Πολύ καλό πράμα, τεφαρίκι. Πιθανόν από το τουρκικό bereket.
- Θα σου γράψω μια συλλογή mp3, μπερκέτι!
Πολύ καλό πράμα, τεφαρίκι. Πιθανόν από το τουρκικό bereket.
- Θα σου γράψω μια συλλογή mp3, μπερκέτι!
Βλ. και σχετικά λήμματα μπέργκετ, μπεργκέτης
Got a better definition? Add it!
Το μουνόπανο, αυτός που δεν ξηγιέται σωστά. Συνήθως ο χαφιές, ο απατεώνας.
- Δώσε μου πίσω τα λεφτά μου ρε αρχίδι!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που ξέρει ή κάνει ότι ξέρει σωστά Ελληνικά.
- Στο «μυστικό», το «μυ-» πώς γράφεται;
- Με ύψιλον.
- Μπαμπινιώτη μου εσύ!
Got a better definition? Add it!
Σημείο του γραπτού λόγου που σημαίνει στ' αρχίδια μου ή να!.
Η προέλευση είναι οτι οι γραμμούλες συμβολίζουν τα χέρια ενώ κάνουν αυτή τη χειρονομία.
-Δεν έχω κέφια σήμερα.
-\ /
Got a better definition? Add it!
κλάνω / κλασμένος: Αγνοώ κάτι, δεν δίνω σημασία.
Κλασμένος είναι αυτός που τον αγνοούν όλοι, που δεν τον υπολογίζουν. Συνώνυμο του χεσμένος.
- Ρε παιδιά, μιλάω, μη με κλάνετε...
- Της στέλνω αναπάντητες κάθε τόσο αλλά αυτή τίποτα. Κλασμένο με έχει.
Got a better definition? Add it!
Στο κινητό, κάνουμε αναπάντητες κλήσεις, αφήνουμε να χτυπήσει μια φορά και κλείνουμε πριν το σηκώσει ο άλλος.
Αυτό γίνεται είναι για να μας γνωρίσει απο τον αριθμό και να καταλάβει ότι τον σκεφτόμαστε εκείνη τη στιγμή, ή για να δούμε τι κάνει, χωρίς να χαλάσουμε μονάδες. Η ευγένεια λέει ότι και ο άλλος πρέπει να απαντήσει, κάνοντας μια άλλη αναπάντητη σε μας.
Μάλλον με γουστάρει η τέτοια. Όλο αναπάντητες από το πρωί.
Got a better definition? Add it!
Ή γυναικοδιώχτης... είναι ο άνθρωπος που είναι αποκρουστικός, ή εντελώς αδιάφορος για τις γυναίκες. Επίσης είναι κάτι αφηρημένο, μια ιδιότητα που έχει κάποιος.
- Όχι ρε, μην πάρεις τηλέφωνο τον Πάνο. Είναι γκομενοδιώχτης. Δεν θα μας πλησιάσει καμία όλο το βράδυ!
- Δεν καταλαβαίνω γιατί όλες με αγνοούν... Τον γκομενοδιώχτη έχω πια;
Got a better definition? Add it!
Ενθουσιώδης χαρακτηρισμός αντικειμένων που είναι πολύ σούπερ, πολύ ιν, συναρπαστικά. Ενίοτε και σούπερ-ουάου.
Καλά το είδες το πουκαμισάκι που πήρα; Σούπερ-ουάου, έτσι;;
Got a better definition? Add it!
Αδιαφορία, περιφρόνηση, έχω κάποιον του πεταματού.
- Καλά, στα έλεγα εγώ οτι σε κερατώνει, αλλά εμένα ό,τι και να πω με έχετε στο κλάσιμο... Φάτα τώρα!
- Μωρή, σου είπα ξεκόλλα απο τον Βασίλη, σε έχει στο κλάσιμο!
Βλ. και ζαρτ
Got a better definition? Add it!
Αφήνω κλανιά.
Για τα ζώα μπορεί να σημαίνει κάτουρο, κουτσουλιά κλπ.
Τι μυρίζει έτσι; Ποιος την αμόλησε;
Ρε δε σού 'πα να προσέχεις τον σκύλο; Την αμόλησε στο χαλί!
Got a better definition? Add it!