Το γαμήσι (μεταφορικά).

Από το φιστίκωμα (εκ του αγγλικού: fist fucking).

-Φάγαμε έξι γκολ. Πω-πω! Τι φυστίκι ήταν αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι (μεταφορικά). Εκ του αγγλικού fist fucking.

Περάσαμε μεγάλη ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο. Τι φυστίκωμα ήταν αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμμαζεύω, οργανώνω, σχηματίζω μία υπόθεση.

-Θα φορμάρει την δικογραφία και θα προχωρήσει σε δίκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διεισδύω με το πέος.

- Την γύρισε μπρούμυτα και της τον φορμάρισε από πίσω.

Βλ. και φερμάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου κόπηκε το αίμα: φοβήθηκα.

- Αμάν βρε παιδί μου, πώς μπήκες έτσι αθόρυβα. Μού 'κοψες το αίμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος αεριτζή, τρακαδόρου, που κυκλοφορεί με ακάλυπτες επιταγές.

Ο ακάλυπτος ήταν χαρακτήρας κωμικής σειράς που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Α. Καφετζόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαράβαλο αυτοκίνητο.

Ο όρος προέρχεται από τα κακής ποιότητας αυτοκίνητα του πρώην ανατολικού μπλοκ, την δεκαετία του '60-'70, όπως ήταν το Moskvich.

-Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σας κ. Τάκη;
-Σπρώξοβιτς!

Got a better definition? Add it!

Published

Κακός τεχνίτης.

Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτικός, συνήθως περιπλανώμενος ιατρός (τις παλαιότερες εποχές), ο σκιτζής ιατρός.

Παλιός, κλασσικός όρος, που δεν πρέπει να λείπει από το λεξικό αυτό.

- Δεν φταίει κανείς άλλος, φταις εσύ, που πίστεψες αυτόν τον κομπογαννίτη, ότι με την λοσιόν που σου πούλησε θα έβγαζες μαλλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ισθμός της Κορίνθου.

Οι κάτω από το αυλάκι = οι Μωραΐτες, οι Πελοποννήσιοι.

- Περνιέστε για έξυπνοι ρε, εσείς κάτω από το αυλάκι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified