Ο χαρακτηρισμός είναι βαρύτατος, βαρύτερος του μαλάκα. Ο μαλάκας παίζει τον δικό του. Ο μινάρας παίζει κάποιον ξένο. Δηλαδή μεγάλη ρόμπα.

Πατρινής προέλευσης.

Καλά ρε μαλάκα, εσύ είσαι εντελώς μινάρας.

Atletico Mineiro (από patsis, 04/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα που θα πάρει ο πρώτος γιος του κερατά, ο οποίος παντρεύτηκε ιδιαιτέρως τσαχπίνα γυναίκα, γνωστή σε όλους της ευρύτερης περιοχής λόγω π.χ. των οργίων στα οποία συμμετείχε στο Λύκειο. Λέμε τώρα. Αν προταθεί ως όνομα στον μέλλοντα πατέρα, θα πει ότι κάποιος πάει απ' έξω απ' έξω να τον προειδοποιήσει τον άνθρωπο.

- Αχ Κώστα μου πολύ χάρηκα που άκουσα ότι περιμένετε αγοράκι με την Ελένη. Πώς θα το πείτε;
- Βρασίδα σαν τον πατέρα μου.
- Μωρέ Απόλλων να το πείτε, Απόλλων, άκου που σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.

Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ανθρώπινες μάζες που δεν διαθέτουν την κοινή λογική και απλά άγονται και φέρονται χωρίς ελπίδα να γίνουν κάποτε κανονικοί άνθρωποι.

- Είσαστε ζώα ΖΩΑ!
(zimkostas, με ειδική προφορά γεμάτη απέχθεια, σαν να φτύνεις τον άλλο κατάμουτρα).

Σ.ς. Πρόκειται περί διάσημης ατάκας μιας εξέχουσας προσωπικότητας διαφόρων τσατοκοινωνιών, γνωστού γιαχουτζή σε μόνιμη κόντρα με την γράφουσα με την καλή την έννοια, αν υπάρχει τέτοια. Ζιμ, αν ζεις ακόμα, να ξέρεις ότι αυτή η μαλακία ορισμός που σου αφιέρωσα μου κόστισε έναν καλύτερο βαθμολογικό μέσο όρο στο σλανγκ, τί άλλη θυσία πια.

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που, παρόλο που του έχουν δοθεί ευκαιρίες, συνεχίζει να απογοητεύει, με αποτέλεσμα ο άλλος να τον βάζει στην μαύρη λίστα, να τον ακυρώνει.

- Μου την είπες μια, έκανα τον μαλάκα, μου την είπες δυο, άντε κατά λάθος θα το έκανε, μου την είπες τρεις, ε, όχι ρε φίλε, τέρμα για μένα είσαι εντελώς άκυρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Chat-αρκτικόλεξο του Laughing My Fucking Ass Off, ήτοι «γελάω μέχρι ξεσκίσματος και συνεχίζω να γελάω».

Χρησιμοποιείται για να δείξει ο chatter το πόσο ασύλληπτα τρομερά κι ανεκδιήγητα αστείο του φαίνεται κάτι, δηλαδή μέχρι απιστεύτου.

Επειδή όλα αυτά τα αρκτικόλεξα που αφορούν το πόσο γελάει κάποιος σε ένα chat είναι καμπόσα, λέω να τα βάλω με σειρά προτεραιότητας, από το πιο λίγο αστείο (ανθυπομειδίαμα - χαχα) μέχρι το πιο πολύ αστείο (ξεκωλωτικό - χαχαχαχαχαχαχα) και τις αντίστοιχες κεντρικές ιδέες / ελεύθερες μεταφράσεις, έτσι για ενδεικτική αναφορά.

  • LOL (Laughing Out Loud - γελάω δυνατά) ή LOL (β' εκδοχή: Lots Of Laughs - πολλά γέλια),
  • LOLZ (το ίδιο με πριν, αλλά στον πληθυντικό, δηλαδή πάρα πολλά γέλια),
  • LMAO (Laughing My Ass Off - ξεκωλώθηκα στο γέλιο),
  • LMFAO (Laughing My Fucking Ass Off - ξεκωλώθηκα εντελώς και συνεχίζω να γελάω),
  • ROFL (Rolling on Floor Laughing - κυλιέμαι στο πάτωμα από τα γέλια),
  • ROFLMAO (Rolling on Floor Laughing My Ass Off - κυλιέμαι στο πάτωμα ξεκωλωμένος από τα γέλια) και πάει λέγοντας.

Επίσης βιβλιογραφική αναφορά στα:

  • rotf-lol λήμμα από το οποίο εμπνεύστηκε το παρόν,
  • lol-some,
  • lolen.

    Aν ξέχασα κανένα σχωράτε με.

Πάει έχει χαθεί το μέτρο του γέλιου στο chat, πετρέλεος! Δηλαδή πάω στοίχημα ότι μέχρι να ανεβάσω τον ορισμό θα χουν ανακαλύψει κι άλλες εκατό αρκτικόμπουρδες, ώστε το γέλιο να πιάνει δυο - τρεις σειρές στα room για να φαίνεται τέλος πάντων πόσο διασκεδάζει ο κόσμος όταν κάποιος γράφει μια ανοησία.

maria99: - geia sou saki lol

sakis: - ep maria edw kai sy; lolz
mikripetalouditsa: ti 8a gini re maria 8a mas afisis kana gomeno LMAO!!!!!1111

maria99: - LMFAO

sakis: - min xtipieste koritsia gia oles exei o mpakses ROFL

maria99: - ti le re saki pou xtipiomaste gia parti sou ROFLMAO!!!!!!!1111111

(*σ.σ.: καλά συγνώμη τώρα, σας φάνηκε ο,τιδήποτε από τα παραπάνω να δικαιολογεί ακόμα και το lol; πρόκειται για φιλοσοφικό ζήτημα με μεγάλες προεκτάσεις, το κόβω εδώ και επιφυλάσσομαι - LOL).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.

Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.

Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.

- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…

- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…

- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.

(από Galadriel, 24/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά λήμματα (εμμέσως πλην σαφώς): Δηθενιά, Λέμε και καμια μαλακία να περνάει η ώρα

Θέλω να κάνω κάτι - θέλω όμως οι υπόλοιποι να νομίζουν ότι και καλά δεν θέλω, ώστε να τηρηθούν τα προσχήματα. (βλ. παράδειγμα #1 και #2)

Ή το αντίστροφο: δεν θέλω να κάνω κάτιθέλω όμως οι υπόλοιποι να νομίζουν ότι και καλάθέλω ώστε να τηρηθούν τα προσχήματα. (βλ. παράδειγμα #3).

Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση θεάτρου, που παίζεται συχνά από απλούς θνητούς στα πλαίσια της προσπάθειας για κοινωνική αποδοχή - τα προσχήματα που λέγαμε.

Κι έτσι πολύ όμορφα, κάνω αυτό που θέλω, ή δεν κάνω αυτό που δεν θέλω, αλλά πάντα φταίνε οι κακές συγκυρίες, οι καταστάσεις, οι άλλοι που εμπλέκονται, ο Θεός και η κακούργα κοινωνία.

Κι όλοι ξέρουμε και κάνουμε ότι δεν ξέρουμε. Όμορφα. Έτς.

(Παράδειγμα #1)
-Ωραίο ήτανε το ποτάκι βρε Σούλα, να το ξανακάνουμε καμια φορά. Άντε να σε πάω σπίτι σου… Βρε! Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έρχεσαι από το σπίτι μου να σου δείξω την συλλογή μου από αποξηραμένα βατόμουρα;
-Έλα βρε Κώσταααα πρώτη φορά που βγήκαμε και θα έρθω από το σπίτι σου; Δεν κάνειιιιι… Τι θα νομίσεις για μένα;;; (κοκκίνισμα γιαλατζί)
Αποτέλεσμα: Η Σούλαπήγε σπίτι του. Ήταν όμως παγίδα, γιατί τελικά, δεν είχε συλλογή από αποξηραμένα βατόμουρα (απίστευτο), παρά την παρέσυρε σε βράδυ ακολασίας (δεν πιάνεται, αυτός φταίει).

(Παράδειγμα #2)
-Λοιπόν ρε Χαρικλάκι, λέω απόψε που θα πάμε για σεξάκι να φωνάξω και τον φίλο μου τον Βρασίδα να δώσουμε λίγη ποικιλία στο πρόγραμμα βρε αδερφέ.
-Ιιιιιιι, τι λες Μητσάρα μου, κάνω εγώ τέτοια πράγματα; Για ποια με πέρασες;;; (φρίκη γιαλατζί) – κοπελιά για φέρε άλλα τρία σφηνάκια τεκίλα.
Αποτέλεσμα: Το Χαρικλάκισυμμετείχε σε μια ωραία παρτουζίτσα, (δεν πιάνεται, είχε μεθύσει).

(Παράδειγμα #3)
Δυο φίλοι έξω για μπύρες, ο Βαγγέληςκαι ο Μήτσος. Φτάνει ο λογαριασμός 28€. Ο Βαγγέλης βγάζει πενηντάρικο, το κρατάει με το αριστερό χέρι προτεταμένο (παραμένοντας ξαπλωμένος κι αραχτός) και θυμάται ότι την ίδια στιγμή θέλει να πιει νερό με το δεξί χέρι. Κρατάει το αριστερό χέρι ελαφρώς τεντωμένο, ελαφρώς λυγισμένο χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση προς το γκαρσόνι. Ο Μήτσος πληρώνει. -Έλα βρε Μήτσο, πάλι κερνάς; Τι θα γίνει με σένα με φέρνεις σε δύσκολη θέση… (τσαντίλα γιαλατζί)
Αποτέλεσμα: Ο Βαγγέληςπάλι δεν πλήρωσε (δεν πιάνεται, τον πρόλαβε ο άλλος ο κακός, ένα νερό πήγε να πιει ο άνθρωπος που είχε κορακιάσει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημ. συντάκτριας: ομολογώ ότι το πορνό δεν το κατέχω διόλου, μου φάνηκε προκλητικό για διερεύνηση όμως (επειδή). Σο, το 'ψαξα, έπαθα μια μόρφωση, και παραθέτω συνοπτικά τα ευρήματα από το research στο διαδίκτυο, με τις κυριότερες πηγές σε links.

Προέλευση:
Η έκφραση έγινε διάσημη από τον Κώστα Γκουσγκούνη, ο οποίος είναι ένας ζωντανός μύθοςτου ελληνικού πορνό (λέει), τέλος πάντων το όνομά του το ξέρουν και οι πέτρες. Πειστήριο - media 1.

Μια σπουδαία ελληνική ταινία πορνό του 1984 (ένα αριστούργημα του είδους σύμφωνα με τους επαΐοντες των σχετικών fora) , στην οποία όμως δεν συμμετέχει ο Γκουσγκούνης, να το διευκρινίσουμε αυτό, έχει τον τίτλο «Σκύψε ευλογημένη», με υπότιτλο «τα πιο ωραία και ευλογημένα Ελληνικά σκυψίματα». Η υπόθεση αυτής περίφημη «2 λεσβίες μεταβαίνουν σε ένα χωριό παριστάνοντας τις καλλιτέχνιδες με σκοπό να ανακαλύψουν το αρχαίο άγαλμα του γυμνού έρωτα. Στο μεταξύ «ζευγαρώνουν¨με ένα βοσκό (Παύλος Καρανικόλας) και παραλίγο με το λυκόσκυλο του! Το άγαλμα βρίσκουν στο οργιώδες φινάλε της ταινίας στη σπηλιά ενός βοσκού (ο cult αστέρας Νότης Πιτσιλός).» Πειστήριο - media 2.

Συνοψίζοντας δηλαδή το «σκύψε ευλογημένη» είναι μια έκφραση που καθιερώθηκε μέσω του Ελληνικού πορνό των 70s-80s.

Χρήση στην καθομιλουμένη
1. Ο παπάς τελεί Ευχέλαιο. Οι πιστοί προσκυνούν και, όπως προβλέπεται, σκύβουν. Άμα καμία κάθεται σαν το κούτσουρο γιατί δεν έχει πάει ποτέ στην εκκλησία η γαϊδούρα και δεν ξέρει από αυτά, δεν θεωρείται κακό για τον παπά να της πει την περίφημη φράση, «σκύψε ευλογημένη», για να κάνει την δουλειά του ο άνθρωπος, να πάρει τα φράγκα και να φύγει μια ώρα αρχύτερα. (Παράδειγμα 1)

Κατηγορίες για κατάχρηση εξουσίας σε αυτό τον τομέα έχουν διατυπωθεί, αδίκως όπως αποδείχθηκε σε κάποιες περιπτώσεις, γιατί λέει ότι υπήρξαν παπάδες που απαιτούσαν από τις πιστές, εκτός από το πετραχήλι, να παίρνουν και πίπες. Αίσχος, ντροπή και όνειδος για όλα τα ρεμάλια του κερατά που διαδίδουν τέτοιες φήμες για τους εκπροσώπους του ιερατικού σώματος, φτου φτου πίσω μου σε έχω σατανά. (Παράδειγμα 2)

  1. Άμα ο ομιλητής δεν είναι παπάς, αυτό που υπονοείται (με σαφήνεια όμως) στην φράση είναι «σκύψε να σε γαμήσω / να μου πάρεις μια πίπα». Συναφείς εκφράσεις προστακτικής: «πιάσε μου τα αρχίδια», «βάλτον στο στόμα σου» κ.λπ., που όμως είναι εντελώς προχώ με την κακή την έννοια - ενώ στην περίπτωση της φράσεως ενδιαφέροντός μας, ο χαρακτηρισμός «ευλογημένη» δίνει έναν τόνο ευλάβειας και σεβασμού, που απαλύνει το άγριο του πράγματος.

Σε αυτή την περίπτωση, η χρήση της φράσης από τον μη-παπά (στο εξής θα αναφέρεται ως «υποκείμενο») είναι δίκοπο μαχαίρι, κυρίως όταν πρόκειται για κυρία / κύριο (στο εξής θα αναφέρεται ως «αντικείμενο») με την / τον οποίο δεν υπάρχει σεξουαλικό προηγούμενο, γιατί υπάρχουν δύο πιθανά επακόλουθα:

Θετικό επακόλουθο: Το αντικείμενο είναι πρόθυμο - το αποτέλεσμα της φράσης μπορεί να είναι από βολικό μέχρι ευχάριστο. Πού να σκέφτεται τώρα τι θέλει αυτός για να τον ικανοποιήσει, το λέει από μόνος του και ξεμπερδεύει το πράμα, σκύβει λοιπόν το αντικείμενο και προσφέρει την επιθυμητή ικανοποίηση χωρίς πολύ σκέψη. (Παράδειγμα 3)

Αρνητικό επακόλουθο: το αντικείμενο έχει ρομαντική διάθεση, είναι γλυκό και τρυφερό και θέλει στοργή και προδέρμ για να λειτουργήσει - η φράση αυτή (όπως και οι άλλες προστακτικές) μπορεί να αποτελέσει μεγάλο ξενέρωμα, so, παίζει να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Σε αυτή την περίπτωση το υποκείμενο μένει με την ψωλή στο χέρι να της δίνει διαταγές και αυτή να υπακούει κι άλλη φορά να μάθει να σέβεται και να είναι πιο διακριτικό, άιντε. Παράδειγμα 4.

  1. Η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε έναν διάλογο εκδηλώνοντας περιφρόνηση για το υποκείμενο (παράδειγμα 5) ή το αντικείμενο (Παράδειγμα 6)

Ασίστ: paparas

Παράδειγμα 1
-Πάτερ μου την ευλογία σας.
-Σκύψε ευλογημένη.

Παράδειγμα 2
ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΙ ΜΗ ΕΡΕΥΝΑ Ή ΣΚΥΨΕ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ
Έχω κάτι προβλήματα με μερικές πιστές που δεν επιθυμούσι όπως ευλογηθούν με τον πρέποντα τρόπον. Τι ποιώ τέκνο μου;
+О КЕФТЕС ГАР ВАРУС+
...Κι εσύ Πάτερ μου... Μήπως τους δείχνεις κατ' ευθείαν την αγιαστούρα σου, και σκιάζονται; Δεν αφήνεις να σκύψουν πρώτα (για να δεχτούν την ευλογία πάντα) και μετά σιγά σιγά και με το μαλάκό, να περάσεις στο παρασύνθημα; (από blog)

Παράδειγμα 3
-Σούλαμε τρελαίνεις, καμιά δεν με καυλώνει όπως εσύ όταν μου κάνεις γούστα.
-Μιλάς με γρίφους Σταύρο μου. Τί θες να κάνω Αντρούτσο μου;
-Σκύψε ευλογημένη!!!
-μμμμ (σλουρπ, γλυψ)

Παράδειγμα 4
-Έλα μωρέ Κώσταααα (μούτρωμα)... Πάλι με σουβλάκια ήρθες; Ο Αντρέας της Μαρίας λουλούδια της φέρνει, αυτός είναι τζέντλεμαν...
-Άσε με βρε Ελένη τώρα, τί με πρήζεις με τα χαζά του σκατόφλωρου, αφού ξέρεις πόσο σ' αγαπάω (χάδι στο κεφαλάκι της Ελένης)
-(σύντομος δισταγμός...) Άντε, τέλος πάντων, δεν θέλω να τσακωνόμαστε... (χάδι στο κεφάλι του Κώστα). Τί να κάνω για να φιλιώσουμε;
-(λάμπει ξαφνικά το πρόσωπό του) Άντε επιτέλους! Νόμιζα ότι δεν θα ρώταγες ποτέ! Σκύψε ευλογημένη!!! (το χάδι στο κεφαλάκι της Ελένης γίνεται πίεση προς τα κάτω)
-(έκρηξη) Ε, άντε γαμήσουρε Κώστα, είσαι και πολύ μαλάκας τελικά!
(ζμπάμ πόρτα)

Παράδειγμα 5
-Το αφεντικό με έχει πεθάνει ρε, ούτε ξέρει τι ζητάει, μόνο «σκύψε ευλογημένη» δεν έχω ακούσει ακόμα εδώ μέσα και μου φαίνεται δεν αργεί κι αυτό, άει σιχτίριμε τον μαλάκα, αύριο θα παραιτηθώ.

Παράδειγμα 6
ΣΚΥΨΕ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ έλεγε ο Γκουζγκούνης. Σκύψε Ελληνάρα λεω εγώ. Αφού σ' αρέσει, πρόβλημά σου. Δικός σου είναι ο κώλος οτι θες τον κάνεις.. (από blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified