Αφήνω κλανιά.

Για τα ζώα μπορεί να σημαίνει κάτουρο, κουτσουλιά κλπ.

Τι μυρίζει έτσι; Ποιος την αμόλησε;

Ρε δε σού 'πα να προσέχεις τον σκύλο; Την αμόλησε στο χαλί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιαφορία, περιφρόνηση, έχω κάποιον του πεταματού.

  1. - Καλά, στα έλεγα εγώ οτι σε κερατώνει, αλλά εμένα ό,τι και να πω με έχετε στο κλάσιμο... Φάτα τώρα!

  2. - Μωρή, σου είπα ξεκόλλα απο τον Βασίλη, σε έχει στο κλάσιμο!

(από Khan, 14/03/11)

Βλ. και ζαρτ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενθουσιώδης χαρακτηρισμός αντικειμένων που είναι πολύ σούπερ, πολύ ιν, συναρπαστικά. Ενίοτε και σούπερ-ουάου.

Καλά το είδες το πουκαμισάκι που πήρα; Σούπερ-ουάου, έτσι;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή γυναικοδιώχτης... είναι ο άνθρωπος που είναι αποκρουστικός, ή εντελώς αδιάφορος για τις γυναίκες. Επίσης είναι κάτι αφηρημένο, μια ιδιότητα που έχει κάποιος.

  1. - Όχι ρε, μην πάρεις τηλέφωνο τον Πάνο. Είναι γκομενοδιώχτης. Δεν θα μας πλησιάσει καμία όλο το βράδυ!

  2. - Δεν καταλαβαίνω γιατί όλες με αγνοούν... Τον γκομενοδιώχτη έχω πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο κινητό, κάνουμε αναπάντητες κλήσεις, αφήνουμε να χτυπήσει μια φορά και κλείνουμε πριν το σηκώσει ο άλλος.

Αυτό γίνεται είναι για να μας γνωρίσει απο τον αριθμό και να καταλάβει ότι τον σκεφτόμαστε εκείνη τη στιγμή, ή για να δούμε τι κάνει, χωρίς να χαλάσουμε μονάδες. Η ευγένεια λέει ότι και ο άλλος πρέπει να απαντήσει, κάνοντας μια άλλη αναπάντητη σε μας.

Μάλλον με γουστάρει η τέτοια. Όλο αναπάντητες από το πρωί.

Παίρνω φίλους, παίρνω εσένα, αναπάντητες κλήσεις παντού. Πόνος λέμετε. (από Galadriel, 21/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κλάνω / κλασμένος: Αγνοώ κάτι, δεν δίνω σημασία.

Κλασμένος είναι αυτός που τον αγνοούν όλοι, που δεν τον υπολογίζουν. Συνώνυμο του χεσμένος.

- Ρε παιδιά, μιλάω, μη με κλάνετε...

- Της στέλνω αναπάντητες κάθε τόσο αλλά αυτή τίποτα. Κλασμένο με έχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημείο του γραπτού λόγου που σημαίνει στ' αρχίδια μου ή να!.

Η προέλευση είναι οτι οι γραμμούλες συμβολίζουν τα χέρια ενώ κάνουν αυτή τη χειρονομία.

-Δεν έχω κέφια σήμερα.
-\ /

(από Παπαρίων, 20/05/11)(από Παπαρίων, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ξέρει ή κάνει ότι ξέρει σωστά Ελληνικά.

- Στο «μυστικό», το «μυ-» πώς γράφεται;
- Με ύψιλον.
- Μπαμπινιώτη μου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνόπανο, αυτός που δεν ξηγιέται σωστά. Συνήθως ο χαφιές, ο απατεώνας.

- Δώσε μου πίσω τα λεφτά μου ρε αρχίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ καλό πράμα, τεφαρίκι. Πιθανόν από το τουρκικό bereket.

- Θα σου γράψω μια συλλογή mp3, μπερκέτι!

Βλ. και σχετικά λήμματα μπέργκετ, μπεργκέτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified