Η λίμνη ή η πεδινή έκταση οποία έχει πλημμυρίσει.
- Αη πάμι να πουτίσουμι του χουράφ'. Α τραβίξουμι νιρό απτ' γκιόλα στου καρανύκτερι...
Η λίμνη ή η πεδινή έκταση οποία έχει πλημμυρίσει.
- Αη πάμι να πουτίσουμι του χουράφ'. Α τραβίξουμι νιρό απτ' γκιόλα στου καρανύκτερι...
Got a better definition? Add it!
Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.
- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!
- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...
Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.
Got a better definition? Add it!
Υπεκφεύγεις, την κάνεις μ' ελαφρά, εγκαταλείπεις το πλοίο, οπισθοχωρείς με δόλιο τρόπο με σκοπό να ανακτήσεις τα χαμένα ψηφαλάκια διατηρώντας όμως τους δύο εντεταλμένους υπαλλήλους σου ως υπουργούς.
Η πρόσφατη αποχώρηση του ΛΑΟΣ από την κυβέρνηση συνεργασίας δικαιολογεί νομίζω τον μακρύ ορισμό, που όμως εισάγει νέα δεδομένα στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική ζωή.
Δύο συνάδελφοι στη δουλειά (πραγματικό γεγονός) :
-Μμμ, να σου πω...Μήπως μπορείς να υπογράψεις κάτι για μένα;
-Τι ακριβώς;
-Κοίτα, εγώ φεύγω γιατί με περιμένει η γυναίκα μου κανόνισε τα με τ' αφεντικό...
-Εεεε, κάτσε που πας; Μη καρατζαφεύγεις κάθε φορά που είναι να πάρεις ευθύνες στις πλάτες σου ρε λαμόγιο.
Got a better definition? Add it!
Ο λελυόμενος, αυτός που λελύεται - απολύεται...
- Ναι, γεια σας! Μήπως είναι εδώ ο Γιάννης ο λέλος;
- Ο Γιάννης ο ποιος;
- Ο λέλος ρε ποντικαράάάάάάά... Πόσες έχεις; Έναν αιώνα και σήμερα;
Got a better definition? Add it!
Μπαγαποντιά, υπεκφυγή, τακτικός ελιγμός, τσαπατσουλιά, πασάλειμμα.
Got a better definition? Add it!
Απορρυπαντικό κινημάτων και λοιπών λακέδων με σαφή κομματική δράση και αντιδραστική σύνθεση.
- Όχι ρε γμτ, σκάσανε πάλι οι μπάχαλοι στην πορεία...
- Τι σε νοιάζει ρε, αφού είναι εδώ το κνάιτ...
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Η ιδιότητα ανθρώπου φαινομενικά ταπεινού αλλά με ιδιαίτερη κλίση στην κατινιά, ήτοι το κουτσομπολιό.
Μα καλά αυτή η γυναίκα είναι απίστευτη: από τη μια μας το παίζει παρθένα κι απ' την άλλη είναι να μη σε πιάσει στο στόμα της, η κατινοφροσύνη της δεν έχει όρια...
Got a better definition? Add it!