Η ελκυστική εκείνη γυναικα που είναι (οριακά) ακόμη στη καλύτερη αναπαραγωγική ηλικια (30-35 χρονών) αλλά δεν έχει γίνει ακόμη μαμά. Είναι λίγο μικρότερη σε ηλικία απο μιλφ.

(προ+μιλφ, ελληνική απόδοση του αγγλικού pre milf).

- Πω ρε φίλε, η Τζένη... Τί προμίλφ είν'τούτο!!!
- Χώσου ρε, τι κάθεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
  2. (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό

Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου

- Ωραίο το σορτσάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, σχίσιμο μπροστά, ντεκωλέεε... μπράααβο το Μαράκι.
Ντεκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σατανική πούτσα, ύπουλη και καταχθόνια, πονηρή και πανούργα, με άλλα λόγια η πούτσα από τη κόλαση. Είναι ο φόβος και ο τρόμος των γυναικών πορνοστάρ, και ο λόγος που φοράνε σταυρό ενώ παίζουν σε τσόντα.

Τί το φοράς μωρή το σταυρό όταν γυρίζεις τσόντα; Να σε φυλάει απ'τις σατανόπουτσες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεννητικά όργανα του παχύσαρκου άνδρα: το υπερβολικό πάχος τα περιβάλλει και τα κρύβει, οπότε η "σχισμή" (ανάμεσα στα μπούτια - παρουσία σκεμπέ) μέσα απο την οποία ίσα που φαίνονται (ή δεν φαίνονται καν), τα κάνει να μοιάζουν με γυναικεία γεννητικά όργανα.

(απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού dickpussy)

Πω ρε, πως πάχυνε έτσι ο μαλάκας... Θέλει και γκόμενα, λεεί, να γαμήσει... Που πας ρε Καραμήτρο με το πουτσομούνι;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα κλάματά του είναι του κώλου.

Πάρε εδώ ένα κλαψοκώλη, να βάζει προληπτικά τα κλάματα on camera,
μη τυχόν και δεν περάσουν τα νέα μέτρα λιτότητας:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικές φιλοφρονήσεις σε κάποιον με πονηρές σκοπιμότητες.

Το χρησιμοποιούσε πολλές φορές ο Μητσικώστας στην εκπομπή Mitsi Show μιμούμενος τον Στέφανο Χίο.

Συνώνυμο: κωλογλειφάδα

- Καλησπέρα Στέφανε, σε παρακολουθώ χρόνια.
- Έλα, ασ' τα αυτά τα κωλομολογλειφάτα, και λέγε από πού παίρνεις.
- Από Καλαμάτα κ. Χίο.
- Κεριά και λιβάνια!!

(από zakk, 03/04/15)

Βλ. και κωλομεγλειφάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο αυτό, συνήθως θηλυκού γένους (πληθ.: τσουτσούδες), που πετυχαίνει κανείς στα μέσα μαζικής μεταφοράς, το οποίο, καθώς μπαίνει ή κινείται μέσα σ'αυτά,
αν θεωρεί ότι το εμποδίζεις και πρέπει να κάνεις στην άκρη να περάσει,
αντί να ανοίξει το στόμα του και να το ζητήσει ευγενικά, σαν άνθρωπος, κάνει απλά με το στόμα τον εκνευριστικό ήχο «τσου», αγανακτισμένο κιόλας που δεν μύρισες τα νύχια σου για να καταλάβεις τι σκατά θέλει.

(μέσα σε λεωφορείο που είναι φίσκα)
- Τσου! ΤΣΟΥ!!
- Τί «τσου» και μαλακίες μωρή τσουτσού;;!! Μίλα σαν άνθρωπος και πες τι θέλεις!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που είναι σαν τον Φατσέα απ' τή γνωστή Ελληνική σειρά «Το καφέ της Χαράς», δηλαδή υπόσχεται πράματα που δεν γίνονται, είναι χαρτόμουτρο (ή πίνει) και γενικότερα έχει αλήτικη συμπεριφορά και τρακαδόρικη ενώ στο μυαλό είναι χωριάτης, με σκατόφατσα!

-Δεν υπάρχει ρε το άτομο: χαρτόμουτρο, μπεκρής, αλήτης, τρακαδόρος, χωριάτης στο μυαλό ΚΑΙ με σκατόφατσα!!
- Ναι, ρε φίλε - σκατοφατσέας, όχι αστεία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσκοπη ομιλία πάνω σε πολλά και διάφορα θέματα.

Το είπε ο Μητσικώστας στην εκπομπή 'Μήτσι χώστα' μιμούμενος τον Κώστα Ζουράρι ενώ τσακώνεται με το Μίμη Ανδρουλάκη (στο σημείο 1:22).
- Κλαυσίγελε, χρειαστή της ανίπαστης και αλίπαστης κρουχτής μηδαμηνότητας! Σκώληκα της μουεμικής παρλαμούρας!
Ζουράρις vs Ανδρουλάκη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το είδος αυτό του μαλάκα που συναντάται συνήθως σε μέσα μαζικής μεταφοράς,
έχει ύφος κουτσαβάκη και παίζει συνεχώς και επιδεικτικά με ένα μπεγλέρι ή κομπολόι,
αδιαφορώντας για το ότι μπορεί να ενοχλεί τους γύρω του.

Κοίτα ρε ένα μπεγλερομαλάκα εκεί πέρα, να πούμε...
Εδώ και 5 στάσεις τακατούκα τακατούκα όλη την ώρα, μου έχει σπάσει τα αρχίδια το αρχίδι!!
Στην επόμενη στάση αλλάζω βαγόνι, δε παλεύεται άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified