Φρεσκοχεσμένη κουράδα βοοειδούς. Μεταφορικά ο νωθρός, ο χωρίς πνεύμα και ενέργεια άνθρωπος, ο μαλθακός.

  1. Πρόσεχε μη πατήσεις καμιά σβουνιά άμα πας στο σταύλο.

  2. Κοίτα έναν ποντικαρά ρε πώς φιδιάζει, έκατσε πάλι σα σβουνιά το κωλόψαρο. Σήκω πάνω ρε στραβάδι, έχεις επερεσία στις τουαλέτες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τσιμπάω: άγνωστο ποια, αλλά σημαίνει τα παίρνω στο κρανίο, νευριάζω, τσαντίζομαι σε σημείο που είμαι έτοιμος να πάθω κρίση υστερίας ή να κάνω χοντρό τσαμπουκά.

Εναλλακτικά, λαδώνομαι.

- Άσε μλκ ήμουνα σε φάση να τον αρπάξω απ' το γιακά το γ***ταρίφα και μου λέει μια μαλακία και τα τσιμπάω σου λέω δικέ μου, βγαίνω απ' τ' αμάξι και τόνε κάνω τόπι στο ξύλο το μπουταναζγιό...

- Τα τσιμπάει χοντρά ο διαιτητής μου φαίνεται, δε γίνεται να μην είδε το μπέναλτι μπροστά στα μάτια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιάνω κάτι για να το μεταφέρω, αγγίζω ελαφρά, μεταχειρίζομαι με προσοχή.

- Τσίμπα ένα αρχίδι ρε μλκ, που θες και δανεικά...

- Τσίμπα κλαπέτο ρε στραβάδι να κόψεις τα πετρέλαια γιατί μας φλόμωσες με το στάγιερ...

- Τσίμπα λίγο παραπάνω το συμπλέκτη βρε χρυσή μου, θα αλλάζουμε δίσκο-πλατό σε λίγο πάλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργασία που δεν απαιτεί ιδιαίτερες δεξιότητες αλλά είναι πολύ μανουρατζίδικη, το ψιλολόι, η χαμαλοδουλειά.

Ιδιαίτερα όταν η δουλειά είναι μορφοποίηση στο γουόρντι και πρέπει να μετακινούνται ή να αποκόπτονται πεδία. Ακόμα σε ηλεκτρολογικές εργασίες όταν η κοπή και ένωση καυλωδίων είναι το ζητούμενο.

Έχω τελειώσει τη διπλωματική μου και τώρα χέσε μέσα, πρέπει να κάτσω να τη γράψω και σιχαίνομαι την κοψεκούνα...

Ο ένας εναερίτης στον άλλο: «Άντε ρε μλκ τελείωνε με την κοψεκούνα καμιά ώρα να πάμε σπίτια μας, δεν είναι παστίτσιο. Τον έχουμε δαγκώσει δω πάνω...

Από τις προστακτικές κόψε και κούνα, βλέπε και κόψε-ράψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναστατώνομαι, εξάπτομαι, ανάβω (ερωτικά) στα Πατρινά.

- Αμάν ρε Κούλα είσαι και πολjύ γυναικάρα και με τρελαίνjεις...
- Μη μι λες τέτοια Θανάης, κι αναφανταλιάσκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί στα τούρκικα. Εναλλακτικά το μανούλι, ο κόμματος, το θεόμουνο που ξυπνά βαθιά συναισθήματα στο ισχυρό φύλο και αναφωνεί ερωτόλογα με πάθος ή και η τρυφερή προσφώνηση μάνας ή μπαμπά προς το παιδί τους.

- Γιαβρούμ τζουτζουκλέρι μ'! Τη μπάκα μ' ονειρεύεσαι, τα βράδια πασπατεύεσαι!

- Έλα δω τζουτζουκλαρίμ, ποιος σε πείραξε να τον ξλιάσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαλονικιώτικη κατάσταση η οποία δηλώνει ετοιμότητα, κάτι το οποίο είναι στο τελικό στάδιο προετοιμασίας...

Δυο Σαλονικιοί, ο ένας περιμένει τον άλλον κάτω απ' το σπίτι του να πάνε για φραπέ. Χτυπάει θυροτηλέφωνο :
- Άντε ρε μαλλλλάκα, τελλλλλείωνε και κατέβα, ούτε γκόμενα νά σουνα.
- Ναι ντε, κατεβαίνω ρε καντάση, με τις κολώνιες είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βάτραχος, συναντάται και τζαμπλιάκι (βατράχι). Προφέρεται και ως τζιάμπλιακας ή και τζιαμπλιάκ' (χωριατιστί).

- Ούι μανούλαμ, πήγα στου πουτάμ' κι έπαιζα μις στου νιρό κι μι κατούρντσι τζάμπλιακας κι έβγαλα μπασταρδίτσα...

(από VAG, 15/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο yalama: σπυρί στα χείλη, ίσως ο έρπης.

Μεταφορικά, ο κακόγουστος στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση.

  1. Όχι ρε πούστη μου, πάλι έβγαλα γιαλαμά κι έχω και ραντεβουδάκι...

  2. Υποτίθεται έχει βάλει τα καλά του και κοίτα τον είναι σα γιαλαμάς!

Για έναν γιαλαμά τον στρμωξαν στην ψειρού (από allivegp, 14/02/12)Ασημάκης Γιαλαμάς (από joe909, 14/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί λέξη από τη Σουφλιώτικη διάλεκτο, είναι πιθανό να 'ναι ηχοποιητική λέξη και σημαίνει μικρή γούρνα με νερό.

= Πρόσιχι Μήτσου μη πέης μι του τρακτέρ μεστ' μπλιούνγκαααααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified