Ο Νίκος Φίλης, ο νυν υπουργός της παιδείας (;) μας. (βλ. κατελισμός)


Βλ. εδώ κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν θέλω να στρίψω με όπισθεν, εκεί που θέλω να πάει ο κώλος μου εκεί στρίβω και το τιμόνι. Αν τον θέλω να κουνηθεί δεξιά, θα στρίψω δεξιά και το αυτό για τα αριστερά. Παράλληλα όμως κινείται η μούρη μου προς την αντίστροφη κατεύθυνση, γιατί η όπισθεν την πετάει έξω, εφόσον έχω καταστήσει κύριο μέρος κίνησης το οπίσθιο με το εμπρόσθιο ν ακολουθεί.
Στις νταλίκες όμως, που τα μέρη του τράκτορα και του ρυμουλκούμενου (ή τεμπέλη) είναι διακριτά και ενώνονται με κοτσαδόρο ή κοτσαδόρους (αν οι τεμπέληδες είναι πολλοί), δεν πρέπει η στροφή του τιμονιού να γίνει βάσει του πού είναι να κινηθεί ο τράκτορας, αλλά του πού πρέπει να κινηθεί ο τεμπέλης, με αποτέλεσμα εκεί που κινείται ο πωπός του τεμπέλη εκεί να κινείται και η μούρη του τράκτορα, καθώς στο σημείο σύνδεσής τους με τον κοτσαδόρο δημιουργείται γωνία σύμπτυξης, δηλαδή το όχημα συνολικά φαίνεται να διπλώνει. Άρα το ανάποδο τιμόνι, περιγράφει την ανάποδη κίνηση του τράκτορα κατά την όπισθεν, με το να ακολουθεί τη μεριά κίνησης του οπισθίου μέρους του οχήματος και όχι την αντίθετη όπως συμβαίνει με τα Ι.Χ., ή τέλος πάντων, τα λοιπά οχήματα πλην των νταλικών.Το κορυφαίο είναι ότι το κέντρο αναφοράς της περιγραφής αυτής της φράσης δεν είναι το ζητούμενο μέρος κίνησης, χάριν του οποίου εμφανίζει αυτή τη μοναδική συμπεριφορά το συγκεκριμένο όχημα κατά την όπθισθεν, αλλά αυτό που ακολουθεί την κίνηση αυτή και προκαλείται το συγκεκριμένο φαινόμενο.


- Καλά είμαι εδώ ή να το κόψω λίγο;
- Πάρε δυο ανάποδα τιμόνια και μετά ίσιωσέ το κι όλα εντάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που όταν κοιμάται, ροχαλίζει (πολύ). Τόσο όσο δεν περνά (εύκολα) απαρατήρητο και μπορεί να καταντήσει εκνευριστικό, όσο και οι συνέπειες από την αϋπνία μετά.


- Κομμένο σε βλέπω σήμερα...
- Μ' άφησες όλη νύχτα να κοιμηθώ, βρε μαλάκα; Και με φλόμωσες και μου ροχάλιζες... Τί είσαι συ ρε πούστη μου;
- Χαχαχα! Έλα τώρα... Μήπως υπερβάλλεις λιγάκι;
- Τί υπερβάλλω, ρε; Είσαι συ ένα ροχαλιστήρι και πορδοκλανιριτζίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλαστήμια - βρισιά που παίζει σε ιαμβικό μη καταληκτικό δεκαεξασύλλαβο (δηλαδή είναι παντού της μορφής βραχύ - μακρό, ή άτονο - τονισμένο, όπως θέτε πείτε το και στο τελευταίο ληκτικό μέτρο). Προκύπτει πιο πολύ από αμηχανία, παγωμάρα. Όταν αμέριμνοι στα καλά καθούμενα, σκάει κατάσταση που σηκώνει βρισίδι αλλά είμαστε ντεφορμέ και αντιδρούμε με ό,τι πρόχειρο κατεβάζει η γκλάβα με μισαναμένα τα αίματα (το ρεύμα δεν έχει ακόμα κατέβει). Ταυτόχρονα η συνέχιση σε στίχο με το "γαμώ το τουμπερλέκι σου" δείχνει πως η αρχική πρόθεση δεν ήταν ούτε διαπληκτισμός, ούτε το ότι τρώγομαι με τα ρούχα μου να τσαντιστώ, αλλά η κουφαμάρα με βρήκε out of the blue, έμεινα μαλάκας και είπα να τηνε περιπαίξω λιγάκι. Βρισιά στιγμής πιο πολύ για πλάκα και επειδή κάνει ομοιοκαταληξία το τουμπερλέκι, εύθυμη στο τσακίρ κέφι.


- Να ρε... Το είδες αυτό το σάιτ; Πω, όταν έχω τις μαύρες μου διαβάζω κάνα λήμμα και στρώνω!
- Τί είναι; Λεξικό διαβάζεις ρε μαλάκα;
- Περίπου... Το slang.gr. Φέρε το τάμπλετ να σου δείξω... Αχ, να ωραία. Κοίτα...
- Τί έπαθες; Γιατί γούρλωσες;
- Μαλάκα το φελέκι σου, γαμώ το τουμπερλέκι σου!... Δεν ήταν στερεωμένο στη θήκη καλά κι έτσι όπως το'πιασα, πήγε να μου πέσει και να σκάσει κάτω με τη μούρη! Φιου!...Στο τσακ το πρόλαβα... Να κοίτα να δεις τώρα εδώ το λήμμα ...

Αν το "φελέκι" είναι από την τύχη στα τούρκικα, δεν έχεις λόγο να βλαστημήσεις του αλλουνού παρά μόνο τη δική σου, γιατί αυτή σε αφορά άλλωστε άμεσα. Εδώ του βρίζεις του αλλουνού πράγματος ή προσώπου που σου την κάνει την πατάτα, αλλά επειδή θέλεις να του μαμήσεις το φασαριόζικο τουμπερλέκι του σώνει και ντε στα πλαίσια του τιραμισουρεαλισμού που σε διαποτίζει εκείνη τη στιγμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

με σακουλιάζουν

ως μέσης διάθεσης και το μορφολογικά παθητικό στο λήμμα.

Η κυριολεκτική σημασία του να βάζω κάτι μέσα στη σακούλα, έχει πάρει μεταφορικές διαστάσεις. Ο άνθρωπος σαν αντικείμενο σακουλιάζεται. Παλιά σλανγκ που λεγόταν για τα ντου που κάνανε οι αστυνομικοί και πηγαίνανε αυτόφωρο τους παραβάτες, τυλίγοντάς τους σε μια κόλλα χαρτί λες και είναι σαρδέλες.


- Ρε συ, που πήγε ο Μάκης κι οι λοιποί. Περίεργο! Πώς το ρεμπελιό των ποπολάρων δε φάνηκε ακόμη;
- Δε το'μαθες; Χτες βράδυ ξεσήκωσαν τη γειτονιά με μπουζούκια - μπαγλαμάδες και στήσανε γλέντι... Η χοντογιώργαινα η στρίτζω ειδοποίησε την αστυνομία και τους σακουλιάσανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είσαι κραυγαλέα απάτη. Τόσο εξόφθαλμα ψεύδεσαι γι'αυτό το άλλο που προσπαθείς να περάσεις πως είσαι, που απέχει παρασάγκας από την πραγματικότητα. Εμπλέκεσαι σε καλοστημένες απάτες, καλοδουλεμένες οφθαλμαπάτες και (προσπαθείς να) δημιουργείς πειστικό σκηνικό για να στεγάσει αληθοφανώς την παράγκα σου. Συνήθως περνιέσαι για μεγάλος στα λόγια και ανύπαρκτος στα έργα - κυρίως φημίζεσαι για τις επιδόσεις σου ως εραστής. Άλλος τομέας κοινωνικών δραστηριοτήτων που σε συναρπάζει: οι επιχειρήσεις. Αν και είσαι άφραγκος Ωνάσης, την πουλάς γουστόζικα την παραμύθα και χαραμίζεσαι που δεν τό' χεις σκεφτεί να κάνεις καρριέρα πολιτκού, όπου επιβάλλεται να λες ψέμματα και λόγω ασυλίας να μην τις τρως. Έστω κι έτσι όμως, κάνεις το κομμάτι σου και είσαι μια όαση γέλωτος για τον βαρύθυμο και καταθλιπτικό κοσμάκη της σήμερον. Παλιάτσος, που εναλλακτική επαγγελματική πορεία θα μπορούσε να είναι σε ουάν στάντ κόμεντυ. Τέλος, εννοείται πως εκτός από θεοκόμματος είσαι και σφίχτης, παρότι το γυμναστήριο το βλέπεις μόνο μέσα από διαφημιστικά φυλλάδια. Προσπαθείς να πουλήσεις μούρη και τον παίρνουν χαμπάρι ως κι οι πέτρες (τον παραποιημένο εαυτό σου). Παρ΄ολα αυτά συνεχίζεις απτόητος κι ούτε που σε νοιάζει το δούλεμα πίσω - ή και μπροστά - απ 'την πλάτη σου .Είσαι η επιτομή του τιραμισουρεαλισμού (ερήμην σου;), ο "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας;".


1. - Και που λες, τέζα το γκομενάκι... Να τη βλέπεις τη μοντέλα να σπαρταράει στην αγκαλιά μου και να εύχεται να μην τελειώσει... Πςςς... Πόρωση...
- Ίσα, ρε Τέλη... Κατούρα και λίγο... Και γω σου λέω πως είσαι φάβα... καλό το δούλεμα, αλλά δεν υπάρχει απόδειξη γι' αυτά που λες...
2. - Και τί νόμιζες; Πως αν δεν ήθελα εγώ δε θα το είχα πάρει το άιφον το 6+ στα 128 γκίγκα; Αλλά δεν αξίζει... Για να περάσεις μουσική σου μέσα είναι ολόκληρη μανούρα... Ξέρεις πόσα βγάζω το μήνα; Αλλά δεν τα μπορώ ρε συ τα ποζέρια, που πουλάνε μούρη... Εγώ εντάξει είμαι ανώτερος κι αλλά προτιμώ το λόου προφάιλ γιατί είμαι και μετριόφρων... Καλό και το σάμσουνγκ εουρόπα... Τα ίδια κάνει μόνο λίγο πιο αργά...
- Ναι, καλά, θά΄θελες.. Και γω σου λέω πως ψοφάς να έχεις μια τέτοια κινητάρα... Κι όσο γι' αυτά που βγάζεις το μήνα... Είσαι φάβα ρε! Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια...
3. - Πω ρε... Πιάστηκα πάλι στο γυμναστήριο... Τέσσερις ώρες ήμουν και σήκωνα βάρη... Τί εικοσάκιλα, τί κέττλμπελ, τί πιλάτες έκανα μετά... Άσε, ξεπατώθηκα... Αχ, ο ώμος μου...
- Και μένα μου φαίνεσαι λαπάς, και δε χρειάζομαι οδοντίατρο...
- Οδοντίατρο; Οφθαλίατρο ρε...
- Ξέρω, ξέρω τί λεω... Οδοντίατρο... Αφού δεν τρώγεσαι! Για να σε πιάσω... να, ίδιος όπως χτες! Είσαι φάβα, ρε! Να πας στα γκομενάκια να τα πεις - σε τα μας τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Έχω τελειώσει οριστικά με τις σεξουαλικές δραστηριότητες διότι έχω μπει πλέον βαθιά στην τρίτη ηλικία και έχω νιώσει τον αντίκτυπό της εκεί. Ο αόριστος δείχνει το τελεσμένο του πράγματος και την απίθανη ανατροπή του έστω και κατ' εξαίρεσιν.

- Δηλαδή ρε γέρο, άμα σού 'ρθει τώρα το γκομενάκι και σου κάτσει στα πόδια σου και ξέρεις τώρα, για τα παρακάτω, τί θα του πεις «δεν μπορώ»;
- Κι αφού δεν μπορώ; Και στο κάτω κάτω, τί να με κάνει εμένα... Εγώ, πάει πια, τελείωσα. Απογάμεψα... Σειρά σας τώρα να τα χαρείτε αυτά. Άλλα πράγματα μετρούν σ' αυτήν την ηλικία κι είναι ίδια μ' αυτά που μετρούν για τα παιδιά. Τα απλά, τα καθημερινά.

Δεν απαντά στον ενεστώτα. Γιατί ποιος παραδέχεται το μεταβατικό στάδιο που άλλωστε χαρίζει και την ψευδαίσθηση ότι «ακόμα το δουλεύω καλά;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παπαριές με αυτολογοκρισία (βαρεθήκαμαν το μπινελίκι και θέλουμε άλλο γλυκό). Είναι εξίσου καυτερές είτε έτσι, είτε αλλιώς.

- Πω ρε... Ο Σάκης δεν τρώγεται... Άρχισε να μου τον πρήζει πάλι με τις γκομενοδουλειές του, ο συφιλιδιασμένος και μου κολλάει άγρια - τον πούστη!
- Ασ' τονα μωρέ... Άρχισε πάλι τις πιπεριές του... Μαλακία η φάση του και θα του περάσει... Μη δίνεις σημασία, αμπλαούμπλας είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουστιά του κερατά

Ο μικρός Σκρουτζ βιοπαλαιστής ακόμα όταν τον κορόιδεψε ο Ντικ με την αμερικάνικη δεκάρα - Από το "Βίος και πολιτεία του Σκρουτζ Μακ Ντακ" του Ντον Ρόσα

Καραμπινάτη πουστιά που τίθεται στο στόχαστρο αυτού που την αντιλαμβάνεται. Αρχικά εννοεί την πουστιά ανταπόδοσης στα κέρατα της μοιχείας (δηλαδή της σεξουαλικής πουστιάς, απιστίας, εξαπάτησης) στα πλαίσια του ρητού της Π.Δ. "οφθαλμός αντί οφθαλμού και οδόντος αντί οδόντι" για να μη μείνει δόντι για δόντι και το της Κ.Δ. "μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις" γιατί το κάρμα - η "Θεία Δίκη" καθ'ημάς - είναι πουτάνα - σκύλα - χώστρα, κάνει πουτανιές και ανταποδίδει τις πουστιές κι έτσι ο κερατάς βρίσκει τη δικαίωσή του και η σκληρότητα του αφοπλίζει τους πάντες, δικαίους και ειδικά αδίκους.
Δυστυχώς, πολλές φορές η πουστιά του κερατά πηγαίνει εκ των προτέρων εκεί που δεν πρέπει αλλά είναι και άνευ λόγου οξεία, διότι αυτός που εξαπατά δεν έχει εξαπατηθεί πιο πριν για να δικαιολογείται τέτοια αγριότητα ή και μηχανορραφία εις βάρος μακαρίων άλλων που αν και ζωντανοί νομίζουν ότι βρίσκονται στις Μπαχάμες (ενν. Οι Μακαρίες Νήσοι) και πόσο μάλλον θα είχαν το νου τους στο βρώμικο παιχνίδι... Καθώς όμως οι νόμοι της αγοράς συνοψίζονται στο Σκρούτζειο ΜακΝτάκειο:"[...]Θα γίνω πιο πονηρός από τους πονηρούς" λησμονώντας το "και θα κερδίζω χρήματα ΤΙΜΙΑ" που είναι η λήξη του αποφθέγματος και την έναρξή του "θα γίνω πιο σκληρός απ'τους σκληρούς". Και αφού δεν υπάρχει διάθεση για σκληρότητα, τρανσεξουαλικοκαβαλικεύει το πράγμα και προσπαθεί ο πράττων την "πουστιά του κερατά" να κερδίσει τα ίσα κι όμοια με κείνον που όλα τα σφάζει κι όλα τα μαχαιρώνει ακόμη κι αν (ο πούστης) δεν τ'αξίζει με τις πράξεις που κάνει και αυτά που υποτίθεται ότι προσφέρει(παρόλα αυτά έχει την παράλογη απαίτηση το έχει του να παραβγαίνει ενός αξιολογότερού του). Μπορεί αρχικά να τα καταφέρνει αλλά η άδικη "πουστιά του κερατά" πάει διπλή ταρίφα από το κάρμα και ο δράστης της κοντά στα θυμαράκια από το νταμπλάς μιας πουστιάς που έκανε τον κύκλο της, όσο και νά'θελε να μην τελειώσει ποτέ.

Πουστιά του κερατά ≠ postιά του κερατά.


- Κοίτα ρε τους μαλάκες... Πήγα κι εγώ να χαρώ σαν ξενομπάτης από τα μαρκούτσια του διαδικτύου, με τη χαρά του πρωτάρη που δοκιμάζει κάτι καινούργιο και την πάτησα. Γλυκάθηκα από τη χρήση του ίντερνετ στο κινητό μου και ξεπέρασα λέει - το μήνυμα που μου έστειλε η εταιρεία - το όριο των mb που δικαιούμουν τζάμπα αυτόν το μήνα με το πρόγραμμά μου... μα καλά ρε γαμώτο, πού τα ξόδεψα; Δεν πρόλαβα να κάνω και τίποτα... Ένα πρόγραμμα κατέβασα, που έψαξα για να το κατεβάσω κάμποσο και λίγο μίλησα στο βάιμπερ... Γαμώτο!...
- Ηρέμησε... Αυτά συμβαίνουν... Να ξέρεις. Εντάξει δε λέω, γιατί δεν είχες και κάνω τρελό πακέτο... Πουστιά του κερατά, έτσι;... Αυτή η εταιρεία είχε γλυκάνει και στο παρελθόν πολύ κόσμο με προσφορές της και τώρα που όλα κοπήκανε τους πάει γαμιώντας... Αλλά μη στενοχωριέσαι... Αυτή η καινούργια των Κυπρίων βγάζει τώρα και σιμ για κινητά κι αυτή θα πάρει τον πούλο, αν συνεχίσει αυτό το βιολί. Έννοια σου... Γερμανοτσολιάδες, σκατόφαρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Παραπέμπει στον μαλακοβιόλη και του μοιάζει στη μαλακία, με τη διαφορά πως αυτός εδώ είναι σε όλα του μαλάκας ακόμα και στη στύση του που είναι μελάτη. Κατ' επέκταση, ο άχρηστος σε όλα του, το μπάζο, το βάρος της κοινωνίας, το στείρο στοιχείο που δεν κολλάει πουθενά και κοροϊδεύει ξεγελώντας τους άλλους με την παρουσία του πως κάτι κάνει, κάπου βόσκει εδώ γύρω και επικοινωνεί, ενώ ζει σε άλλο πλανήτη. Εκ του μαλάκας + καβιόλης (τεχνητό β' συνθετικό για να παραπέμπει στο χαζοβιόλη από κάβλα/καύλα και βιολί).

Εναλλακτικός τύπος ο μαλακοκαβλιάς (καβλιάς -καβλιάρης, αλλά μαλάκας, δηλαδή καβλομαλάκας) που του φέρνει αρκετά: έχει μεν επιδόσεις στο κρεββάτι, αλλά δεν ξέρει που το δίνει, έχει χαζοχαρούμενο γκομενικό κριτήριο και κάνει χαζοχαρούμενο σεξ και κατά κανόνα είναι και πρόωρος εκσπερματιστής.

Συνώνυμος, ο μαλακοκάβλης.


- Ήμουνα με τον Τάκη της προάλλες και...
- Ποιον εκείνον το μαλακοκαβιόλη που δεν του σηκώνεται όπως πρέπει;
- ΑΥΤΟΝ! Το ξέρεις κι εσύ;
- Την είχα πατήσει κι εγώ μαζί του. Βέβαια, πολύ παλιά... Καλά, μιλάμε το άτομο είναι τελείως ούφο. Πιο ούφο, πεθαίνεις!

χαρακτηρισμός προσώπου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified