1. Ερωτοτροπώ χαζοειδώς, σαλιαρίζω.

  2. Χαζολογάω, ασχολούμαι με μη σοβαρά πράγματα σε άκαιρο χρόνο.

  1. Η γυναίκα του είναι στο νοσοκομείο κι αυτός όλη μέρα καυλομανάει με τις πιτσιρίκες στο γραφείο.

  2. Επιτέλους θα έρθεις να μας βοηθήσεις; Εμείς πνιγόμαστε στη δουλειά και συ καυλομανάς στον υπολογιστή και στο κινητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «κωλοβαράω», αλλά επί το εμφατικότερον.

Περνάω την ώρα μου χαζολογώντας, επιδίδομαι στο ευγενές άθλημα του αυνανισμού, μεταφορικώς βεβαίως και ουχί κυριολεκτικώς.

Συνώνυμα: κωλοβαράω, πουτσοβαράω

Αντί να ψωλοκοπανάτε όλη μέρα εδώ μέσα, δε σηκώνεστε να κάνετε καμιά δουλειά λέω γω; Μου 'χει φύγει ο τάκος απ' το πρωί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στην Πελοπόνησσο, ισοδύναμη με το «θα μου κλάσεις τ' αρχίδια» ή «θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια».

- Άμα έρθω εκεί ξέρεις τι έχεις να πάθεις;
- Ξέρω, θα μου κλάσεις τον γκιώνη!

Γκίωνης aka Otus scops (από Vrastaman, 30/11/11)(από GATZMAN, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που «έπαιζε» πολύ, (παλιότερα) σε φοιτητικές παρέες και όχι μόνο. Λεγόταν για την όμορφη μεν αλλά σπασίκλα φοιτήτρια που αρνιόταν πεισματικά να ενδώσει σε όποιες ερωτικές προτάσεις της γίνονταν.

Ενίοτε η φράση υπέκρυπτε και ένα είδος ζήλιας από τους συμφοιτητές της, γιατί συχνά τέτοιες κοπέλες νταραβερίζονταν με άτομα εκτός σχολής, μεγαλύτερης ηλικίας και κατά κανόνα ματσωμένα.

- Τί γίνεται ρε με την Καίτη; Παίζει τίποτα;
- Τι να παίζει μωρέ... Αφού ξέρεις ότι αυτή έχει βάλει το μουνί στο εικόνισμα. Πάλι στη χήρα με τα πέντε ορφανά κατέληξα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα-σύνθημα που συμπυκνώνει σε τρεις λέξεις μία ολόκληρη φιλοσοφία και στάση ζωής. Χωρίς περαιτέρω σχόλια.

Σε παλαιότερες εποχές (βλέπε '80s) απαντάτο ως σύνθημα σε τοίχους των Εξαρχείων και σε φοιτητικά αμφιθέατρα. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του.

- Τι κάνει ρε εκείνος ο παλιός σου φίλος ο Πάνος; Έχω να τον δω κάτι χρόνια...
- Τι να κάνει, αφού τον ξέρεις τώρα τον Πάνο. Μια ζωή τα ίδια! Σούρα, τζούρα και μαστούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σου «πρήζει τ' αρχίδια». Ο απόλυτα εκνευριστικός και επίμονος άνθρωπος, που επιμένει μέχρι να σε πείσει γι' αυτό που θέλει.

Συνώνυμο: Ο σπασαρχίδης, σπαζαρχίδης, σπασαρχίδας

Τι πρηζαρχίδης είν' αυτός ρε φίλε! Προχτές με είχε δυο ώρες στο τηλέφωνο και μ' έπρηζε να του δώσω τα κλειδιά απ' το σπίτι για να φέρει τη γκόμενα το Σαββατοκύριακο!

(από guybrush, 05/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόκειται βέβαια για κάποια συγκεκριμένη ώρα κατά την οποία προτιμά να συνουσιάζεται η συμπαθής φυλή των Ρομά, αλλά για "εξυπνακίστικη", "πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι ώρα είναι;".

Για να εντυπωσιάσουμε το συνομιλητή μας, ή πολύ απλά επειδή δεν έχουμε ρολόι. Βλέπε και η ώρα που γαμούν οι σκύλοι.

- Πρέπει να έχουμε αργήσει, τι ώρα λες νά 'ναι;
- Η ώρα που γαμιούνται οι γύφτοι! Που θες να ξέρω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρία άνω των πενήντα, με εμφάνιση και ντύσιμο πορνοστάρ, που κάνει μπαμ από χιλιόμετρα μακριά ότι ψάχνει απεγνωσμένα για άγριο και αχαλίνωτο σεξ.

Κατ' επέκταση κάθε γυναίκα ώριμης ηλικίας που ντύνεται και στολίζεται σαν εικοσάρα, προκαλώντας τους άντρες αλλά και τις ...συνομήλικές της.

Κι εκεί που την είχα στήσει στην άκρη του δρόμου και έκανα ωτοστόπ, σταματάει ένα κάμπριο με δυο καυλόγριες μέσα, άλλο πράμα σου λέω ρε φίλε! Έμεινα κάγκελο, δεν ήξερα τι να κάνω!

Βλέπε και gilf / τζιλφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιακή φράση που έχει (πιθανόν) τις ρίζες της στην εποχή της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του '21. Λέγεται για ο,τιδήποτε (πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση) είναι υπερβολικά και εκνευριστικά αργό ή τραβάει σε μάκρος, σε σημείο που να σου σπάει τα νεύρα. Επίσης για κάποιον που έχει χαρακτηριστικά αργές αντιδράσεις, που μέχρι να κάνει κάτι τον "έχουνε πάρει αμπάριζα".

Η παρομοίωση είναι προφανής: παρομοιάζει μιά υπερβολικά αργή κατάσταση με τις μάχες που γίνονταν επί Τουρκοκρατίας με τα παλιά εμπροσθογεμή τουφέκια. Αυτά που έριχνες μία μπαταριά και μετά έπρεπε να κάνεις ολόκληρη διαδικασία για να γεμίσεις, με τη βέργα από μπροστά, και να ξαναρίξεις. Και φυσικά, εκεί ο άλλος δεν σε περίμενε να του ρίξεις. Ή την κοπάναγε και κρυβόταν, ή γέμιζε και στην μπουμπούνιζε αυτός πρώτος!

- Τι κάνεις εκεί ρε;
- Κατεβάζω μιά ταινία. Αλλά είναι πολύ αργή η σύνδεση και έχει πόση ώρα που το παλεύει...
- Καλά... Κάτσε Τούρκο να γεμίσω! Μέχρι το μεσημέρι αν έχει κατέβει σφύρα μου!

(διάλογος μεταξύ φίλων που βλέπουν ποδόσφαιρο):
- Κοίτα τι έχασε το άτομο ρε! Δεν το πιστεύω!
- Αγόρι μου το ποδόσφαιρο δεν είναι "κάτσε Τούρκο να γεμίσω". Μέχρι ν' αποφασίσει αυτός τι ήθελε να κάνει του πήραν τη μπάλα χωρίς να το καταλάβει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον ανεγκέφαλο, τον πανίβλακα, τον εντελώς ηλίθιο. Ισοδύναμο της έκφρασης άι κιού ραδικιού. Η προέλευση της φράσης είναι προφανής: το άτομο για το οποίο μιλάμε, έχει τόσο μυαλό στο κεφάλι του όσο μυαλό έχει ένα κεφάλι πούτσας, δηλαδή καθόλου.

Καλά ρε συ, τι κάθεσαι και συζητάς μαζί του; Αυτός έχει μυαλό πούτσας, είναι πανηλίθιος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified