Αυτός που γαμάει (ή νομίζει ότι γαμάει) ό,τι κινείται. Από το «γαμάει σαβούρα».
- Καλή, ετσ';
- Άντε ρε σαβουρογάμη...
Αυτός που γαμάει (ή νομίζει ότι γαμάει) ό,τι κινείται. Από το «γαμάει σαβούρα».
- Καλή, ετσ';
- Άντε ρε σαβουρογάμη...
Και σαβουρομπήχτης.
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας (από τον -κυριολεκτικά- διπεριοδικό ήχο με τον οποίο συνδέεται ο αυνανισμός).
Άσε ρε, τον ντιγκιντάγκα!
Got a better definition? Add it!
Λύση στο πρόβλημα της αγαμίας, όταν η μόνη διαθέσιμη είναι γκόμενα-γαρίδα: βάζει τσουβάλι στη μάπα ο μάγκας και κάνει τη δουλειά του.
- Εντάξει σώμα ρε φίλε, αλλά δε βλέπεται!
- Τσουβάλι...
Got a better definition? Add it!
Κάνω πλάκα / μπαλαμουτιάζω κάποιον. Τελευταία έχει περιπέσει σε αχρηστία, γιατί ο ελληνάρας ανακάλυψε πως η πρόταση «με δουλεύεις ρε μαλάκα;» υποδηλώνει πως ο συγκεκριμένος ελληνάρας είναι δυνητικά δουλέψιμος, δηλαδή δυνητικά κορόιδο (το οποίο ο ελληνάρας δεν μπορεί να πιστέψει δι' εαυτόν φυσικά!)
Με δουλεύεις ρε μαλάκα;
Δες και δουλεύω κάποιον ψιλό γαζί.
Got a better definition? Add it!
Ηλεκτρονική μουσική - ειδικά για τους μη εντρυφήσαντες στο είδος.
Πάλι μπλιμπλίκια ακούς ρε 'συ; Αρντάν!
Got a better definition? Add it!
Κάνω σεξ. Λέγεται ειδικά εάν περηφανευόμαστε σε φίλο - πολύ γαμημένα σωβινιστική η ελληνική τελικά...
- Σκόραρες ρε χθες;
- Χατ-τρικ!
- (Καλά, χέσε μας ρε παίχτη...)
Got a better definition? Add it!
Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Got a better definition? Add it!
Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος, σπέρνω!
Το καινούργιο των Parkinsons τα σπάει, ειδικά η διασκευή Bανδή.
Got a better definition? Add it!
Τεράστια μαλακία-έκφραση, που λανσαρίστηκε από την τηλεοπτική σειρά «Δέκα Μικροί Μήτσοι» του Λάκη Λαζόπουλου (αρχές-μέσα '90). Χρησιμοποιούνταν με την έννοια του «πάμε έξω;».
- Ουφ... το βαρέθηκα το dungeons and dragons... πάμ' πλατεία;
Got a better definition? Add it!