοδουλειά.
Ιδιαίτερα όταν η δουλειά είναι μορφοποίηση στο γουόρντι και πρέπει να μετακινούνται ή να αποκόπτονται πεδία. Ακόμα σε ηλεκτρολογικές εργασίες όταν η κοπή και ένωση καυλωδίων είναι το ζητούμενο.
Έχω τελειώσει τη διπλωματική μου και τώρα χέσε μέσα, πρέπει να κάτσω να τη γράψω και σιχαίνομαι την κοψεκούνα...
Ο ένας εναερίτης στον άλλο: «Άντε ρε μλκ τελείωνε με την κοψεκούνα καμιά ώρα να πάμε σπίτια μας, δεν είναι παστίτσιο. Τον έχουμε δαγκώσει δω πάνω...
Από τις προστακτικές κόψε και κούνα, βλέπε και κόψε-ράψε.
Got a better definition? Add it!
Αναστατώνομαι, εξάπτομαι, ανάβω (ερωτικά) στα Πατρινά.
Got a better definition? Add it!
Το παιδί στα τούρκικα. Εναλλακτικά το μανούλι, ο κόμματος, το θεόμουνο που ξυπνά βαθιά συναισθήματα στο ισχυρό φύλο και αναφωνεί ερωτόλογα με πάθος ή και η τρυφερή προσφώνηση μάνας ή μπαμπά προς το παιδί τους.
- Γιαβρούμ τζουτζουκλέρι μ'! Τη μπάκα μ' ονειρεύεσαι, τα βράδια πασπατεύεσαι!
- Έλα δω τζουτζουκλαρίμ, ποιος σε πείραξε να τον ξλιάσω...
Got a better definition? Add it!
Σαλονικιώτικη κατάσταση η οποία δηλώνει ετοιμότητα, κάτι το οποίο είναι στο τελικό στάδιο προετοιμασίας...
Δυο Σαλονικιοί, ο ένας περιμένει τον άλλον κάτω απ' το σπίτι του να πάνε για φραπέ. Χτυπάει θυροτηλέφωνο :
- Άντε ρε μαλλλλάκα, τελλλλλείωνε και κατέβα, ούτε γκόμενα νά σουνα.
- Ναι ντε, κατεβαίνω ρε καντάση, με τις κολώνιες είμαι.
Got a better definition? Add it!
Ο βάτραχος, συναντάται και τζαμπλιάκι (βατράχι). Προφέρεται και ως τζιάμπλιακας ή και τζιαμπλιάκ' (χωριατιστί).
- Ούι μανούλαμ, πήγα στου πουτάμ' κι έπαιζα μις στου νιρό κι μι κατούρντσι τζάμπλιακας κι έβγαλα μπασταρδίτσα...
Got a better definition? Add it!
Από το τούρκικο yalama: σπυρί στα χείλη, ίσως ο έρπης.
Μεταφορικά, ο κακόγουστος στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση.
Όχι ρε πούστη μου, πάλι έβγαλα γιαλαμά κι έχω και ραντεβουδάκι...
Υποτίθεται έχει βάλει τα καλά του και κοίτα τον είναι σα γιαλαμάς!
Got a better definition? Add it!
Αποτελεί λέξη από τη Σουφλιώτικη διάλεκτο, είναι πιθανό να 'ναι ηχοποιητική λέξη και σημαίνει μικρή γούρνα με νερό.
= Πρόσιχι Μήτσου μη πέης μι του τρακτέρ μεστ' μπλιούνγκαααααα...
Got a better definition? Add it!