Γιοργάδα = το τρέξιμο του αλόγου με σωστό ρυθμό, ο καλπασμός (ίσως από το γοργός).

Γιοργαλίδικο = το άλογο που πάει γιοργάδα.

Μεταφορικά για άνθρωπο που τον έχουν βάλει κάποιοι να δουλεύει.

  1. Να έβλεπες εχθές πως έτρεχε ο Νίκος με το άλογο, το πήγαινε γιοργάδα.

  2. Πάρε αυτό το άλογο, είναι γιοργαλίδικο, θα με θυμηθείς.

  3. Άμα πεις του Νίκου τι να κάνει, μετά πάει γιοργάδα μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγός στα αρβανίτικα.

Μεταφορικά αυτός που γίνεται λαγός όταν συμβαίνει κάτι.

  1. Πού είσαι ρε λέπουρα; Μόλις άρχισε η φασαρία έγινες καπινός!

  2. Αυτός από το φόβο του έτρεξε μακρυά σαν τον λέπουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.

Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πιάσε. Στον αόριστο τον τσάκωσαν σημαίνει τον έπιασαν ή αλλιώς τον κάναν τσακωτό.

  1. Τσάκω δύο Johnnie Walker.

  2. Τσάκω ένα πακέτο τσιγάρα.

Τσάκω την τσαπού (ποδανιστί) (από Khan, 19/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κούρσο, σημαίνει η ληστεία που κάνουν οι κουρσάροι. Η έκφραση είναι «σε είχα στείλει στο κούρσο;» ή «είχες πάει για κούρσο;»

Είσαι κουρασμένος; Πού κουράστηκες; ε; σε είχα στείλει στο κούρσο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tράκο σημαίνει το χτύπημα. Eπίσης σημαίνει το τρακάρισμα με αυτοκίνητο ή μηχανή. Mερικές φορές σημαίνει «η σοβαρή προσπάθεια για να πετύχουμε κάτι».

Eκφράσεις συνηθισμένες είναι :
-Tου έδωσα ένα τράκο.
-Tου έριξα ένα τράκο,
-Έφαγα ένα τράκο.
-(Χρήση ως παρατσούκλι) Ο μήτσιοτράκος.

-Άντε, παμε να του δώσουμε ένα τράκο και θα δούμε τι θα βγει (πάμε να κάνουμε μια προσπάθεια και θα δούμε)

-Εχθές που ερχόμουν απο Κηφισίας, ένα αυτοκίνητο δε πρόλαβε να φρενάρει και έριξε ένα τράκο στο μπροστινό, που να ειδής...

-Ο Νίκος έφαγε ένα τράκο με το μηχανάκι, πού να στα λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει μήπως και μάλλον. Προέρχεται από το σάμπως, που επίσης σημαίνει μήπως και μάλλον.

  1. Για σώπα ρε, σάμπατι άρχισε να βρέχει.

  2. Άστονε αυτόνε, μη τον κάνεις πολύ παρέα, σάμπατι μολογάει και τίποτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει αυτός που έχει κάποιο χαρακτηριστικό από τότε που γεννήθηκε.

- Ρε θεία, πως είναι έτσι κουτσός αυτός;
- Είναι γεννητάτος, μάνα μου. (έτσι γεννήθηκε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει δυναμώνω.

Ίσως προέρχεται από το φυτό κάρδαμο, πλούσιο σε βιταμίνη C.

  1. Φάτε να καρδαμώσουτε.

  2. Εντάξει, καρδαμώσαμε, πάμε να συνεχίσουμε τη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει χαλαρώνω το σφίξιμο όταν κρατάω σχοινί, όταν δένω δέμα ή σακκί με σχοινί. Ενίοτε σημαίνει αφήνω εντελώς κάτι από τα χέρια.

  1. Ντώσ' το ρε. (σημαίνει, άστο η χαλάρωσε το κράτημα)

  2. Μη το ντώνεις πολύ γιατί θα σου φύγει το σκοινί από τα χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified