Ζαρώνω, συρρικνώνομαι.

- Κοίτα τον ρε πως κατάντησε. Κατσίρντισε.
- Αχ που να στα λέω Δόμνα μου. Η πούτσα του Κυριάκου μου κατσίρντισε καλά-καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηρεμώ, ησυχάζω.

Μόλις ξάπλωσα μαϊνάρισε ο πόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριέμαι, πλήττω. Καμιά φορά αηδιάζω από ανθρώπους και καταστάσεις.

  1. Ουφ μπαίλντισα όλη μέρα μέσα! Θα πάω μια βόλτα.
  2. Μπαίλντισα από όλους σας! Άι στο διάολο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που του αρέσει να χύνει σε γυναικεία βυζιά. Κατά μια ευρύτερη έννοια ο γαμάουας που προσφέρει απλόχερα τα «δώρα» του στη γυναίκα.

Αχ, Καλλιόπη μου, μεγάλος βυζοχύσης ο Πάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που συστηματικά και αφιλοκερδώς επιδιώκει να γλείψει ανδρική ψωλή.

Κρατάει τεφτέρι με ποσοτικές και ποιοτικές μεταβλητές κάθε ψωλογλειψίματος - μήκος, πάχος, αριθμός φλεβών, αριθμός εκτονώσεων, όγκος εκσπερμάτωσης, χρώμα, γεύση, ιξώδες και pH. Αν σπουδάζει τα στοιχεία θα τα χρησιμοποιήσει για το διαδακτορικό με θέμα «Το Αποχυσευτικό Σύστημα από το Βυζάντιο έως σήμερα». Τέλος αν του χρωστάς χρήματα μπορεί να ξεχρεώσεις αφήνοντάς τον να σε τσιμπουκώνει. Για να μη σε εκμεταλλευτεί ασύστολα καλύτερα να υπογράψεις κάποιας μορφής «τσιμπουκογραμμάτιου» μαζί του.

Γιώργο πρόσεξε όταν μένετε μόνοι στη βιβλιοθήκη για διάβασμα. Είναι μεγάλος ψωλογλύφος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει ψύχωση με τις πίπες.

Σπίτι της έχει αφίσες με πίπες από γνωστές πορνοταινίες, ενώ έχει και πλήρη κατάλογο με το στοματικό σεξ σε διάφορους λαούς στην αρχαιότητα. Όποιο αρσενικό μπαίνει σπίτι της τσιμπουκώνεται πάραυτα και χωρίς ενδοιασμούς. Κολπικό σεξ δεν κάνει. Κοιμάται με την ψωλή στο στόμα, αντί για το κλασσικό δάχτυλο, και εν ελλείψει της τοποθετεί κατάλληλα έναν δονητή ή ένα καθαρισμένο αγγούρι.

Επειδή είναι φανατική και με την καθαριότητα καθαρίζει πάντα πριν το τσιμπούκι τα ανδρικά μόρια με detol, ενώ μετά την πράξη κάνει γαργάρες με χλιαρό φλασκούνι και σόδα.

- Ρε συ η Σούλα δεν ήθελε να τη γαμήσω. Μόνο πίπες μου έπαιρνε όλη τη νύχτα.
- Καλά ρε μαλάκα δε ρώταγες; Είναι γνωστή πιποχόνδρια.

Cif πριν και μετά το cif. (από Khan, 05/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που γλείφει γυναικεία μουνιά, η πρόστυχη, η έκφυλη γυναίκα.

- Πω ρε Γιώργη είδες πώς βγάζει τη γλώσσα της;
- Ναι... μεγάλη μουνογλείφτρα...

(από σφυρίζων, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολυγαμημένος και ταλαιπωρημένος γυναικείος κόλπος, ο οποίος από τα πολλά πουτσίδια έχει ανοίξει και έχει χαλαρώσει σαν ξεφούσκωτη σαμπρέλα. Ο όρος χρησιμοποιείται και απαξιωτικά για τη γυναίκα που αλλάζει συχνά εραστές.

  1. Τι να γαμήσω ρε Γιώργο από τη γυναίκα μου πλέον; Σα σαμπρέλα είναι το μουνί της!

  2. Μ' αυτή τη σαμπρέλα πήγες και παντρεύτηκες; Νά μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/ή/ό που κάνει εξυπνάδες, κουταμάρες, παίρνει πρωτοβουλίες και τρώει τα μούτρα του, κάνει ολοένα γκάφες. Θα μπορούσε να είναι συνώνυμο με το παιδί κουμπί.

Μμμ πάλι γελάνε μαζί του... Παιδί τσαμπούνα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμιάρα, ελεεινή γυναίκα ή και άνδρας που συμπεριφέρεται ύπουλα και απαίσια.

''Με κάρφωσε στο αφεντικό ότι άργησα το μουνόπλυμα''!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified