Το χιόνι (που λέει και ο συσλαγκιστής μου στον ένα και μοναδικό ορισμό του) είναι εφήμερο και λιώνει με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Σε νορμάλ μεσογειακές συνθήκες δηλαδή, γιατί η παρούσα σλανγκιά δεν χρησιμοποιείται, από όσο είναι γνωστό, στις περιοχές με παγετώνες κ.λπ.

Γράφω στο χιόνι κάτι που άκουσα και με στενοχώρησε, κάτι που επιθυμώ να σβηστεί από την μνήμη την δική μου και του σύμπαντος και να μην αφήσει ίχνη.

Αυτή η κουβέντα-δηλητήριο που βγήκε από τα χείλη σου με πλήγωσε, δεν το αρνούμαι, αλλά θα την γράψω στο χιόνι, κι αυτή ως κουβέντα και το γεγονός το ίδιο, για να σβήσει, χωρίς συνέπειες για σένα σκληρή και άπονη (σκληρέ και άπονε), γιατί σου 'χω αδυναμία βρε μπαγάσικο και στα συγχωρώ όλα. Με σκότωσες γιατί σε αγαπούσα, γιατί σε είχα σαν μικρό παιδί, κι όλα τα λάθη σου τα συγχωρούσα, πικρή στιγμή μαζί μου να μην δεις, όπως φημολογείται ότι ανέφερε κάποτε ο Παβαρότι.

Επί της ουσίας και αφού ξεπεράσουμε την ποίηση: Γράφω στο χιόνι είναι ο εναλλακτικός, ιδιαίτερα ευγενικός και ιπποτικός τρόπος για να πεις το γνωστό «Καλά, τραγούδα, δεν πά' να λες, ό,τι λες το γράφω στ' αρχίδια μου και σένα μαζί ολτουγκέδερ και γύρω γύρω μέλισσες».

– Μάκη, τελείωσε, είσαι ένα κάθαρμα.
– Έτσι ε... Κάθαρμα λοιπόν... Αχχχ, το άκουσα κι αυτό αλλά δεν πειράζει... Το γράφω στο χιόνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάκια μάκια - όπα όπα.
Μετάφραση: «Γειά σας παιδιά, σας φιλώ και συμμετέχω στα γλέντια σας».

Συναντάται και ως «makia makia - opa opa». Πρόκειται κατά κύριο λόγο για τσατικό (εκ του «chat») χαιρετισμό. Συνήθως είναι το πρώτο πράγμα (ή και το τελευταίο κατ' αντιστοιχία με το «γεια - αντίο» της πραγματικής ζωής) που γράφει κάποιος στο text όταν τον καλωσορίζει ο αδμινιστράτορας-οικοδεσπότης κάποιου chat room μουσικού ενδιαφέροντος, του λεγόμενου «οπατζίδικου» (στους σχετικά αδαείς συνιστάται μια βόλτα από το λήμμα αυτό για να πάρετε μυρωδιά για το τί πράμα μιλάμε).

Σλαγκιστί (που λένε και κάτι σλαγκογνωστοί), μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάλλιστα σε μέρη όπου διασκεδάζουν με ακρόαση μουσικής ομάδες ανθρώπων, όπως πάρτι, μπουζουκτζίδικα [sic], συναυλίες κ.λπ. (Να το δω κι αυτό και μετά να έρθουν οι κύριοι με τις άσπρες μπλούζες να με πάνε στον όμορφο κήπο. Δηλαδή προσπαθώ να σκεφτώ την σκηνή: έχει πάρτι, χτυπάς την πόρτα, η πόρτα ανοίγει, μπαίνεις μέσα με τα χέρια ανοιχτά και φωνάζεις «μάκια μάκια - όπα όπα»... κάτι σαν «προσκυνείστε το είδωλο»... τί αντιδράσεις θα έχεις, μουααχαχαχαχα φακ! Ας περιοριστούμε λοιπόν στην παραδοσιακή χρήση σε chat rooms).

Παρόλα αυτά μπορεί να χρησιμοποιείται έτσι στο άσχετο, είτε δικτυακά είτε και στην πραγματική ζωή όπου οι άνθρωποι αναπνέουν αέρα, γιατί είναι μια ανώδυνη χαζοχαρούμενη φράση που, παρόλο που το νόημά της δεν είναι εντελώς αντιληπτό σε όσους δεν μπαίνουν στα τσατ ή στο σλανγκρ, δίνει μια ευχάριστη νότα στον λόγο και μια ανεμελιά ένα πράμα. Γενικώς είναι ένας τρόπος να σε περάσουν για ξανθιά όταν γράφεις σε φόρουμ, σο, όποιος μουστακαλής θέλει να κάνει αλλαγή περσόνας, ας το προτιμήσει.

Αατα.

(7:38 PM) WRAIOS-ELLHN: Welcome -KALWS HR8ATE STHN PAREA MAS•(-• baby70 •-)•-KALH AKROASH!! laika monopatia kai oxi mono - Voice Room
(7:39 PM) baby70: kalispera se olous!!! makia makia opa opa :) :)

(7:42 PM) DJ Mixalis: baby70 kalhmera kalos hthes sthn pareoula mas
(7:44 PM) baby70: kalispera se olous!!! makia makia opa opa :) :)
(7:45 PM) ogamaoua: baby thelo na se gamiso
(7:45 PM) o
gamaoua has been bounced from the room by DJ Mixalis
(7:47 PM) baby70: ax euxaristo dj poy me apalakses apo ton vlaka, kalispera se olous!!! makia makia opa opa :) :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σ.ς. Οι τεχνικές λεπτομέρειες περί του κοινωνικού περιβάλλοντος, στο οποίο χρησιμοποιείται και βρίσκει εφαρμογή το λήμμα, περιγράφονται προς γνώση και μόρφωση στο κάτω μέρος του ορισμού. Σο, πριν απερίσκεπτα μαυρίσετε ό,τι δεν κατανοείτε, πάτε να ανοίξετε τα μάτια σας για το πως ζει ο κόσμος στο ίντερνετ και επανέρχεστε δημήτριοι)*.

Οπατζίδικο: Ειρωνικός (συνήθως) χαρακτηρισμός chat room μουσικού ενδιαφέροντος σε πρόγραμμα voice chat (που πα να πει ότι έχει και ήχο εκτός από κείμενο), όπου ο κόσμος διασκεδάζει ακούγοντας τραγούδια. Αναφέρεται και απλούστερα ως «όπα όπα» ή, για να ακριβολογούμε, «opa opa» (η λέξη room εννοείται εδώ).

Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από χρήστες άλλων chat rooms (όπου γίνονται συζητήσεις αμπελοφιλοσοφικού ενδιαφέροντος ή απλές ανταλλαγές μπινελικίων), οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πολύ πιο σπουδαίους ή πολύ πιο κουλ από τους οπατζίδες. Με αυτό τον τρόπο εκδηλώνεται μια, να την πω, περιφρόνηση για τους τύπους αυτούς που και καλά το μόνο που τους νοιάζει είναι το σάιμπερ σα-δε-ντρέπονται (τρίχες κατσαρές, άμα είναι να το χεις με το σάιμπερ το 'χεις σε όποιο room και να 'σαι).


**Κάτω μέρος του ορισμού*: Ιδιαίτερα κατατοπιστικά τα αρχικά μήδια για το οπτικό του θέματος. Το πρωτόκολλο ενός οπατζίδικου έχει ως εξής:

  • Ένας παίζει τραγουδάκι στο mic (στο μήδι δεξιά πάνω) - καμιά φορά το αφιερώνει, είτε δημοσίως, είτε στο ανοιχτό πιμί στην τσαταγαπημένη του (ή τον τσαταγαπημένο της).
  • Κάποιοι περιμένουν στωικά την σειρά τους για το mic, ώστε να βάλουν μετά από τον προκάτοχο το τραγουδάκι της δικής τους επιλογής (στο μήδι δεξιά πάνω, ακριβώς κάτω από το mic φαίνονται τα σηκωμένα χεράκια που αιτούνται mic).
  • Κάποιοι δείχνουν την συμμετοχή τους στο γλέντι εγγράφως στο κεντρικό παράθυρο text (απίστευτο; κι όμως) ως εξής (μη εξαντλητική λίστα):~Ρίχνοντας «λουλούδια» στο main, δηλαδή συνεχόμενα -/@ -/@ -/--@, ή και απλά @@@ για συντομία (τριαντάφυλλα και καλά - παρακαλώ σημειώστε ότι σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για αρχίδια). Επίσης γράφοντας «@@@ sto mic» (υπάρχει και η επιλογή «skata sto mic» για όσους δεν συμφωνούν με την μουσική επιλογή, αλλά είναι κάπως αγενής ως έκφραση και αν την δει ο άδμιν μπορεί να πάρεις πούλο εύκολα).~«χορεύοντας», δηλαδή γράφοντας με τον ρυθμό: [I](5:21 PM) adonis23: // (5:21 PM) adonis23: \ (5:21 PM) adonis23: // (5:22 PM) adonis23: \[/I] (ότι δηλαδή, αυτά είναι τα «χεράκια» του adonis που κουνιούνται αριστερά δεξιά με τον ρυθμό - γαμάτο; αχαχα), ή σε φάση: [I](5:25 PM) adonis23: /ο/ (χεράκια προς τα αριστερά) (5:25 PM) adonis23: \ο** (χεράκια προς τα δεξιά) (5:26 PM) adonis23: **\ο/ (άνοιγμα χεράκια) (5:26 PM) adonis23: **/ο** (παλαμάκι) [/I]~άλλες τέτοιες αηδίες χωρίς ιδιαίτερο νόημα εκτός του συγκεκριμένου χώρου όπως π.χ. το copy paste φιγουράτων κειμένων που υπαινίσσονται κατά κάποιο περίεργο τρόπο μεγάλα γλέντια, τί να πω...:[I](7:30 PM) Agnh-Agaph-gia-SENA: @@@@@@@ sto mic @@@@@ (7:31 PM) Agnh-Agaph-gia-SENA: (―'• .Έ.•'΄―) (―'•. Έ.•'΄―) (―'• .Έ.•'΄―) (―'• .Έ.•'΄―) (―'•. Έ.•'΄―) (―'• .Έ.•'΄―)[/I]
  • οι περισσότεροι ούτε προσέχουν τι γίνεται στο room, αλλά ξεσκίζονται στα πιμί με στόχο να βρουν παρέα για κανα σάιμπερ ή, ακόμα καλύτερα, για σεξ εκτός νετ.

Στα «δωμάτια» αυτά δεν πηδάμε στο μικρόφωνο και δεν βρίζουμε, επειδή απαγορεύεται και επειδή έτσι ρισκάρουμε μπανάνα. Είμαστε σοβαροί ακόμα και αν είμαστε από τους απέξω γιατί θα έρθει μια μέρα που θα μπουν όλοι οι κολλητοί μας να κάνουν χαβαλέ κι εμείς δεν θα μπορούμε να συμμετάσχουμε γιατί είμαστε μπαναρισμένοι. Τα ξέρατε; Είδατε τί μάθατε σήμερα;


Σ.ς. το πρόγραμμα από το οποίο προέρχονται τα μήδια κ.λπ. είναι ετούτο. Έχει κι άλλα αντίστοιχα και είναι όλα εθιστικά.

Διάλογος σε άσχετο room απ' αυτά της ανταλλαγής φιλοφρονήσεων - μπινελικίων:
(7:22 PM) DIAOLakos: malakes varethika pame na gamisoume kana opatzidiko;
(7:22 PM) aLiTiRiOs2: xese mas re pali
(7:23 PM) aLiTiRiOs
2: me tous malakides
(7:23 PM) aLiTiRiOs2: me exoune gamisei sta bounce ke den mporo na mpo pouthena
(7:24 PM) DIAOLakos: ke ti 8a kanoume tora 8a vrizomaste meta3i mas;
(7:25 PM) aLiTiRiOs
2: katse re olo ke kapio 8ima 8a mpei

opa opa (από Galadriel, 05/06/09)opa opa 2 (από Galadriel, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζει και σε «άλλο μου 'δειξες, άλλο μου 'μπηξες».

Με ξεγέλασες, με εξαπάτησες, μου την έφερες. Μου έκρυψες την πραγματική αλήθεια ή μέρος της, με παραπλάνησες, με άφησες να πιστεύω ό,τι, και τελικά τον ήπια χαλαρά επειδή σε εμπιστεύτηκα. Μου 'ταξες λαγούς με πετραχήλια και στο τέλος πήρα το μακρύτερο, που σημειωτέον δεν ήταν αυτό που ήθελα να πάρω.

Η έκφραση στην κυριολεξία της εννοείται ότι αναφέρεται σε ένα δραματικό σκηνικό σεξουαλικής φύσης ή με σεξουαλικό υπονοούμενο, σε φάση:

Το αντικείμενο, έχει δει στο διαφημιστικό φυλλάδιο (λέμε τώρα) που τού 'δειξε το υποκείμενο, μία ξεχωριστή πωσνατημπώ (υπονοούμενο για την λέξη «πούτσα» για όσους δεν κατάλαβαν), όμορφη, τροφαντή, στρουμπουλή, λαχταριστή και τέλος πάντων του γούστου του, γεγονός που του δημιούργησε προσδοκίες για τρελά γλέντια, σουπεροργασμούς και αμοιβαία διασκέδαση...

...όταν όμως ήρθε εκείνη η ευλογημένη ώρα να την φάει επιτέλους (και αφού βεβαίως το τίμημα είχε ήδη πληρωθεί ή τεσπά είχε γίνει η κατάσταση μη αναστρέψιμη), το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Η πωσνατημπώ (υπονοούμενο για την λέξη «πούτσα» για όσους δεν κατάλαβαν και πάλι, δηλαδή έλεορ), που μπήκε ήταν άλλη, πολύ κατώτερης ποιότητας από αυτή που είχε αρχικά επιδειχθεί κι έτσι το αντικείμενο, αντί για την απόλυτη ικανοποίηση που ανέμενε βάσει των δεδομένων που του είχαν παρασχεθεί, τελικά γαμήθηκε με αμμοχάλικο όπως δεν ήταν, αλλά θα έπρεπε να ήταν, αναμενόμενο.

Η φράση «άλλη μου 'δειξες, άλλη μου 'μπηξες» λέγεται συνήθως με ύφος παραίτησης, θλίψης και περισυλλογήςγια το νόημα της ζωής και όχι τόσο με μήνη, κακία ή εκδικητικότητα. Τον ήπιαμε τον τιμημένο, ναι τον ήπιαμε, έφταιγε ο άλλος, ναι έφταιγε, αλλά δεν θα αντιδράσουμε: απλά θα υποχωρήσουμε με μεγαλοπρέπεια και θα αφήσουμε το σύμπαν να αντιδράσει για πάρτη μας, ώστε να επέλθει η απαιτούμενη ισορροπία.

Εδώ που τα λέμε τώρα, σε τέτοιες περιπτώσεις, και το σύμπαν που σε καθοδήγησε να εμπιστευτείς τον μαλάκα, «άλλη σου έδειξε άλλη σου έμπηξε». Πίκρα; Νιεεε, όλα εδώ πληρώνονται, νομίζω;;

Παραδειγματάκι 1:
- Μου 'ταξε ότι όταν θα έβγαινε, θα με έκανε General Office Assistant λέει, τίτλος με αρχίδια! Και κοίτα που κατάντησα τώρα όλοι να τα ξύνουν και μένα να 'χει πιξελιάσει η μούνα μου. Τελέρε φίλε, θα πάω να του πω, ετσίπαμε; Καλά σου ρε, καλά σου, άλλη μου 'δειξες άλλη μου 'μπηξες, αλλά από το Θεό θα το 'βρεις παλιόπουστα, κάτσε τώρα να σου φτύσω στον καφέ ασταδγιάλα. Όχι, αυτό δεν θα του το πω, να πα να γαμηθεί, να τον φάει ο σταφυλόκοκκος και να μην ξέρει από πού του 'ρθε.

[σ.ς. άσχετο - αυτό το να μου φτύνει τον καφέ ο βοηθός μου, με ροχάλα τίγκα στο μικρόβιο και μετά να χορεύει πανσέληνο πάνω από τον τάφο μου, είναι προσωπικός εφιάλτης, δηλαδή νιώστε έτσι;].

Παραδειγματάκι 2:
Εδώ: ...Άλλωστε η ίδια δεν είχε διστάσει να κάνει προσωπική εκστρατεία συλλογής των ψήφων των ομοφυλοφίλων στο δεύτερο γύρο των εκλογών. Προφανώς και στη Χιλή ισχύει το «άλλο μου 'δειξες, άλλο μου 'μπηξες».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλόχερο κυριολεκτικό:

Tο χέρι που μπαίνει στον κώλο (ντρέπομαι, αλλά πώς αλλιώς να το εκφράσω). Μπορεί να σημαίνει και το απλό πιάσιμο κώλου με την καλή την έννοια, αλλά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο όρος ταυτίζεται με το «κωλοδάχτυλο», δηλαδή το δάχτυλο που μπαίνει στον κώλο (αλήθεια ντρέπομαι, αλλά παστοδιάλο).

Κωλόχερο μεταφορικό :

  • Με την μορφή χειρονομίας: Διαμαρτυρία, έντονη αντίθεση, εδώ ο όρος συμπίπτει με τον αντίστοιχο μεταφορικό του «κωλοδάχτυλου». Άμα το σηκώσεις μπροστά στην μούρη του αλλουνού ή και από απόσταση, εκφράζεις έναν σαφέστατο υπαινιγμό ότι τον έχεις για τον μπέο, πράγμα κάπως προσβλητικό αν το σκεφτεί κανείς.
  • Συνήθης χρήση ως δριμεία παρατήρηση, έντονη κατηγόρια, κατσάδιασμα, ξεχέσιμο, ρομπατσίνα. Σαν να λέμε, «βάζω κωλόχερο» θα πει, επικρίνω σε επίπεδο προσβολής, πατάω χέσιμο σε κάποιον.
  • Αθλητικά: το κωλόφαρδο χέρι που χώνει τρίποντα στο μπάσκετ από την αντίπαλη ρακέτα, που διαλέγει το σωστό αντίπαλο στην κλήρωση του champions league, που γενικώς εκφράζει φάρδος, αλλά και, ενίοτε, ικανότητες.

Σχετικό λήμμα: στον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα.

*Asist: Hank από ΔΠ* :)

Κυριολεκτικόν: Τον ανδρισμό δεν τον ορίζει ούτε αυτό που έχει το αρσενικό ανάμεσα στα σκέλια του, ούτε ο πρωκτός του, ούτε το αν θα με αφήσει να του βάλω ένα απλό κι αθώο κωλόχερο. Έχω μία φίλη, που όταν περνώντας ο άντρας της από δίπλα της του βάζει κωλόχερο, εκείνος την στραβοκοιτάζει και της λέει «τι με πέρασες μωρή; Αδερφή;»

Κατσάδιασμα #1: Τελικά το χούι δεν κόβετε, δεν φτάνει που το έκανε πέρυσι και έφαγε κωλόχερο από την Victoria, αλλά το ξαναέκανε και φέτος. Ό λόγος βέβαια γι’ αυτόν τον αλητήριο τον David Beckham. Ο οποίος τάχα μου πήγε να δει τους LA Lakers στον αγώνα με τους Portland Trailblazers, και σε κάθε ευκαιρία δεν έπαιρνε τα μάτια του πάνω από τα κοριτσάκια που κάνουν cheerleading για την ομάδα των Lakers.

Κατσάδιασμα #2: Απλά μου τη σπάει απίστευτα το στυλάκι που έχουν κάποιοι στα discussions της apple, όπου απελπισμένοι άνθρωποι που ξέρουν πολύ λίγα πράγματα από υπολογιστές, ζητούν βοήθεια και αντί για βοήθεια τρώνε κωλόχερο επειδή έκαναν post σε λάθος thread...

Διαμαρτυρία:Τώρα που το σκέφτομαι θα βόλευε πολύ καλύτερα αν μεταμορφωνόμουν σε τεράστιο κωλόχερο, ναι, ένα τεράστιο κωλόχερο που θα περπατάει στη πόλη, ένα τεράστιο κωλόχερο αφιερωμένο στην ασχήμια και τη βρωμιά της, στο μίζερο ουρανό και τους σκοτεινούς κατοίκους της, στο καταθλιπτικό παρόν και στο γκρίζο μέλλον της, στην αδιαφορία και τον σταρχιδισμό της, στη τερατοφιλία και το μαζοχισμό της.

Αθλητικό: Τί κωλόχερο είχε ρε παιδιά!!!Απ’ όπου κι αν σηκωνόταν,μέσα ήταν!!Αλλά θα μου πεις,όταν αφήνεις Σέρβο να σουτάρει ελεύθερος,τότε το “πλεκτό” θα κουνηθεί!!!!

Mes: θα μας κάψει ο θεός μ αυτα που λετε! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κόλπο», δόλιο τέχνασμα, τερτίπι, βρομοδουλειά, κατεργαριά, απατεωνιά, μπαμπεσιά, μπαγαποντιά, παπατζιλίκι, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ανέντιμη ή παράνομη δραστηριότητα για προσπορισμό κέρδους, αισχροκέρδεια, «εκμετάλλευση», νοθεία, «μαγείρεμα» με την κακή την έννοια (λογαριασμών, αποτελεσμάτων κ.λπ.), «μηχανή».

(Bαθιά ανάσα - συνεχίζουμε:).

Αναφέρεται κυρίως σε οικονομικές δραστηριότητες, παίζει όμως και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα με την μορφή του τεχνάσματος παραπλάνησης του αντιπάλου και του διαιτητή ενδεχομένως, αν είναι πολύ πετυχημένη (π.χ. πάει ο άλλος να βαρέσει το φάουλ και πηδάει πάνω από την μπαλίτσα χωρίς να την αγγίξει και σκάει από το πουθενά ο δεύτερος που το βαράει κανονικά και τους αφήνει όλους κάγκελα, γιατί δεν το περιμένανε δεν τον περιμένανε α- α, γκολ).

«Κομπιναδόρος» είναι αυτός που κάνει την κομπίνα. «e-κομπίνα» είναι η κομπίνα που γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω διαδικτύου κ.λπ. «Κομπίνα από μέσα» (το λεγόμενον inside job) είναι μια κομπίνα με συνεργασία ανθρώπων του περιβάλλοντος του θύματος.

Ο όρος «κομπινεζόν» χλωμό να έχει ετυμολογική σχέση, αλλά πάλι δεν είναι να παίρνει και όρκο κανείς (μεταγενέστερη διόρθωση: έχει, έχει σχέση, το λέει ο χάνκυ στα σχόλια, το κομπινεζόν είναι βρακί και σουτιέν μαζί και αυτό από μόνο του είναι μια κομπίνα ως συνδυασμός). Σίγουρα έχει εννοιολογική σχέση όταν το κομπινεζόν κρύβει την κοιλάρα ή το πεσμένο βυζί εντέχνως, όσο να 'ναι είναι κι αυτό μια κομπίνα, αλλά είναι θεμιτή γιατί στον πόλεμο και στον έρωτα όλα επιτρέπονται.

Ο όρος κομπίνα εμφανίζεται και στην τέχνη, εφόσον άσμα ηρωικό και πένθιμο του Γιώργου Ζαμπέτα φέρει στίχο «Ελληνας χωρίς κομπίνα, πεθαμένος από την πείνα» κι αυτό αν το καλοσκεφτεί κανείς είναι πολύ τραγικό για την φυλή μας, αφού δείχνει πόσο κομπιναδόροι είμαστε. Και καλά να είσαι εσύ αυτό που τα τρως από τους άλλους - αν είσαι αυτός που στα τρώνε έχουμε θέμα. Έχουμε θύμα. Έχουμε πίκρα.

Από σχόλιο της ιρονίκ (16/6) εδώ:
Με την έκφραση αυτή κορόιδευε ο Κλυν αυτούς που το παίζανε ακόμα λαντέρνα φτώχεια και φιλότιμο ενώ ήταν πια μεσ' στην κομπίνα και απολαμβάνανε ακριβά υλικά αγαθά και γενικά έναν τρόπο ζωής που σαφώς δεν ανήκε στα λαϊκά πρότυπα που πρέσβευε, υποτίθεται, το πασοκ.

Από το μπλογκσυσλαγκιστή:
Αν θέλουν λιγότερη αθλιότητα στο χρηματιστήριο [...] Να βάλουν επιτέλους στην φυλακή τους υπεύθυνους της μεγάλης κομπίνας. Κι άμα δεν τους χωράνε οι φυλακές να σκοτώσουν και μερικούς από αυτούς τους ξεκωλιάρηδες.

Από το e-αρχείο της εφημερίδος:
«Το κάνουμε πάντα στην προπόνηση. Είναι κομπίνα!» έλεγε μετά το παιχνίδι ο Λουτσιάνο για να δικαιολογήσει το διαιτητή, αλλά στην ουσία προκάλεσε τη νοημοσύνη μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ο μηδέν βαθμοί»: Εντελώς απαξιωτικός χαρακτηρισμός προσώπου, εκφράζει κατά κύριο λόγο τον τελευταίο, τον ζίρο, τον μπιλοζίρο, τον απόλυτο λούζερ, τον μυθικό παθέτικ.

Ιστορική φράση, που είπε ο Άκης στον Τάκη (αναλυτικά στο παράδειγμα και ακουστικά στο μήδι). Ευρύτερα και εναλλακτικά, ο μηδέν βαθμοί αναφέρεται δυνητικά στα εξής:

  1. Ο μηδέν βαθμοί στην θερμοκρασία: θερμοκρασία που παγώνει το νερό. Είναι η θερμοκρασία που ρίχνει κανείς έναν κρύο, που την τρώει κανείς και είναι κρύα. Επειδή το κρύο δεν το θέλει κανείς και επιβάλλονται τα προκαταρκτικά, πρόκειται για χάλια σεξουαλικό υπονοούμενο (το αντικείμενο πρέπει να εξετάσει το θέμα της αυτοκτονίας). Το ίδιο χάλια υπονοούμενο είναι, όταν αναφέρεται και σε κάποιον που μόλις είπε ανέκδοτο.

  2. Ο μηδέν βαθμοί στο ποδόσφαιρο: ο τελευταίος στην κατηγορία του, εννοείται ότι είναι για υποβιβασμό, αλλά όχι μόνο αυτό, το άτομο δεν έχει ούτε μια νίκη, ούτε καν μια ισοπαλία, ο εντελώς αξιοθρήνητος που δεν την παλεύει μία λέμετε.

Λίγο ευνοϊκότερος χαρακτηρισμός είναι ο «μηδέν βαθμοί εκτός έδρας», οπότε αφήνει και μια ελπίδα για τους αγώνες εντός έδρας, κάτι είναι κι αυτό για να πιαστεί ο πνιγμένος από τα μαλλιά του, τουλάχιστον το ξεφτιλίκι δεν είναι απόλυτο.

  1. Ο μηδέν βαθμοί στην Eurovision: Η Eurovision είναι η περίπτωση όπου ο βαθμός είναι συνώνυμος του πόντου (δεν ισχύει πάντα, δεν μπορείς να πεις π.χ. μου ‘φυγε ένας βαθμός από το καλσόν) και η επιδίωξη των συμμετεχόντων είναι να βουτήξουν τους douze points!!!. Ο μηδέν βαθμοί, που θα πει ο «nul points», αναφέρεται μόνο όταν συνοψίζονται τα αποτελέσματα μιας χώρας. Πίκρα.

Κατ’ εξαίρεση, ο χαρακτηρισμός μηδέν βαθμοί μπορεί να θεωρείται πλεονεκτικός σε μερικές περιπτώσεις όπως:
1. στην μυωπία (όπου όσο πιο πολλοί βαθμοί τόσο πιο μεγάλη η στραβομάρα), ή 2. στην ιππασία (όπου οι βαθμοί αφορούν ποινή, σο, όσο πιο πολλοί βαθμοί τόσο πιο πολλή η ποινή, δεν το θέλουμε αυτό, δεν το θέλουμε α-α, θέλουμε να είμαστε ο μηδέν βαθμοί).

Αντί παραδείγματος, ο διάσημος διάλογος (ακουστικό πειστήριο στο μήδι 1):

Εδώ: Εκπομπή : Τηλεόραση TV MAGIC Θύρα 7

Πρωταγωνιστές : Τάκης Τσουκαλάς - Άκης - Τηλεθεατής
Θέμα : Απόδοση Καρεμπέ Κριστιάν και η αιτία της κακής απόδοσης του...

Τηλεθεατής (Τ) : Στο πρώτο ημίχρονο, αυτό θέλω να μου απαντήσεις, ο Καρεμπέ ήταν άρχοντας στο κέντρο;
Τάκης Τσουκάλας (Τ.Σ.) : Ναι
(Τ) : Εεε;
(ΤΣ) : Ναι.
(Τ) : Στο δεύτερο ημίχρονο γιατί έπεσε ο Καρεμπέ;
(ΤΣ) : Εσύ την ξέρεις την απάντηση;
(T) : Ναι.
(ΤΣ) : Για πες την.
(Τ) : Γιατί έβαλε τον Τζοβάννι μέσα.
(ΤΣ) : Α και δεν τα πάνε καλά ε;
(Τ) : Δεν ξέρω, μήπως έχουν κόντρα;
(ΤΣ) : Ναι έχουν κόντρα...
(Τ) : Άντε γεια!
(ΤΣ) :Ρε ... καραγκιοζάκο...
Άκης (Α) : Τι είπε;
(ΤΣ) : Μαλακία είπε... ρε καραγκιόζη...
(Α) : Ρε συ άστο ρε Τάκη, άστο μην βρίζεις ρε...
(ΤΣ) : Τι να μην βρίζω μωρέ τον καραγκιόζη άκουσες τι μαλακία είπε τώρα!
(Α) : Άστο μην βρίζεις.
(ΤΣ) : Ρε Άκη άκουσες τι είπε τώρα;
(Α) : Αν ξαναβρίσεις δεν ξανάρχομαι στον λόγο μου τώρα μην βρίζεις τον κάθε γελοίο.
(ΤΣ) : Βρε καραγκιόζης είναι...
(Α) : Μα είναι μόνος του είναι ανάγκη να τόνε βρίσεις εσύ μωρέ τώρα. Μάγκα τόνε κάνεις. Μιλάμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος πρέπει να είναι πάνω από σαράντα χρονών και πήρε τηλέφωνο ποιος; Ο μηδέν βαθμοί πρέπει να είναι. Τι να σου πει ρε Τάκη τώρα. Σε κουρδίζει ο κάθε καραγκιόζης.
(ΤΣ) : Τι να κουρδίσει μωρέ ο μαλάκας τώρα.
(Α): Έλα μην βρίζεις ρε Τάκη σου λέω τώρα μην την κάνουμε την εκπομπή τώρα σου λέω μην βρίζεις στον λόγο μου τώρα.
(ΤΣ): Ρε να σου πω κάτι εε μάγκες εγώ επειδή τώρα είμαι και αλλού γιατί έχω ξεφύγει τώρα όχι ξέρετε από τα σημερινά δεν ξανάρχομαι για να έρθει ο καραγκιόζης εδώ να την κάνει αυτός... εντάξει... άντε παλιομαλάκα... Γιατί είχε κόντρα...

Μη βρίζεις ρε Τάκη! (από Galadriel, 19/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλητική προσφώνηση, σαν να λέμε στα ελληνικά «τρόπος για να φωνάζεις κάποιον», τονιζόμενη όταν απευθύνεσαι:
  • Σε κάτι που ζυγίζει 1000 κιλά (ποσότητα του ενός τόνου), δυνητικά και έναν χοντρό άθρωπα. Π1.
  • Σε ένα ψάρι τόνο. Π2.
  • Σε έναν τόνοαπ' αυτούς που μπαίνουν στις λέξεις πάνω από φωνήεντα για να δείξουν ποια είναι η συλλαβή με την έμφαση. Π3.

    1. Αντωνυμία («τον») με αύξηση («-ε») ως γλωσσικός ιδιωματισμός (τον χάνει - τονε χάνει, ρώτησέ τον - ρώτησέ τονε). Σε αυτή την μορφή συναντάται συχνά:
  • Σε λαϊκές ρήσεις. Π4, 5.

  • Σε μαντινάδες κι άλλες στιχουργικές μορφές και άσματα. Π6.
  • Σε λογοτεχνικούς ιδιωματισμούς που απαγγέλλονται στα γήπεδα, αλλά ασφαλώς έχουν προεκτάσεις και στην καθομιλουμένη (μπινελίκι). Π7, 8.

Π1 - χοντρή:
Χοντρή από απέναντι αναφωνεί: Γιατί παρκάρετε παράνομα σκατόπαιδα, θα φωνάξω την αστυνομία!
Σκατόπαιδα: Ου ρε τόνε!!! Θα μας κλάσεις τα παπάρια θειά!!!

Π2 - ψάρι: Ψαράς κυνηγάει τόνους στο πέλαγο και αναφωνεί (στα ψαρίσια): - Έμπα στην κοιλίτσα μου καλέ μου τόνε.

Π3 - τόνος γραφής: Μες, κατά το μοντάρισμα, κρατάει το κεφάλι της απελπισμένη και αναφωνεί: - Αχ βρε τόνε, τόνε σε ποιο «πώς» είπε η iron να σε βάλω, στο ερωτηματικό ή στο αναφορικό, φακ!

Π4 - λαϊκή ρήση: «Καλώς τονε κι ας άργησε».

Π5 - λαϊκή ρήση: «άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω».

Π6 - άσμα: Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντικουλέ, από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στο ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφ' τονε.

Π7 - μπινελίκι: «Θα τονε γαμήσω τον γαμιολόπουστα».

Π8 - γήπεδο: «Μην τον βρίζεις μωρέ, αφήνεις και σε μπριζώνει ο κάθε καραγκιόζης, μην του απαντάς ρε Τάκη, άσ' τον, μάγκα τονε κάνεις, δεν το καταλαβαίνεις;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και «ντάλε κουάλε». Από το λατινικό talis qualis, που στο σύγχρονο ιταλικό παίζει σε tale quale (που θα πει «αυτός ο οποίος»).

Άκλιτος επιθετικός προσδιορισμός, για πρόσωπα ή καταστάσεις, που θα πει:

  • ίδιος, μέχρι ακριβώς ίδιος, μέχρι και ολόιδιος (Παρ. 1),
  • παρόμοιος, μέχρι όμοιος, μέχρι και πανομοιότυπος (Παρ. 2),
  • «φτυστός», μέχρι εντελώς φτυστός, με ροχάλα και απ' όλα, σε περιπτώσεις που η ομοιότητα είναι για κακό (Παρ. 3).

    Εννοείται ότι οι τρεις τελίτσες παραπάνω είναι τάλε κουάλε ως ορισμοί, με την έννοια της δεύτερης τελίτσας.

Για να εξασφαλίσω την πληρότητα του παρόντος ορισμού, θα μοιραστώ μαζί σας την γνώση που για άλλη μια φορά μου προσέφερε απλόχερα το γούγλε:

Παίζει και σχετικό της οικονομικής τέχνης, αλλά το βρήκα μόνο στο ξενικό tale quale: «στην αγορά συναλλάγματος, είναι η συνολική τιμή που περιλαμβάνει όλα τα κόστη και στην οποία δεν μπορεί να προστεθεί ο,τιδήποτε επιπλέον» (ανατριχιάσατεhuh; - δεν το 'χω το οικονομικό, δεν το 'χω α-α, σο, αν ξεύρετε παράκληση συνεισφέρετε στα σχόλια).

  1. - Τασία μου τι σύμπτωση! (ματς μουτς) Χρόνια έχω να σε δω! Πώς χαθήκαμε! Πω πω… και τι χαριτωμένο μωράκι! Κοίτα κάτι μάτια γαλανά! Σε ποιον μοιάζει από τους δύο να σας δω, να σας δω… Α, τάλε κουάλε ο μπαμπάς του είναι με αυτές τις ματάρες κι αυτές τις χειλάρες… Φτου, φτου, σκόρδα!!

- Τι γίνεσαι βρε Βούλα, πράγματι, κοίτα σύμπτωση… δεν είναι δικό μας το παιδί, της αδερφής μου είναι και το βγάλαμε βόλτα.

(Συμπέρασμα: η Βούλα γουστάρει τον άντρα της Τασίας, σο, για να χώσει το υπονοούμενο, θα τον έβγαζε ολόιδιο με ένα δέντρο – κάποιος πρέπει να πει στην Τασία να τον πάρει και να φύγει ΤΩΡΑ).

  1. (Συζήτηση για εκκλησούλα από εδώ)

-Το τέμπλο με την ευκαιρία είναι τάλε κουάλε στο στύλε του Άη Γιαννάκη μας με τις απλές στρουφολιδωτές κολονέτες. 18ος ή 19ος; Τι λες;

(Συμπέρασμα: Τα δυο κλησάκια έχουν παρόμοια τέμπλα.)

  1. -…και τι μέρος του λόγου είναι αυτός ο καινούριος της Τζίνας, έμαθες;

- Βρε παιδί μου τον γνώρισα, τι να πω πια γι’ αυτή την κοπέλα…

- Για πε ντε!

- Ε, μου φάνηκε τάλε κουάλε (σ.ς. χχχκ φτου) με τον προηγούμενο παπάρα της, τι σκατά τον μαλακομαγνήτη έχει...

(Συμπέρασμα: οι γκόμενοι της Τζίνας είναι κατά συρροή φτυστοί και για φτύσιμο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιδρώ.

Για άλογα, γαϊδούρια και λοιπά τροχοφόρα - τσινάω: σταματάω απότομα, αρνούμαι να προχωρήσω, κωλώνω.

Μεταφορικώς - τσινάω: δυστροπώ, αρνούμαι να αποδεχτώ κάτι, αντιδρώ στην ιδέα.

Τσινάει ο γάιδαρος.
Τσινάει η νύφη.
Τσινάει το αυτοκίνητο.
Τσινάει ο παίκτης - μεταγραφή πριν υπογράψει το τελικό συμβόλαιο.
Τσινάει η πουτανίτσα.

(Σ.ς. όπως ωραιότατα αναφέρει ο Vrastaman, η λέξη λέει ετυμολογείται εκ του τινάσσω, που πα να πει, δεν μ' αρέσει αυτό που βλέπω, αυτό που ακούω, αυτό που συμβαίνει, σο αντιδρώ τινασσόμενος, τινάζω τα πόδια μου αν έχω, γενικώς τινάζομαι ενοχλημένος ένα πράμα. Εύγε μπρο που το ήβρες, σου χρωστάω αστέρια).

  1. Προς Ομπάμα: Καλή γαϊδουρινή ηγεμονία, μη μας ξεχνάτε. Δεχτείτε έναν γάιδαρο Ακαρνανίας δώρον φιλίας. Είναι προστατευόμενο είδος [...] Προσέξτε: ο γάιδαρος τσινάει.

  2. Ρε συ Γιώργο τι 235 και 240 μας λές;
    μήπως είσαι έτοιμος για απογείωση και το αμάξι τσινάει σε τόσα χιλιόμετρα; πάντως τσαμπουκά θέλει στην αδιαφορία των αντιπροσωπιών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified