Στη μεγάλη ομάδα των εκφράσεων «τον παιρνει Χ και τον δίνει/βγάζει Ψ» πρέπει να προστεθεί και η του λήμματος. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι λέγεται με την αντίθετη σημασία από ότι οι άλλες.

Εξηγούμαι: Ενώ το γκρουπ «τον παίρνει Χ και τον δίνει/βγάζει Ψ» έχει μια χροιά υποτιμητική και χαρακτηρίζει παρτόλες και ξεκωλιασμένους, εδώ ο εκφέρων εκφράζει πόθο, θαυμασμό και μερικές φορές και μια πικρία για το ευκταίο αλλ' απραγματοποίητο.

Αξιοσημείωτη είναι η αλλαγή της υφής του οργάνου, που πέραν της απώλειας σκλήρυνσης λόγω ποιοτικής και παρατεταμένης ικανοποίησης, αποκτά και μια άλλη ποιότητα, καθότι άλλο μπαμπακερός κι άλλο βελούδινος.

Σημαντικό ρόλο παίζουν στην ακριβή αποτύπωση του συναισθήματος, τα συμφραζόμενα, η έκφραση του προσώπου, η ηλικία, ο τονισμός ή μη κάποιων λέξεων κλπ, όλα αυτά που μπορούν ακόμα και μια αθώα έκφραση να την σλανγκοποιήσουν και το ανάποδο.

  1. Παρέλαση παστακοειδών ψωλέτων σε πρωινάδικο για επίδειξη μαγιώ.
    - Η. Πώς σου φαίνεται εκείνο το πουά; Θα μου πηγαίνει;
    - O. Ωραίο είναι... πολύ ωραίο... όλα ωραία είναι... (πνιγμένος λυγμός- μέσα απ τα δόντια- Όχι πάνω σου! Σε 'τούτες που τον παίρνουν πέτσινο και στον δίνουν βελουδένιο μάλιστα!)

  2. - Μαλάκα, μού κατσε χτές μιά, τί να λέμε τώρα!!
    - Καλή, μαλάκα, έλεγε;
    - Tί έλεγε, παραμιλούσε!!! Ένα σου λέω, μου τον πήρε πέτσινο αποβραδίς και το πρωί μου τον έδωσε βελουδένιο (ακολουθεί περιγραφή καταστάσεων, φάσεων κλπ σκηνικών, επιπέδου προεκλογικών υποσχέσεων ή έστω επιστροφής κυνηγών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς τελείως clopy paste από -ίδη, είσαι μεγάλο αρχίδι του Dirty talking την 23/02/09.

Όποιος αθλητικός παράγοντας έχει επώνυμο με κατάληξη -άκης (κατά το Βροντάκης), πιθανόν λόγω κρητικής καταγωγής, βρίζεται από τους αντίπαλους φιλάθλους ως μουνάκι, για να βγει η ομοιοκαταληξία. [Προσθήκη: Θέλουν ταίριασμα οι συλλαβές για να βγαίνει το μέτρο, όπως άλλωστε και στο κλοπιμαίον λήμμα.]

«Τέλη Μπατάκη (πού τον θυμήθηκα τώρα)
είσαι μεγάλο μουνάκι
Τέλη Μπατάάάάκη
είσαι μεγάλο μουνάκι» (στο ρυθμό του guantanamera όπως και στο παράδειγμα του ληστευθέντος λήμματος).

(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με κάθε ευκαιρία, μόλις ή όποτε βρεθεί χρόνος, συνεχώς αλλά χωρίς σοβαρή ή προφανή αιτία.

  1. - Η γυναίκα μου, άδεια ώρα με παίρνει τηλέφωνο στη δουλειά, για να μου πει μαλακίες. Στις 9, θα πάω λέει στο σούπερ μάρκετ. Πόσα αυγά να πάρω; Στις εννιάμιση, να πάρω ψωμί; Στις 10 και τέταρτο, ο σκύλος έχει ανησυχίες... Λες και δεν έχω άλλη δουλειά να κάνω, μόνο να ασχολούμαι με ό,τι της καυλώσει... Έχει γίνει και θέμα συζήτησης και δε γουστάρω...
    - Σ' αγαπάει και θέλει να σε ακούει.
    - Αρχίδια! Να τσεκάρει αν είμαι στη δουλειά θέλει...

  2. Αυτοί οι μπινέδες άδεια ώρα φόρους βάζουνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον πρώτο ορισμό (τον Αγρινιώτικο) σημαίνει κάνω μια δουλειά ταχύτερα, βιάζομαι. Ειδικότερα, στη Χίο, σημαίνει την πίεση που εξασκούμε στο έντερο κατά το χέσιμο για να βγει η πεισματωμένη κουράδα (επιτέλους), το σφίξιμο, το ζόρι(σμα).

Παράγωγο ουσιαστικό (και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο), η ανέγκαση, που περιγράφει την εν γένει διαδικασία όπως και την κατάσταση του ανεγκάσματος.

  1. Μετά την εγχείρηση του χορήγησαν ένα ελαφρύ καθαρτικό για να μήν ανεγκάσει και σπάσουν τα ράμματα.

  2. Μπήκε σαν σίφουνας στις τουαλέτες κι άρχισε να βροντάει τις πόρτες, αλλά ο Μήτσος ήταν πάνω στην ανέγκαση και δεν μπορούσε να αντιδράσει...

  3. «Η παντρειά και το τσουκάλι θεν ανέγκαση μεγάλη» Χιακή παροιμία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κατόπιν προτροπής του Μεγάλου Χάνου. Έκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη).

Έτσι αποκαλούσαν το τεπόζιτο των παλιών μηχανακιών (πριν τα παπάκια κλπ) και (ιδιαίτερα) των μοντέλων ΜΖ δεκαετίας '60 - '70 που τελείωνε κάθετα στην σέλα, επειδή όταν φρέναρες γλιστρούσες μπροστά στο λείο πλαστικό κάλυμμα της σέλας και σταματούσες με τ΄ αρχίδια στο τεπόζιτο.

Αργότερα οι γιαπωνέζοι (πρώτοι) έβαλαν τεπόζιτα με μια ανηφορική καμπυλότητα και μετά με μια επικάλυψη - συνέχεια της σέλας για να το γλυκάνουν το πράμα.

Μιλάμε πάντα για μότο του εμπορίου. Οι racing της εποχής είχαν κάθετα τεπόζιτα αλλά σ' αυτές καθόσουν τέρμα πίσω για να σκύβεις και πάνω από το τεπόζιτο, οπότε στο φρενάρισμα δεν πήγαινες μπροστά λόγω της γωνίας των μηρών με το σώμα που κρατούσε κόντρα.

Οι εικόνες μιλάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Χιώτικα η (συνήθως χειροποίητη) σβούρα.

Απο πού και πώς δεν ξέρω... και δεν το έχω ακούσει κι αλλού (πάσα βοήθεια δεκτή)

Πλανόδιος πωλητής, με το γά(ι)δαρο γύριζε τα χωριά, back in the days, διαλαλώντας: - Ζβίνν... ζβίνν... Αζγαβααάδες και γαιτάνια... (=Σβούρες και κορδέλες)

Got a better definition? Add it!

Published

Με δονήσεις ξεκινά μια συλλογική-συνεργατική δουλεια με τον Donmhtsos πάνω στη ναυτική ορολογία βαπορίσια γλώσσα. Κι ο δρόμος είναι μακρύς...

" Άμα βραχεί ο κώλος σου με θάλασσα δε στεγνώνει ποτέ!" μου είπε ο γραμματικός (υποπλοίαρχος) την πρώτη μερα στο βαπόρι.

Λοιπόν!

Βαϊμπρέσιο (απο το αγγλικό vibration) κατά λέξη σημαίνει δόνηση, κραδασμός. Αναφέρεται στους κραδασμούς του πλοίου που προκαλούνται από την μηχανή του επειδή είναι παλινδρομική (δευτερευόντως κι από την προπέλα). Την αισθάνεσαι σαν ένα συνεχές τρέμουλο στις πατούσες κι ένα τρίξιμο στα χαλαρωμένα μέρη του πλοίου. Η ένταση (το πλάτος της ταλάντωσης) εξαρτάται από τη σχεδίαση, την ηλικία, τη συντήρηση τόσο της μηχανής (αν και έχουν αντικραδασμικούς μηχανισμούς τουλάχιστο τα νεώτερα) όσο και του σκάφους.

-Γιώργο, Γιώργο το τραπεζάκι τρίζει. Σεισμός!!

- Κοιμήσου μωρή! Το βαϊμπρέσιο του βαποριού είναι. (Κι έβλεπα όνειρο πως μπαρκάρησα για τη Λατίνα...)

Παλιότερα στις θαλαμηγούς έβαζαν ατμομηχανές που οδηγούσαν στρόβιλο και αργότερα στροβιλοκινητήρες (τουρμπίνες) επειδή ακριβώς δεν είχαν βαϊμπρέσιο που ενοχλούσε τους επιβαίνοντες. (Οι περιστροφικοί κινητήρες δεν έχουν κραδασμούς).

Στο φάσμα στροφών της κύριας μηχανής, ανάμεσα στο half ahead (πρόσω ημιταχώς) και το full ahead (πρόσω ολοταχώς) υπάρχει μια μικρή περιοχή στροφών (πχ από 62 ως 65 σ.α.λ.- οι αριθμοί τυχαίοι) το λεγόμενο critical point όπου το πλοίο συντονίζεται και τρέμει σύγκορμο και το οποίο οι πρώτοι (μηχανικοί) φροντίζουν να το προσπερνούν το συντομότερο γιατί το πλοίο υφίσταται επικίνδυνη καταπόνηση αν παραμείνουν οι στροφές στην περιοχή αυτή. Στα επιβατηγά το πέρασμα από το critical point το αισθάνεσαι λίγο μετά τον απόπλου όπου για πολύ λίγο το πλοίο τρέμει όλο μαζί να σπάσει και μετά ησυχάζει (δηλαδή το βαϊμπρέσιο επανέρχεται στο φυσιολογικό ).

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει οΓιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαπόρι, ή παπόρι < ιταλ, vapore (ατμός και ατμόπλοιο) είναι το ατμόπλοιο, γενικά το μηχανοκίνητο πλοίο, (όχι το ιστιοφόρο που είναι καράβι).

Αλουές (άγνωστου -για μένα- ετύμου . Εικασία: αγγλ. alley = δρομίσκος) ο διάδρομος του πλοίου μέσα στο κομοδέσιο αλλά και στα ξύλινα ο περιφερειακός του καταστρώματος.

Λαγουμάνος παραφθαρμένος τύπος του λαβομάνο (ιταλ. lavamano < lavare - πλένω + mano - χέρι )= νιπτήρας.

Κουραδόρος (Tween deck) ή Υπόφραγμα (από το corridor = διάδρομος;;) Είναι ένα «ενδιάμεσο κατάστρωμα» το οποίο μπορεί να είναι μόνιμο (ακίνητο) ή μετακινούμενο, σε κάποια συγκεκριμένη όμως θέση. Κουραδόροι υπάρχουν μέσα στα αμπάρια αρκετών φορτηγών πλοίων και είναι ένα δεύτερο (ενδιάμεσο) κατάστρωμα κάτω από το «κύριο» κατάστρωμα, χωρίζοντας έτσι το αμπάρι σε χωριστά τμήματα, κατά ύψος. Ο χώρος κάτω από το υπόφραγμα λέγεται κατάμπαρο (Lower Hold) και ο χώρος πάνω από το υπόφραγμα λέγεται απλά κουραδόρος (Tween deck). Είδος κουραδόρου βλέπομε στο γκαράζ των επιβατηγών όπου μια ράμπα κατεβαίνει για να φορτώσει ΙΧ αυτοκίνητα στον «πάνω όροφο».

λεζάντα εικόνας

Κουβούσι είναι το πλαίσιο γύρω από το άνοιγμα του αμπαριού, το οποίο είναι υπερυψωμένο για την αποφυγή εισροής υδάτων.

Όκια (άγνωστου -για μένα- ετύμου) είναι οι τρύπες στην δεξιά & αριστερή μάσκα της πλώρης, απ' όπου περνάνε οι καδένες από τις άγκυρες, επίσης όκια βρίσκονται και σε άλλα σημεία του πλοίου απ' όπου περνάνε οι κάβοι.

-Τονε βλέπεις το χοντρό με το μουσάκι; Είναι ένας κουραδόρος περιωπής…

- Κουραδόρος;; Άσχετε! Άναυτε!

- Μα τι είπα πάλι και φωνάζεις;

Ο θερμαστής - 1934

Στίχοι - Μουσική: Γιώργος Μπάτης

Μηχανικός στη μηχανή / και ναύτης στο τιμόνι / κι ο θερμαστής στο στόκολο / μ’ έξι φωτιές μαλώνει.

Αγάντα θερμαστάκι μου, / και ρίχνε τις φτυαριές σου / μέσα στο καζανάκι σου / να φτιάξουν οι φωτιές σου.

Να προσθέσω μια στροφή που έβαζαν ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη και δεν υπάρχει στην ηχογράφηση.

Τι να σου κάνω πρώτε μου / δεν είναι από τα μένα / που 'ναι τα κάρβουνα ψιλά / τα τούμπα βουλωμένα.

Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστό / το Μπέι να περάσω / και μες του Κάρντιφ τα νερά / εκεί να πάω ν’ αράξω.

Μα η φωτιά είναι φωτιά, / μα η φωτιά είναι λαύρα / κι η θάλασσα μου τα 'κανε / τα σωθικά μου μαύρα.

Ο Θερμαστής ανήκει στο κατώτερο ‘’πλήρωμα μηχανής’’ του πλοίου. Είναι ο επιφορτισμένος με το άναμμα του ατμολέβητα και τη παρακολούθησή του. Γενικά με τον αυτό όρο φέρονται και οι επιφορτισμένοι αντίστοιχα σε εργοστασιακούς χώρους, σιδηροδρόμους (παλαιότερα) κ.α.

Στόκολο (στα αγγλικά stokehold, ή fire-room, ή boiler-room) Λεβητοστάσιο πλοίου, είναι το ιδιαίτερο διαμέρισμα του πλοίου (τώρα τμήμα του μηχανοστάσιου) μέσα στο οποίο εγκαθίσταται ο ατμολέβητας με τα αναγκαία για τη λειτουργία του μηχανήματα και συσκευές. Στα πλοία με κινητήρες εξωτερικής καύσης (κάρβουνο), στόκολο είναι το διαμέρισμα του πλοίου με τα καζάνια και τους φούρνους.

Οι φωτιές είναι έξη, όσα και τα καζάνια των ατμόπλοιων. (κι όχι «με τσι φωτιές»)

Τα ψιλά κάρβουνα έπαιρναν αμέσως αλλά έβγαζαν κάπνα και σκόνη (άκαφτος άνθρακας και ιπτάμενες τέφρες) που έφραζαν τα τούμπα και δεν είχαν διάρκεια.

Τούμπο (το) (αγγλ. Tube) είναι ο σωλήνας μεταφοράς (αερίων, υγρών, τροφίμων κλπ).

Ρασκέτα, λοστός και φτυάρι είναι εργαλεία των θερμαστών.

Ρασκέτα (ισπαν. rasqueta, ιταλ raschietto= ξέστρο, εργαλείο ξυσίματος raschiettare = αποξέω) είναι η ξύστρα σαν τσουγκράνα που οι θερμαστές έξυναν και καθάριζαν τις σκάρες που τροφοδοτούσαν με κάρβουνο τα καζάνια στα ατμοκίνητα πλοία.

Το Μπέι - ο Μπέης (αγγ. bay = κόλπος) είναι ο Βισκαϊκός Κόλπος (bay of Biscay), που ορίζεται δυτικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό, νότια από Πορτογαλία και Ισπανία και ανατολικά και βόρεια από τη Γαλλία. Βγαίνοντας από τη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ και κατευθυνόμενος προς το Κάρντιφ της Ουαλλίας, περνάει το Βισκαϊκό Κόλπο (δεξιά του) ο οποίος έχει συχνά τρικυμία (από την πάντα) και χρειάζεται οι μηχανές να είναι στο φουλ.

Το ατμόπλοιο "Ιωνία" με το οποίο ταξίδευε ο Νίκος Καββαδίας στις αρχές της δεκαετίας του '50.

Πατά ένα φτέρνισμα-έκρηξη και ξεκολλά μια χλέπα πάνω στο χέρι του να κρέμεται πράσινη, πηχτή και απειλητική. Κι ενώ όλοι αποστρέφονταν με αηδία, αυτος με δακρυσμένη ικανοποίηση: « Εξεφράξανε τα τούμπα ». Φαντάσου να μην προλάβαινε να βάλει και το χέρι του…

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βατσιμάνης / ντεϊμάνης / ντοκουμάνης / ταλλυμάνης / μπόμαν

Πέντε βαπορίσιες λέξεις με κοινή την αγγλική καταγωγή και το β΄συνθ. -man που εξελληνίστηκε σε -μάνης (εκτός από τον μπόμαν)

Βατσιμάνης (από το αγγλ. watchman) είναι ο ναυτικός που παραμένει φύλακας σ' ένα πλοίο (στο λιμάνι, δεμένο ή παροπλισμένο). Στο πλοίο που είναι στο λιμάνι είναι ναύτης που κάνει νυχτερινή βάρδια, ελέγχει τους κάβους, τη σκάλα (τον γκάγκουε = gangway), την φορτοεκφόρτωση σαν βοηθός του ανθυποπλοίαρχου, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Η βάρδια του συνήθως είναι εβδομαδιαία εκτός αν το πλοίο δεν πιάνει συχνά λιμάνι οπότε μπορεί να αλλάζει κάθε μέρα, κάθε δύο μέρες (για να γράψουν όλοι υπερωρίες). Στα παροπλισμένα είναι γενικά φύλακας - security.

Ντεϊμάνης (από το αγγλ. day-man) είναι φύλακας με καθήκοντα όπως του βατσιμάνη αλλά η βάρδια του είναι ημερήσια.

Στην Αμβέρσα που φορτώναμε, το βατσιμανιλίκι ήτανε παράδεισος. Κλειστά τ΄αμπάρια τη νύχτα, μαρέα(1) δεν είχε, δημόσιος υπάλληλος. Μιά ματιά στο γκάγκουε κι έγραφες ώρες. Τις υπόλοιπες μέρες τις έκανα στην ξεφόρτωση, στο Κενάι στην Αλάσκα. Με 28 ποδ(άρ)ια μαρέα μέχρι ντεϊμάνηδες βάλαμε να γρασάρουν τους κάβους.

(1) μαρέα. Η άνοδος και η πτώση της στάθμης της θάλασσας σε 12ωρο κύκλο άμπωτης και πλημμυρίδας.

Ντοκουμάνης (από το αγγλ. Donkey man). Στα ατμόπλοια ήταν ο αρχιθερμαστής (από το steam donkey ή donkey engine πού ήταν το βίντζι με ατμό -με δική του ατμομηχανή ή όχι- το ιππάριο) και όταν ο ατμός απεβίωσε, ο λοστρόμος της μηχανής όπου χρειαζόταν και τέτοιος.

Ταλιμάνης και Ταλλυμάνης (από το αγγλ. tally man). Είναι ο καταμετρητής όταν το φορτίο δεν είναι χύμα αλλά σε τεμάχια (σακιά, κιβώτια). Μπορεί να είναι μέλος ή όχι του πληρώματος και μετρά πόσα κομμάτια μπήκαν ή βγήκαν ανά αμπάρι στη βάρδια του. Tally marks είναι οι χαρακιές, γραμμούλες, τετραγωνάκια κλπ που χρησιμοποιούνται στην καταμέτρηση.

Τέλος ο Μπόμαν (από το αγγλικό pump man που τη γλίτωσε και δεν έγινε -μάνης -αν και κάπου είδα το πομάνης) είναι ο αντλιωρός και τον βρίσκεις στα δεξαμενόπλοια όπου υπάρχει και αντλιοστάσιο (pump room) να ανοιγοκλείνει βάρδουλες.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιλάι και ιβιλάι (από το αγγλικό heaving line = σκοινί ανύψωσης) ελληνιστί ορμίδιο. (Συνεκδοχικά στο βαπόρι λένε έτσι και όλα τα λεπτά σκοινιά) Πρόκειται για ένα λεπτό σχοινί αρκετού μήκους (10 – 30μ ανάλογα) που στη μια άκρη του υπάρχει ένα βάρος για να το πετάνε μακριά και στην άλλη μπορεί να προσδεθεί κάτι που πρέπει να ρυμουλκηθεί, ανυψωθεί κλπ όπως (το συνηθέστερο) η θηλιά (γάσα) του κάβου, από ένα πλοίο στη στεριά, σ’ ένα άλλο πλοίο κ.ο.κ. (ΕΙΚ 1)

Το χαρακτηριστικό του είναι η μπαλίτσα από σχοινί (τώρα και έτοιμες από διάφορα υλικά) που φτιάχνεται με ένα ιδιαίτερο κόμπο (ΕΙΚ 2) και που μπορεί να είναι μόνο σκοινί ή να περιέχει ένα πυρήνα από κάτι βαρύ πχ ένα μεγάλο παξιμάδι για μεγαλύτερο βάρος.

Το σκοινί είναι τυλιγμένο σε ίσους κύκλους για να ξετυλίγεται μόνο του. Το διαιρούμε στα δύο με μερικές θηλιές στη μεριά του βαριδιού και τις υπόλοιπες στο άλλο χέρι (ΕΙΚ 3) ή κάτω με την ελεύθερη άκρη ήδη προσδεμένη στο αντικείμενο που θα ρυμουλκηθεί ή κάπου σταθερά ( ώστε αν αστοχήσουμε να μην καταλήξει όλο στη θάλασσα).

-Σκοινί σου γύρεψα ρε, να μποτσάρουμε τα ξύλα στο τρέιλερ, σκοινι κι εσύ μού 'φερες βιλάι;

-Μή φωναζεις καπταΚωσταντή, θα σου φέρω το πιό χοντρό (παναγκασμά σε κωλόγερε αμπως [=απο τοτε που] βγήκες στη σύνταξη όλα σου φταίνε)

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified