Παροιμιώδης έκφραση που δηλώνει πως κανείς δεν πρέπει λυπάται κανέναν, παρά ο καθένας να φροντίζει για τον εαυτό του κι ο καθένας έτσι να αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος προς την ενηλικίωση άλλωστε... Αυτή η έκφραση πηγαίνει ταμάμ για τους συχνά εμμονικούς ψυχοπονιάρηδες και αλτρουιστές λυπησιάρηδες που αγρόν ηγόραζον αμφότεροι καθώς και για τους παθολογικούς ευχαριστίες που από τη μία ναι μεν βοηθούν, αλλά από την άλλη στην πρώτη ευκαιρία όλοι σπεύδουν να τους παρατήσουν στην τύχη τους, αφού οι πρώτοι που έχουν εγκαταλείψει ο ευχαριστίες είναι πρώτα απ' όλα ο ίδιος τους ο εαυτός. Ειδικά όταν πρόκειται για περιπτώσεις αντικρουόμενων συμφερόντων (ο θάνατός σου η ζωή μου, ή έστω η χειρότερη ζήση σου ή λίγο καλύτερη δική μου) ενδείκνυται αυτή η υπενθύμιση σ' αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων ως αντιβίωση για να μην παίζουν τους μεγαλοσχήμονες, γαλαντόμους σε άκυρες στιγμές ακόμα και σε τέτοιες που απειλείται αυτή η ίδια η ύπαρξή τους (από το θύμα που μόλις θρέψει γίνεται θύτης παθητικά ή ενεργητικά), που με την πετριά που έχουν κινδυνεύουν να επιτείνουν αυτήν την ανισορροπία. Όσο πιο γρήγορα γίνει κατανοητό, τόσο το καλύτερο. Η τάξη αποκαθίσταται με τον κάθε κατεργάρη να πηγαίνει στον πάγκο του.


Από ένα παραμύθι του περιοδικού "Δρήρος" αρ. 33, 1940.
Περίληψη: Ένας γάιδαρος κι ένα βούι μ' αθρώπινη μιλιά, στα παλιά τα χρόνια είχανε μεγάλες φιλίες στο αχούρι τ' αφεντικού τωνε. Το βούι αγκομαχεί απού το ζευγάρισμα κι ο γάιδαρος το πείθει να κάμει το ανόρεχτο. Ο αφεντικός που το περνά για άρρωστο, το αντικαθιστά με το γαϊδούρι. Το βούι, καλομαθημένο μπλιο στο τεμπελχανιλίκι, δε θέλει να ξαναδουλέψει, παρά ο γάιδαρος την πληρώνει: για το καλό που τού'καμε, βρίσκει το κακό ν-του αυτός. Τελικά του λέει του βουγιού να ξαναδείξει προθυμιά και να γενεί πάλε σερπετός, ειδεμή ο αφεντικός που τό'χει γι'άρρωστο, να το σφάξει θέλει πριν καλαρρωστήσει και δεν μπορεί μετά να το κάμει πράμα, παρά να πάει άχρηστο... Τότε το βούι ζωντανεύει και βγαίνει στο ζευγάρισμα. Ο γάιδαρος αναλαμβάνει πάλι την παλιά του δουλειά. Στο τέλος παραπονάται το βούι του γαϊδάρου, γιατί του τό' καμε αυτό και τον επρόδωσε στ' αφεντικό:
"- Κατέχεις ίντα λέει μια παραμιά;
- Όι.
- Ε, άκου τηνε και μην τηνε ξεχάσεις. Απούσα λυπάται τα ξένα κόκκαλα οι σκύλοι τρώνε τα δικά ντου..."

Παρά την όποια καλή πρόθεση, αυτός που προσφέρει βοήθεια, εκ των προτέρων δε γνωρίζει πόσο ασύμφορη μπορεί ν' αποβεί για τον ίδιο. Το λογικό είναι τότε να τη σταματήσει, εφόσον ο βοηθούμενος κοιτάζει μόνο τη δική του ωφέλεια αγνοώντας ηθελημένα - αθέλητα σε ποιανού τις πλάτες την έχει, τη χρωστά και ως γνήσιος αγνώμων κουτοπόνηρος δε τη μοιράζεται ξανά μ' εκείνον που χάρη σε αυτόν έγινε η ζωή του πιο εύκολη. Αλλιώς αυτός που βοηθά άχρηστους κι ανάξιους είναι άξιος της τύχης του... Και για να μη φάει κανενιούς μας τα κόκκαλα οι σκύλοι, ξανοίξετε καλά καλά τζ' αθρώπους προτού να πράξετε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Σε αντίθεση με τη λέξη "μαλάκας" πού'χει χάσει εντελώς το νεύρο της, ο "σώλος" έχει και τη δεικτική και την ειρωνική διάθεση που λείπει από τον "μαλάκα", αλλά εκφέρεται και τυπικά ως προσφώνηση όπως ο μαλάκας. Από το "ψώλος" (το αρσενικό της ψωλής) και αποτελεί σλανγκιά αντροπαρέας, με δόσεις αυτολογοκρισίας. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, αυτή η λέξη για να μη θεωρηθεί προσβόλα προσφωνείται μόνο μεταξύ ατόμων που με τον καιρό έχουν αποκτήσει μεγάλη οικειότητα, είναι ομάδα και έχει αποκτηθεί το δικαίωμα ο ένας να σατιρίζει τα χούγια, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του καθενός γιατί μόνον έτσι αυτό δε δηλώνει κακία.


1. - Να' ρε, εκεί είναι σου λένε!
- Καλά ρε, είσαι σώλος τελείως; Πού ήθελες να το δω από κει πέρα και μου μανίζεις με το δαχτύλι σου... Άθρωπος δεν το βλέπει α δε ντο ξέρει πως είναι 'κιε! Σώλε, ε σώλε!
2. - Για που τραβάς, ρε σώλε; Τί ντύθηκες έτσι;
- Στα "Μαύρα Μεσάνυχτα" τραγουδεί απόψε μια ντανταλοβύζω...άλλο πράμα! Θαν' έρθεις;
-Άλλη δουλειά δεν έχω... Να πάνε θέλει κι οι άλλοι σώλοι, γη;
- Δε γ-κατέω... Μόνος προς στιγμής, γι' αυτό σου λέω...
- Κάτσε παέ στη φωθιά κι ανακέρωσέ τηνε μια ολιά να πάω...Ντριιιιιν! Α, ο Μαθιός είναι:" Έλα ρε σώλε, να φανείτε θέλει, γη μετανιώσατε;""Όι, ερχόμαστενε. Σε 20' είμαστε σπίτι σου".
- Ο σώλος ο κουμαριτζής ήτονε; Να μας αρχίνίξει στο χαρτί και να μας τ' αρπάξει... Όι δεν έχω χρόνο για τέθοια... Πάω στα μπουζούκια καλιά.
- Ξια σου. Εσύ, σώλε, θα χάσεις!
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός,-η,-ό που παραπέμπει σε τρολ, όπως το ορίζουν τα σκανδιναβικά ήθη κι έθιμα. Αναφέρεται σε άτομο αντίστοιχων ιδιοτήτων, με αντίστοιχη έκφραση στο πρόσωπο, δηλωτικής του άι κιου του πράγμα που συμπεραίνεται από τα λεγόμενα και τα πεπραγμένα του. Η σύγχρονη μόδα απαιτεί μια παρέα να έχει οπωσδήποτε ένα τρολίκι σε ρόλο γελωτοποιού για να σπάνε οι άλλοι πλάκα με τα καμώματα και τα φερσίματά του(Παρ.2). Κάποιες φορές όμως ο συνωστισμός τους είναι ενοχλητικός, όταν τρολίκια =/> (ίσα ή μεγαλύτερα) άτομα παρέας(Παρ.1). Εξαρτάται το αν είναι ευπρόσδεκτα ή όχι αναλόγως των επικοινωνιακών περιστάσεων. Αυτοί συνίσταται να είναι παρόντες για πλάκα. Σε σοβαρά μητινγκ μπορούν να σε ξεφτιλίσουν. Ο αριθμός συσσώρευσής τους παίζει σημαντικό ρόλο ως προς το ζητούμενο παραγόμενο αποτέλεσμα. Η σημασιολογική χροιά της λέξης κυμαίνεται από βρισιά έως αστειότητα. Συνώνυμα: μόγκολα, πίκπα.


1.- Θά' ρθεις σήμερα σινεμά; Θά'ναι η Καίτη, ο Βρούτος, ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης και ο Πάτρικ... Είσαι;
- Άσε με μωρέ, που θα βγω με τα τρολίκια...
2.- Πω, ρε ο Στέφανος δεν παίζεται... Να τον πάρεις στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου!
- Έλα ρε, φέρ'τονα σήμερα το παλιοτρολίκι να γελάσουμε... Θα κόψουμε φλέβα απόψε με τους ψευτοκουλτουριάρηδες που φαγώθηκες να βγούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που την έλεγε ο παππού μου, όντεν κιανείς ετόλμουνε να μην κάνει το θέλημά ντου ή να πάει κόντρα σ' αυτό. Όπως οι προετοιμασίες για εκλογές έχουν ανακατωσούρα, σούσουρο μεγάλο, πονοκέφαλο και μεγάλη φασαρία, ανεξάρτητα από αυτήν την ίδια τη μέρα που μοιάζει με πανηγύρι (το φερέλπιδο αυτό κλίμα κρατά μέχρι την καταμέτρηση των ψήφων που δικαιώνει για την αγωνία λίγους και απογοητεύει τους πολλούς όπως είθισται στις τελευταίες πολλές εκλογές που μας βρήκανε), έτσι και η εναντίωση σε κάποιον ισχυρότερο από άποψη δύναμης ή κύρους, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τα προεόρτια των εκλογών και ισοδύναμο με αρνητικά - ανεπιθύμητα εκλογικά αποτελέσματα στο τέλος. Με άλλα λόγια θα έχω μπελάδες, μαλώματα, καβγάδες, φασαρίες και θα υποστώ επιπλήξεις.

Παραλλαγή: θε(λει) να'χομε εκλογές. Στην Κρήτη χάριν ευφωνίας εμφανίζονται σύμφωνα για να εξαλειφθούν οι χασμωδίες. Το "ν" είναι το πιο κοινό γι' αυτόν το σκοπό. Έτσι το "ν" μεταξύ του "θα" και του φωνήεντος του ρήματος αναπτύσσεται δευτερογενώς, εφόσον το "θέλει να" έχει εξελιχθεί σε "θα" ως μόριο μέλλοντα και δεν αποτελεί εναλλαγή φωνηέντων. Αλλιώς "νά'χομε εκλογές θέλει". Υπάρχει, τέλος στην Κρήτη μια διαφοροποιημένη σημασιολογική χροιά ανάμεσα στον μέλλοντα της κοινής και σ' αυτόν της διαλέκτου, το μεσαιωνικό μορφολογικά μέλλοντα ως προς τη χρήση. Ο κοινός χρησιμοποιείται για να εκφράσει κάτι πιο απρόσωπα αλλά σίγουρο ότι θα γίνει, σαν να το επιβάλει μια ανώτερη δύναμη που εξασφαλίζει αυτή τη βεβαιότητα, ενώ ο μεσαιωνικός της διαλέκτου για κάτι στο οποίο εμπλέκεται άμεσα η προσωπική επιθυμία για κάτι που μέλλεται να γίνει και που εξαρτάται από αυτόν που συμμετέχει στην ενέργεια άμεσα και μπορεί να υπολογισθεί αυτό. Μπορεί να είναι πιο αβέβαιο, αλλά και πιο βέβαιο καθώς εξαρτάται από το ποιον του ομιλητή που εκφέρει τον μέλλοντα και το ρόλο που αυτός θα διαδραματίσει στην μελλοντική ενέργεια ή το τρίτο πρόσωπο το οποίο θα σχετιστεί μ' αυτήν και αναφέρεται.

- Μα θέλω να πάω κι εγώ μαζί τους... Γιατί να μην πάω;
- Αυτό που σου είπα! Και μην επιμένεις γιατί θα ν-έχομε εκλογές.

Εδώ, η ανώτερη δύναμη που εξασφαλίζει το αποτέλεσμα είναι ο ίδιος ο παππούς που προειδοποιεί την εγγονή του για την μη αποδεκτή επιθυμία της να πάει μαζί με τα ξαδέρφια της έξοδο. Άρα στον επίγειο Θεό της ελληνικής οικογένειας (λόγω παλαιότητας) αρμόζει η εκφορά αυτή καθώς αυτός ορίζει πότε θα ξεκινήσει το μπάχαλο αν γίνει τ' αντίθετο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέι στα αρτινά. Απαντά σε θηλυκό γένος κατ'αναλογία προς την "αδελφή".Πιθανότατα από τη λέξη "γκέι" απ' όπου έχει τον ίδιο αρχικό φθόγγο και την -ουέρα, κατάληξη επιτατική - μεγεθυντική της σημασίας κατ'αναλογία προς το "μάνα - μανάρα", "πόδι - ποδάρα" και με τάσεις γιουχαΐσματος με τη χρήση του "ου".
Απευθύνεται στους άρρενες ομοφυλόφιλους που έχουν κάποια υπερβολή στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά που τους προδίδει. Με άλλα λόγια είναι υποτιμητική εκδοχή αντίστοιχη της "κραχτής" ή "αδελφάρας ξεγυρισμένης", αυτού που φαίνεται όσο και όπως φαίνεται αλλά δεν ενδιαφέρεται για τα προσχήματα και βέβαια ούτε να το κρύψει ειδικά μεταξύ του κύκλου του που είναι εξοικειωμένος πλέον.

"Πω, ρε μάνα μ', τί'ναι φτούνη η γκουέρα; Φρύδι τσίτα, αποτρίχωση κάργα, χείλη φουσκωτά, λίγο κόκκινα, πουκάμισο λαμέ με λέλουδα, χέρι σπαστό... Κάποιος να βρεθεί να τον μαζέψει μην τον πετύχει κάνας αδερφός του..."

Got a better definition? Add it!

Published

σου το προσυπογράφω με πόδια και με χέρια

Έκφραση που ακούγεται όταν είμαστε τόσο σίγουροι για κάποιο γεγονός ή κατάσταση που χρειαζόμαστε ό,τι άκρο έχουμε διαθέσιμο - το πέμπτο των ανδρών δεκτόν - για να επικυρώσουμε με την υπογραφή μας γραπτώς, εν είδει συμβολαίου αυτά που ισχυριζόμαστε, έντονα και με τρόπο που δε χωρά αμφιβολία. Αντίστοιχες εκφράσεις είναι το "κόβω το κεφάλι μου", "βάζω το χέρι μου στη φωτιά" θυσιάζοντας μέρη του σώματος σε μορφή όρκου για ό,τι ισχυριζόμαστε ενώ εδώ την τιμή που έχουμε χτίσει στο όνομά μας που είναι ακόμα πιο σοβαρή υπόθεση για την υπόσταση μας σε περίπτωση που κλονιστεί η εμπιστοσύνη των άλλων σ'αυτό, καθώς "κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ'όνομα" που λέει και το ρητό. Διότι ανάπηρος ζεις, χωρίς κοινωνική υπόσταση όμως η ζωή είναι ανυπόφορη. Είναι η ύστατη επιβεβαίωση αληθείας που αφορά στην τιμή του ατόμου.


- Και είσαι σίγουρη μωρή πως τον είδες;
- Καλέ, ναι σου λέω! Την είχε παλαμαριάσει και της ψιθύριζε στ'αφτί...Βάζε τώρα με το νου σου τί της έλεγε.
- Ρε, τον κοίταξες καλά; Ήταν όντως αυτός; Σίγουρα δεν έχει δίδυμο αδερφό, κάποιον ξάδερφο να του μοιάζει διαβολεμένα;
- Όχι, όχι, όχι! Αυτός ήταν! Σου το ξανάπα. Ξανθός, πρασινομάτης, κατσαρομάλλης, με μύτη μεγάλη ίσια σουβλερή κι εκείνη την ελιά στο δεξί του μάγουλο! Σίγουρα αυτός ήταν, είναι πολύ χαρακτηριστικός, σαν ξένος, δεν μπορεί...
- Καταλαβαίνεις τώρα τι πάμε να κάνουμε; Να βάλουμε γιαγκίνι στα καλά καθούμενα; Πριν να της το πούμε, πρέπει να βεβαιωθούμε. Σπίτι πάμε να διαλύσουμε! Κι επειδή σε ξέρω... Λέγε. Ορκίσου! Ορκίσου ότι ένιωσες σωστά ό,τι είδες και δεν ήταν πάλι φαντασίες της αφηρημάδας σου.
- Ορκίζομαι... Να φάω τα κόκαλά μου...
- Η Βλαχοπούλου δε δεχόταν αυτόν τον όρκο. Ούτε κι εγώ, είναι γελοίος.
- Βάζω το χέρι μου στη φωτιά.
- Τίποτα πιο εκλεκτόν;
- Εεεε, κόβω το κεφάλι μου!
- Μπφ... Όλα αυτά γίνονται στο μιλητό. Δε θα ακρωτηριαστείς κι όλας...
- Ε, τότε σου το προσυπογράφω με πόδια και με χέρια! Να μην μπορώ να βγαίνω απ' το σπίτι αν είναι αλλιώς από τις ντοματιές που θα με περιμένουνε!
- Τώρα μάλιστα!... Άιντε πάμε να της πούμε το χαμπέρι, να δούμε τι θα βγει. Για να δέρνεσαι έτσι, κάτι ξέρεις εσύ...
- Δόξα σοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρίκαρα. Τόσο όσο κι όταν μού'ρχεται περίοδος μαζί με την κακοδιαθεσία, την αβολεψιά, τους πόνους που τη συνοδεύουν ως δύσκολη κατάσταση. Ειδικά όπως όταν συμβαίνει σε απρόσμενες στιγμές που δεν μπορείς να παρέξεις τις πρώτες βοήθειες στον εαυτό σου από παυσίπονα μέχρι σερβιέτες και πρέπει να σκαρφιστείς πώς θα βρεθείς σε χώρο να το κάνεις με την ησυχία σου και πολύ περισσότερο όταν σου συμβαίνει την ώρα που έχεις μπαλαμουτιαστεί με το γκομενάκι κι είστε έτοιμοι για το κυρίως πιάτο. Εκτός από τη φρίκη, σημαίνει και το ξενέρωμα που το συνοδεύει.
Η φράση ακούγεται από άντρες που εννοούν ό,τι παρατηρούν στη γυναικεία συμπεριφορά τις δύσκολες μέρες του μήνα. Λίγη νευρικότητα, λίγη υστερία, λίγη έλλειψη ψυχραιμίας, λίγη επιθετικότητα, λίγη αντιπαθούκλα, λίγη στριγγλότητα, λίγη γκροτεσκίλα... Και που για άλλους λόγους αυτά τα συμπτώματα μπορεί να βασανίσουν και αυτούς.


- Άστα να πάνε... Κι εκεί που είχα από κάτω το γκομενάκι και γκάπα γκούπα, τσαφ! Σπάει το προφυλακτικό. Άσε δε που έχυνα σαν να μην υπάρχει αύριο και δεν μπορούσα να σταματήσω και με τίποτα. Σαρανταπέντε λεπτά παιδευόμουνα. Δεν ήμουν σε καλή μέρα και τελείωσα ανισόρροπα...
- Καλά κι όταν το κατάλαβες;
- Μού'ρθε περίοδος, κόντευα να τρελαθώ. Λίγο μετά πιο ψύχραιμος λέω "αγόρι μου ψυχραιμία, συμβαίνουν και αυτά, δε θα τρελαθείς κι όλα... Γαμιάς είσαι, φάτα τώρα"...
- Κι άμα σου σκάσει κάνα παιδί;
- Κοίτα, φτιαγμένος είμαι κι εκείνη το ίδιο κι είμαστε και σε καλή ηλικία γι' αυτό. Καλή κοπέλα είναι,λίγο μεγαλύτερη, δεν έχουμε προλάβει να γνωριστούμε και πολύ, αλλά όλα εντάξει. Εγώ είμαι μέσα. Δε θέλω να καταντήσω μπακούρι...
- Μαλάκα, σκάσε γιατί μ'αυτά π'ακούω θα μου'ρθει εμένα περίοδος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του "εκεί που βγάζεις το ψωμί σου μη βάζεις το καυλί σου" (με το "να"' ως προτρεπτική υποτακτική κι όχι σκέτη προστακτική γίνεται πιο ρυθμικό - έμμετρο), αλλά με την ευρύτερη έννοια., να μην κάμνεις πουστιές στον ευεργέτη σου - αφεντικού σου, που σου δίνει δουλειά ρε φτωχομπινέ ψωριάρη , να είσαι δούλος να δουλεύεις, να μην εργάζεσαι, για να μη σκέφτεσαι τα χάλια της μίζερης ζωούλας σου - τώρα το αν σου δίνει και λεφτά, αυτό είναι άλλο ζήτημα (πουστιές λέγοντας:να του κλέβεις από το ταμείο, να κρατάς πρακτικά με ψεύτικα στοιχεία της επιχείρησης με σκοπό την υπεξαίρεση, να του μαμάς τη γυναίκα, την γκόμενα) και να θέτεις την κεφαλή σου στον τορβά με το πίτερο και μια εσάνς βίβερε περικολοζαμέντε, αλλά για κουτοπονηριά προς ανάκτησιν χαμένου εγωισμού κι όχι εφαρμογή μεγαλεπιβόλου σχεδίου για ανάκτηση χαμένης αξιοπρέπειας (γι' αυτό και το υποκείμενο χέζει εκεί που τρώει και δεν κάνει κάτι άλλο, φέρ' ειπείν να ξύνεται ή να φταρνίζεται , βρε αδερφέ).Τα δύσοσμα αποτελέσματα πλήττουν αμφοτέρους, αλλά λειτουργούν εις βάρος - πάντα! - του δευτέρου, που λίγο του μένει από το να τα φάει κι όλας εκτός από το να τα κάνει, εφόσον όλα τα σημεία οδηγούν σ' αυτόν. Καλή όρεξη και καλό βόλι.

1.-Ουγκ!
- Είντα "ουγκ", μωρέ μαλάκα; Τη φτόνη σου, δεν κατέεις που τηνε θέτεις και που όι;Μη χέζεις εκεί που τρώεις, δεν είπαμενε;
- Ου γκαλά τα κάκαλά μου! Τη φτόνη μου εκάτεχα, τα λιολιά μου δε μπροφύλαξα...
- Όι καημοί σου, τσ' αγιάς σου οικογένειας τα μπαλοταρίσματα, κακοκαιρίσμενε και τα κατήσια σου καμώματα, ανέ δε σε φουρτουνιάσανε!
2.- Τί είναι αυτές οι κούτες; Γιατί το γραφείο του Τάκη είναι άδειο;
- Δε τά' μαθες; Τάκης γιοκ. Πάει πια, του ήρθε ραπόρτο να ξεκουβαλήσει μέχρι το μεσημέρι...
- Μα γιατί;
- Την παροιμία:"Μη χέζεις εκεί που τρως" την ξέρεις;Ε, εκείνος δεν την ήξερε και λίγο λίγο, μουλωχτά έφτιαχνε κομπόδεμα σε βάρος όλων μας... Μπαρούτι από χτες τ' αφεντικό που τ' ανακάλυψε! Οι συνδικαλιστές να δεις... Πάντως η κοινή γνώμη εδώ είναι διχασμένη...
έκφραση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κουβέντες σε φιλικές παρέες όπου τέρθω αλλά μέσα δεν μπαίνω, να ξέρειςονοούμενα δίνουν και παίρνουν, οι πλάκες, οι χοντράδες και ο χαβαλές, είναι και ο στερατζής (εκ του stare) που όλη την ώρα καρφώνει το συνομιλητή του ελπίζοντας σε κάτι, κυρίως να τον ψήσει για πλάκα, κάποια έξοδο που θα καταλήξει με χοντρή μαλακία και τέτοια, φέρνοντάς τον σε αμηχανία. Ο άλλος για να ξεφύγει, τινάζεται, απλανεύει το βλέμμα, ατενίζει το κενό και αναφωνεί:"Μη με κοιτάς (εμένα)",μην υπολογίζεις επάνω μου για ό,τι σκέφτεσαι, μη με υπολογίζεις για συμμορίτη, μη με νομίζεις για ρουφιάνο" (αν τον καρφώνει με την κακή έννοια) ή δεν ξέρω και γω τί άλλο άβολο (νίπτει τας χείρας του με κάτι τέτοια, κάνει το κορόιδο). Ανάλογο του "μη μου τα λες εμένα" που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί η μία έκφραση να αντικαταστήσει την άλλη κυρίως όταν ο ομιλών έχει διάθεση επίπληξης προς το συνομιλητή του. Κατά τα άλλα το πρώτο χρησιμοποιείται για ξεγλίστρημα και αποφυγή εμπλοκής κάπου, το δεύτερο για τσεκάρισμα εμπέδωσης με λίγη ειρωνεία που και που απ' αυτόν που προκαλεί το ξεστόμισμα της έκφρασης.


1.- Πω ρε μαλάκα... Κοίτα πως έγινε το παπί! Όχι ρε πούστη μου, πάλι τα ίδια! Δε νομίζω... (το βλέμμα της τίγρης πάνω στο συνομιλητή)
- Μη με κοιτάς εμένα... Δε θα του το' δινα αν δεν ήσουν κι εσύ μπροστά.
- Σίγουρα ρε;
- Σίγουρα.
- Καλά, πάμε να δούμε τί θα το κάνουμε... Θα με σκοτώσει ο αδερφός μου, σ' το λέω!
2.- Έμαθα για ένα καινούργιο στούντιο, τί να λέμε τώρα. Άλλο πράμα! Κι εκεί τα κορίτσια είναι όλα τα λεφτά. Είσαι;(το βλέμμα του συνομότη)
- Μη με κοιτάς...Καλά...Άμα είναι θα ερθω, αλλά μέσα δεν μπαίνω να ξέρεις. Θα σας περιμένω στο σαλονάκι. Σιχαίνομαι.
3.- Ήθελα να'ξερα ποιος πούστης του το'πε, από που το έμαθε!Βρε μπας και... Μωρή λούγκρα!
- Μη με κοιτάς εμένα, άσε με κάτω!Παράτα με ήσυχο! Εγώ φταίω που ο,τι κάνεις το κάνεις βούκινο στο φβ! Πολύ θέλει ο άλλος, πόσο μάλλον ο ηδονοποστίας, η κουτσομπόλα να βγάλει τη βρώμα... Μαλάκα, εσύ τα φταις ολα και μιλάς κι από πάνω! Εσύ σε έμπλεξες και ζητάς και τα ρέστα! Αφού τα ξέρεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι γίνεται , κάτι κινείται, κάποια διαδικασία βρίσκεται σ' εξέλιξη, κάτι συμβαίνει κυρίως για καλό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καταστάσεις που η απόληξή τους είναι το γκομένιαζμα, ως συνώνυμο του κάνω/ έγινε φάση/ φασώνομαι, ή είμαι καθ' οδόν στο να φασωθώ και ίσως μετά και να κρεββατοκυλιστώ.


1.- Και τί έγινε τελικά με το πόστο σου;
- Παίζει φάση για προαγωγή, αλλά μη φανταστείς, ακόμα στον αέρα είναι.
2.- Τί έγινε χτες με τον Μάνθο στο πάρτυ;
- Άσε...Εκεί που χορεύανε όλοι κι ο καθένας στον κόσμο του απ'τα ξύδια έπαιξε φάση. Άρχισε να βάζει το χέρι του γύρω μου - να, έτσι!- μετά να μου ψιθυρίζει στ' αυτί ότι ήμουν η πιο όμορφη εκεί μέσα, ύστερα να μου φιλάει το λαιμό.. Χυμένοι και οι δυο στον καναπέ, ωστόσο... Χαμός σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified