Πάθηση σχετική με την συμπεριφορά ή / και το ήθος τσόγλανου.
Ιατρικώς κατηγοριοποιείται ως οξεία ή καλπάζουσα.
Συνήθως διαγιγνώσκεται με συνοδά φαινόμενα κωλοπαιδισμού.

Η παρούσα επισήμανση ας θεωρηθεί πάσα προς κάθε ενδιαφερόμενο να ανεβάσει το σχετικό λήμμα.

Ο λημματογράφος δεν είναι σε ψυχολογική κατάσταση να ασχοληθεί και με κωλόπαιδα. Οι τσόγλανοι του είναι υπεραρκετοί.

«Σταμάτα ρε τσογλάνι !», του ξανάπα κι ο Μήτσος σταμάτησε, αλλά όχι εντελώς, έβλεπα στο ύφος του την ανυπομονησία του, ή θ ε λ ε να κατέβω ο Μήτσος, ο Μήτσος ο π α τ ρ ι ώ τ η ς, χάρηκε που επιτέλους δεν άντεξα την τ σ ο γ λ α ν ί α σ ή του και πήδηξα κάτω, κλείνοντάς του την πόρτα στα μούτρα [...]

(Γιώργου Σκούρτη «Ο Μήτσος απ' τ' Αγρίνιο», από το βιβλίο «Αυτά κι άλλα πολλά»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλητοχασικλορεμπετολαχανοψαραγοράδικη ρετροσλάνγκ που σημαίνει τον πληροφοριοδότη των Σωμάτων Ασφαλείας. Η έκφραση ήταν σε χρήση τουλάχιστον μέχρι το 1967, μετά μάλλον την έφαγε η μαρμάγκα γιατί ούτε γουγλίζεται, ούτε ακούγεται, ούτε την έχω απαντήξει πουθενά εκτός από το παράδειγμα που παραθέτω.

Εδεπά μέσα την έχει χρησιμοποιήσει σε σχόλιά του, όχι άπαξ αλλά δίπαξ αυτός εδώ ο χρήστης ο οποίος προφ βαρέθηκε να ανεβάσει το σχετικό λήμμα ο ανεπρόκοπος.

Αυτή η ραστώνη διαβρωσκ... διαβριβρ... (φτου γμτ) αδιαβροχ... εεε διαπροβοσκιδ....τέλος πάντων απαυτώνει τα θεμέλια του Έθνους έχω να πω εγώ...

Ο Μάθεσης εξακολουθούσε να με κοιτάει καχύποπτα και σε λίγο με ρώτησε ευθέως: μπά κι είσαι κουκουβίνος ; (δηλαδή, μήπως είσαι χαφιές;). Πάτησα τα γέλια και αμέσως ο Μάθεσης μου πρότεινε να πιούμε κάνα ουζάκι.

Η. Πετρόπουλος, περιγράφοντας την γνωριμία του με τον Νίκο Μάθεση ή Τρελάκια, εν έτει 1967 (μάλλον), στο ψαράδικο του τελευταίου. Από το «Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», εκδ. Νεφέλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο, χέβυ ντιούτυ μπινελίκι για μισητούς νεκρούς. Μονοθεϊστικής προέλευσης, εφόσον ξεκάθαρα συνδέεται με διαόλους, τριβόλους, τα καζάνια της κόλασης, θειάφια, σκατόλακκους, φωτιές, κολασμένες λυσσάρες καλόγριες και ταλιμπάν. Υποψιάζομαι ότι το χρησιμοποιούν τύποι δυσκοίλιοι, στερούμενοι άλλων μέσων έκφρασης της απέχθειάς τους προς τον μεταστάντα.

Λέγω (αλλά ποιος μ' ακούει), ότι και αυτή η έκφραση μάλλον εμπίπτει στην κατηγορία των μη χρησιμοποιούμενων πλέον στον προφορικό λόγο, που ωστόσο επιζούν στον γραπτό τοιούτο, και δη τον ιντερνετικό.

Να σας εξομολογηθώ τέλος ότι έφερνα και πίπουλα για να διακοσμήσω το λήμμα, αλλά τα πήρε ο αέρας τα γαμημένα. Ο ίδιος που σκόρπισε και καναδυό επιπλέον λογοτεχνικά παραδείγματα που (νόμιζα ότι) είχα να σας παραθέσω, από Καζαντζάκη μεριά μου φαίνεται. Οπότε θα βολευτείτε με τα βρισκούμενα, και μην πυροβολείτε τον πιανίστα παρακαλώ.

  1. [...] ΤΙΣ ΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΒΑΛΕ Ο ΠΙΣΣΟΚΟΚΚΑΛΟΣ ΠΟΛΩΝΟΕΒΡΑΙΟΣ [...]

Ιντερνετική επάλειψη / στεγανοποίηση οστών τεθνεώτος Βαλκάνιου σοσιαλιστή ηγέτη, περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος.

  1. Ο Παπαδογιάννης κατώρθωσε να καταβάλη τον Μουσταφάν και, αφού του έδωκε της χρονιάς του, του είπε:
    - Μπουρμά! Επεράσαν κείνα πού κάτεχες. Επέρασ’ ο καιρός που μαχαίρωνε ο κύρης σου ο πισσοκόκκαλος για το σημαντήρι. Εδά κτυπά καμπάνα και γλήγορα θα την ακούσης και στ’ αυτί σου κοντά!

Ι. Κονδυλάκης «Η καμπάνα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.

  1. Η σιγανομουρμουριστή ψαλμουδιά, π' αρχίνησε ο παπάς τράβηξε σαν κλώσσα πίσω της το πλήθος και καθώς κατηφόριζαν ακούστηκε η στριγγιά φωνή της Καλλιρώς:
    - Στ' ανάθεμα και στην πισόβραση, κολασμένε!

Στρ. Αναστασέλλη «Το μοσακό», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

  1. Πίσσα στα κόκκαλά του, που έλεγαν κάποτε.

Πισσοκόκκαλης (από σφυρίζων, 29/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πέοντος, ή τσουτσουνίου, ή ματζαφλαρίου, ή μπαργαλάτσου, ή, ή, ή... (αυτά τα πολλά παρατσούκλια μάλλον σε σεσημασμένο απατεώνα μου φέρνουν).

Τεσπα, αυτό είναι: Το καυλί, το οποίο (ενίοτε) αίρεται στο ύψος των περιστάσεων. Μη ζητάτε πολλά πολλά, έτσι κι αλλιώς το λήμμα για τον πούτσο είναι...

Ο Γιαννούκος του Γιαννάκη. Ιντερνετική ιστορία ΓΤΠ με θλιβερό τέλος.

Πιό πολύ ξεκαρδίζομαι με τις άθλιες ονομασίες που δίνονται σε ταινίες εδώ πέρα...
Και το πλέον ΓΑΜΑΤΟ: όταν σε καθαρά αμερικάνικες εκφράσεις πετάν ξεκάρφωτα ελληνικά στοιχεία!!! Να λένε π.χ. ελληνικές παροιμίες, να αναφέρονται στον...Καραγκιόζη, την μαλαπέρδα να την λένε Γιαννούκο και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Εκεί

Το μέγεθος του «γιαννούκου» σε απασχολεί από τα μικράτα σου! Από τις πρώτες...επαφές, τις πρώτες συζητήσεις με την παλιοπαρέα, ένα ήταν το θέμα: πόσο την έχεις; στο βρακί.

Πάει να βάλει την καπότα κατευθείαν στον γιαννούκο μου, παθαίνω ένα ελαφρύ σοκ, ούτε καν προσπάθεια να τον σηκώσει ούτε χαδάκια ούτε τπτ...
(Από γνωστό μπουρδελοσάιτ).

Monty Python - 00:18 "So three cheers for your Willy or John Thomas" (από Cunning Linguist, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν ξέρω αν έχει θέση εδώ μέσα, αλλά ας δούμε εν τάχει (ποιος τα 'χει; ) το σημασιολογικό φορτίο της λημματογραφούμενης προσφώνησης.

Όταν αυτή απευθύνεται σε γυναίκα, η ατμόσφαιρα ελαφραίνει αξιοσημείωτα με την χρήση του αρσενικού μωρέ, με όλον τον αέρα χαλαρής οικειότητας που αυτό φέρει. Αντιθέτως, η χρήση του θηλυκού τύπου μωρή είναι αρνητικά φορτισμένη, ακόμα και στην περίπτωση προφανέστατα φιλικής διάθεσης από την πλευρά του ατόμου του εκφέροντος τη λέξη, η οποία αποκτά μια νυάνς πατερναλιστικής ειρωνείας στην καλύτερη περίπτωση. Την περίπτωση που ο αποδέκτης του «μωρή» είναι άντρας, δεν την συζητάμε καν.

Στον καθεστωτικό λόγο, ένα αντίστοιχο θα ήταν το διαφορετικό ηθικό πρόσημο των εκφράσεων «δημόσιος άνδρας» και «δημόσια γυναίκα».

Τώρα, να πούμε για την έως και θυελλώδη συνύπαρξη του καθώς πρέπει, του καθημερινού και του αργκοτικού λόγου; Μπα, θα ξημερωθούμε... Θέμα ώσμωσης είναι όλα. Να δω μόνο τον Πρετεντέρη στο γυαλί να κατεβάζει πουστοπουτανιλίκια και χριστοκάντηλα και να πεθάνω ρε μάστορα...

Αυτά, και γλαύκα ες Αθήνας. Στην τελική, άμα το λήμμα δεν είναι σλανγκ, ας πάρει την τσαπού, και τι έγινε μωρέ...

Νταξ μωρέ, ελπίζω να καταλαβαινόμαστε, μη ζητάτε παράδειγμα και μην αρχίσετε τώρα τα «μη λουφάρεις μωρή κουφάλα» και τέτοια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(...καλά, πώς σας ξέφυγε αυτό; Ρε σεις, με φέρνετε σε δύσκολη θέση. Αφού ξέρετε ότι χυδαιότητες έγραφα μόνο κατά την πρώιμη, ανώριμη φάση μου. Θα το ξαναπώ: πού έχω μπλέξει ρε πούστη μου...).

Τεσπα, κάνε πάσα το ποτήριον τούτο να τελειώνουμε: γαμόφατσα είναι ποικίλων αποχρώσεων περιγραφικός όρος που αφορά είτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου κάποιου ατόμου, είτε πτυχές του χαρακτήρα του.

Για να πω την αμαρτία μου, προσώπικλυ το έχω ακούσει και χρησιμοποιήσει μόνο ως όρο που περιγράφει ανθυγιεινές φάτσες με ύποπτες διασυνδέσεις, του είδους «αυτός το πρωί θέλει τρεις αργιλέδες για ν' ανοίξει τα μάτια του». Μιλάμε δηλαδή για σκατόφατσες περπατημένες, χαρακωμένες από την πείρα, αδρές και αργασμένες, με μια προλεταριακή γαρνιτούρα στην υποκοσμιακή μπριζόλα τους άμα λάχει, με βαριά αρσενικά χαρακτηριστικά, μούτρα «στην πέτρα πελεκημένα», αν μού επιτρέπεται η χυδαία λεκτική παρεκτροπή.

Πώς να σού το πω να καταλάβεις, που λέει κι ο Βασίλης ο Νικολαΐδης στο τραγούδι που περιγράφει τις ερωτικές περιπέτειες μιας Βορειοελλαδίτικης γαμόφατσας, άμα ήτουνε πεζοναύτης θα είχε εκείνο το «the thousand yards stare» που μνημονεύει ο Kubrick στο Full Metal Jacket.

Από την άλλη, γαμόφατσα μπορεί να χαρακτηριστεί κι ένας πιτσιρικάς στην προεφηβεία, ένα αντράκι με όμορφο πρόσωπο και αυθεντική, de profundis μαγκιά, μόνο που εδώ ο όρος δεν περιέχει τον παραμικρό παιδεραστικό υπαινιγμό. Μιλάμε δηλαδή για ένα παιδί που, αν ήσουνα στην ηλικία του, θα έδινες τα πάντα για να είσαι στην παρέα του, κάτι σαν τον Τζάκι Κούγκαν του Τσαρλιτσαπλίνειου «Αλητάκου». Παρεμπίπταμπλjυ, άμα πατήσετε εδώ θα διαπιστώσετε ότι ο Κούγκαν μεγαλώνοντας εξελίχθηκε σε ενήλικη γαμόφατσα.

Τώρα, το νέτι μας δίνει κι άλλες αποχρώσεις της λέξης, που αφορούν είτε φλώρους, είτε γυναίκες. Το επ' εμοί, δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ τη λέξη για να χαρακτηρίσω άτομα προερχόμενα από αυτές τις ομάδες πληθυσμού, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία.

Προσωπική μου εντύπωση από τα διαδικτυακά μου ευρήματα είναι ότι, παρά το α' συνθετικό (γαμο-) της λέξης, υπάρχει η τάση να περιγράφονται με αυτόν τον όρο άτομα των οποίων η όψη και (κυρίως) το ήθος που αποπνέουν παραπέμπει περισσότερο σε αφόδευση παρά σε σεξουαλική πράξη. Παρά ταύτα, καλός μου φίλος (ψιλοθηριώδης και γαμόφατσα άλλωστε), βλέποντας τις προάλλες γνωστή, ευειδή τηλεπαρουσιάστρια καρα-καθεστωτικού κωλοκάναλου την ενημέρωσε, τείνοντας τον δείκτη του στην οθόνη: εσένα, όταν έρθει η Επανάσταση, πριν σε σκοτώσω θα σε γαμήσω (και πάλι καλά δηλαδή που τα είπε με αυτή τη σειρά, έτσι μπαρουτιασμένος που ήτουνε...).

Πράγμα που μας πηγαίνει στην παμπάλαια ιστορία της κυριαρχίας μέσω του σεξουαλικού καταναγκασμού. Οπότε ο όρος γαμόφατσα έχει την έννοια του γαμημένου, του περιφρονητέου, απωθητικού, μισητού προσώπου που επιθυμούμε να ταπεινώσουμε μέσω μιας μη συναινετικής σεξουαλικής συνεύρεσης (για να μην αναφερθούμε στις ρατσιστικές / σεξιστικές παραμέτρους του θέματος). Αλλά εδώ αρχίζει να ξεχειλώνει το πράμα...

...οπότε ας το κλείσω ανώδυνα, αναφέροντας την γενικώς υβριστική απόχρωση της λέξης, από την οποία δεν γλυτώνουν ούτε τα συμπαθή και χρήσιμα ιντερνετικά smilies (προ-προτελευταίο παράδειγμα).

  1. Τον φούστη την ίδια γαμόφατσα έχει από το 2005....δεν άλλαξε καθόλου....

  2. ΣΙΓΟΥΡΑ ΕΧΕΙΣ ΓΑΜΟΦΑΤΣΑ ΓΥΦΤΟΑΛΒΑΝΕ

  3. Άκουσα χτες και τον κοντό μεγαλοδικηγόρο που ισχυρίζεται ότι τον τακούνιασε η πρώην γκόμενά του [...] τού κάνανε μιά πολύ σοβαρή πλαστική εγχείριση για να τον φέρουν στα ίσα του [...] Γειά σου ρε μεγάλε [...] τελευταία λέξη της μικροχειρουργικής πλαστικής που ξανάφερε στα σκατά την άθλια γαμόφατσά σου [...]

  4. Ti koitas etsi mori saura...Adeia kikloforias gia tin gamofatsa sou exeis vgalei ;;;

  5. [...] με ένα καλό γαμήσι ίσως να ισιώσει και να στρώσει λίγο η γαμόφατσά της [...]

  6. ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΣΗΚΩΜΑ ΣΤΗ ΓΑΜΟΦΑΤΣΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΝΑ ΕΧΗ...ΜΟΥΣΙ

  7. ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΡΙΞΩ ΜΠΟΥΝΙΑ ΣΤΗ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΟ ΤΗΣ!!!!!!!!ma me to poy anoigo thn tv vlepo thn gamofatsa tis xinis !

  8. η γαμόφατσα που βγάζει τη γλωσσα της (:Ρ) είναι γιά όταν κάνεις πλάκα. δεν είναι ίδια με την τελεία. μην την βάζετε παντού!!!!@

(Όλα από το νέτι).

Ο εξαίρετος κύριος Jean-Marie Bigard είναι θετικού ηθικού προσήμου αντρίστικη γαμόφατσα (με την έννοια της τρίτης παραγράφου) στο Le missionaire· πολύ γέλιο, ειρήσθω εν παρόδω.

Για γαμιολοκαριολοκαυλομουνοπουτανοσκυλοτσιμπουκόφατσες οι τυχόν ενδιαφερόμενοι λημματογράφοι ας ξεψαρίσουν το δίχτυ. Εγώ μιά φορά το καθήκον μου το έκανα και τη συνείδησή μου την έχω ήσυχη.

Δες ακόμη: γαμο-, -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυστήριο καβλιτζέκι που ρυθμίζει την σωστή λειτουργία των φλας και του αλάρμ των τουτουνίων. Κατά τα θρυλούμενα, λέγεται έτσι λόγω του βαρελόσχημου καλύμματός του, αν και, όταν μου παρουσίασε ο μάστορας το χαλασμένο του δικού μου οχημάτου, αναρωτήθηκα ποιος καραμαλάκας φτιάχνει κυβόσχημα βαρέλια. Τεσπα, έφυγα απ' το μαγαζί να πα να γουγλίσω για βαρέλια με τα φλας διορθωμένα και κατά 25 ευρόνια ελαφρότερος...

(Απ' όσα είδα, η λέξη χρησιμοποιείται για τουλάστιχον ένα ακόμα τουτουνοεξάρτημα, αλλά δεν τόχω με το συγκεκριμένο θέμα...]

  1. Παίδες τον τελευταίο καιρό όταν άναβα φλας ή τα αλάρμ δεν ακουγόταν το «τικ-τακ» ορισμένες φορές [...]

ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΤΟ ΤΙΚ-ΤΑΚ ΠΟΥ ΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΡΕΛΑΚΙ (ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΗ ΤΟΥ ΟΡΟΛΟΓΙΑ) ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΦΛΑΣ ΝΑ ΑΝΑΒΟΣΒΗΝΟΥΝ [...]

  1. Το βαρελάκι είναι (ήταν) το ρελέ των φλας και δούλευε με διμεταλλικό έλασμα. Λεγόταν έτσι γιατί το κάλυμά του είχε σχήμα βαρελιού...

(Από το νέτι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτί ονομάζουν οι εμπλεκόμενοι στις μεταφορές το εμπορευματοκιβώτιο ή κοντέινερ. Το κουτί των 20 ποδών αποκαλείται «εικοσάρι» και, χαϊδευτικά, «εικοσαράκι» (τώρα, τι βίτσιο είναι αυτό να χαϊδεύεις λαμαρίνες και να αφήνεις στην πείνα τα κουτιά του ορισμού υπ' αριθμόν 1, τι να σας πω...). Το μεγάλο κοντέινερ των 40 ποδών ουδεπώποτε αποκαλείται «σαρανταράκι», λίγο σεβασμό μάστορα, ας είμαστε σοβαροί...

Η καταχώριση γίνεται πρώτον επειδή διαπίστωσα ότι στα παραδείγματα αυτουνού εδώ του καταπληκτικού, θαυμάσιου, ανυπέρβλητου ορισμού Μου είχα αφήσει τη σχετική ορολογία χωρίς επεξηγήσεις, και δεύτερον επειδή εσχάτως εντόπισα μιά διμοιρία ψείρες να κόβει βόλτες στα γένια Μου. Μετά από αυτήν εδώ την ισχυρή δόση ευλογίας είμαι βέβαιος ότι το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο δεν θα επαναληφθεί.

Ντριν ! Ντρίν ! Ντρίιιιν !
- Αυνανιάδης ΑΒΕΕ, λέγετε παρακαλώ.
- Ναι γειά σας, από Μεταφορές Καταστρόφεν Εξπρές σας παίρνω, σε μισή ώρα θα είναι εκεί το κουτί το σαραντάρι που είναι να σας φέρουμε σήμερα.
- Μα τι λέτε κύριε, για σήμερα ήταν το εικοσαράκι. Αφού σας εξήγησα ότι δεν έχω χώρο για το σαραντάρι σήμερα.
- Ναι, αλλά τώρα σας το έστειλα και είναι στον δρόμο, τι να κάνω ;
- Να το καλέσετε πίσω και να το βάλετε στον (....μπιπ-μπιπ-μπιπ) τι έγινε ρε πούστη μου, έπεσε η γραμμή γαμώ την τηλεφωνία σας μέσα καριόληδες.....

αυτό; (από PUNKELISD, 19/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή που χρησιμοποιείται επί της κλίνης από γυμνή, υγρή, πρόθυμη και υπομονετική γυναίκα προς εραστή που αντιμετωπίζει προβλήματα με τον υδραυλικό ανυψωτικό μηχανισμό. Πρόκειται για φιλότιμη, ερασιτεχνική προσπάθεια ανίχνευσης / θεραπείας της στυτικής δυσλειτουργίας μέσω συζήτησης, με την ελπίδα ότι «άμα με εμπιστευτεί, χαλαρώσει και βγάλει τα σώψυχά του μπορεί και να του κάνει κούκου». Πριν τη διαπίστωση του προβλήματος έχει συνήθως χρησιμοποιηθεί η αντιθέτου νοήματος φράση «σταμάτα να μιλάς και φίλα με».

- Έλα μωρό μου, άσε το βυζί μου ήσυχο. Δε γίνεται δουλειά έτσι. Σταμάτα να φιλάς και μίλα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.

Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.

Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.

  1. Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ

  2. Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ

  3. Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified