Λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει.
- Κάτσε να φέρω τριάρες τώρα ρε αρχίδι και θα δεις!
- Θα μου κάνεις τα τρία δύο...
Λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει.
- Κάτσε να φέρω τριάρες τώρα ρε αρχίδι και θα δεις!
- Θα μου κάνεις τα τρία δύο...
Got a better definition? Add it!
Βιάζω κάποια συσκευή (της οποίας η λειτουργία δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μου) ώστε να την κάνω να δουλέψει, αντί να κάτσω μισό λεπτό να σκεφτώ τι μπορεί να πάει στραβά.
Εκ του Κ.Δ.Ο.Α. (Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια).
- Άλλαξε cd ρε...
- Δεν ανοίγει το πορτάκι.
- Άλλαξε ρε λέμε!
- Δεν ανοίγει το πορτάκι λέμε! (ΜΠΑΜ! Του το δίνει στο χέρι.)
- Είδες που άνοιξε;
- Το κδόασες ρε αρχιμαλάκα!
Got a better definition? Add it!
Ο απατημένος σύζυγος - σύμφωνα με κάποια ξεχασμένη λαϊκή δοξασία οι απατημένοι σύζυγοι έβγαζαν κέρατα φαίνεται (!).
- Τον κεράτωσες τον άνθρωπο μωρή;
- Aυτός δεν είναι άνθρωπος ρε Λέλα, είναι χιονάνθρωπος...
Got a better definition? Add it!
Παρατσούκλι των ομάδων περιφρούρησης της ΚΝΕ. Ο όρος επικράτησε μετά το 1997 –όταν οι συγκεκριμένες ομάδες έπαιξαν τον ρόλο των ΜΑΤ στις πορείες για την επέτειο του Πολυτεχνείου, απωθώντας αντιεξουσιαστές και σπρώχνοντάς τους προς τα παρακείμενα ΜΑΤ.
— Πώς ήταν χθες η πορεία;
— Τα κλασικά, μας την έπεσαν τα ΜΑΤ έξω από τη Θεολογική –τα ΚΝΑΤ είχαν αργία χθες...
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Πολύ στενός φίλος (πεπαλαιωμένος όρος).
- Ποιοι θα πάτε Στρέφη;
- Εγώ και καναδυό κολλητοί...
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που δεν ξέρει τίποτα ή είναι χαμηλών πνευματικών δυνατοτήτων, ο σκράπας.
- (γύρισμα σελίδας) Ποιος είναι ο Αλογοσκούφης ρε ΄συ;
- Καλά, είσαι τελείως κούτσουρο μιλάμε...
Got a better definition? Add it!
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Σύμφωνα με το «Λεξικό Της Πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη (όπως μνημονεύεται σε ένα site για το ρεμπέτικο), τα λιμά είναι: 1. Κάτω του 8 χαρτιά της τράπουλας, 2. ψιλά κέρματα ή χαρτονομίσματα.
Το πρώτο παράδειγμα παρακάτω είναι από το ρεμπέτικο «Το Παιχνίδι Του Αμερικάνου» (στίχοι Κώστα Σκαρβέλη, ερμηνευμένο αρχικά από την Ρίτα Αμπατζή - ναι, παλιά...) και αναφέρεται σε μία από τις δύο αυτές ερμηνείες.
Μεταφορικά χρησιμοποιείται και ως παραπειστική φλυαρία ή, απλά, μπαλαμούτι. Το δεύτερο παράδειγμα παρακάτω, που αναφέρεται σ' αυτή τη μεταφορική έννοια της λέξης, είναι από το «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου. Όπως και το τρίτο, που είναι από το ρεμπέτικο «Δε Παύει Πια Το Στόμα Σου» του Μάρκου Βαμβακάρη.
Με τα λιμά τον έμπλεξα / στο πόκερ στην πασιέντζα / κι όλο το χτένι δούλευε ωχ αμάν / στη ζούλα κι η σκαλέτα.
Καλά, μωρ' αδερφάκι μου, μια κουβέντα είπα και με μαστούριασε στα λιμά.
Δε με κόβεις μάγκα μου βρε πια με τα λιμά σου / δε περνάει αλάνι μου βρε πια για με η μπογιά σου.
Got a better definition? Add it!
Ατόφια καλό / χρήσιμο.
- Και είναι καλό ρε αυτό το σταφ;
- Λίρα εκατό ρε λέμε!
Got a better definition? Add it!