Further tags

Αποδίδεται σε άτομα που δώσανε ό,τι είχανε και είναι πλέον άχρηστοι. Τα άτομα αυτά θέλουν αντικατάσταση, όπως ακριβώς τα χρησιμοποιημένα λάστιχα ενός αυτοκινήτου. Ο όρος αναφέρεται συνήθως σε γυναίκες, ποδοσφαιριστές, κτλ.

  1. Άσε την Πόπη και βρες καμία πιτσιρίκα. Αυτή είναι καμένο λάστιχο.

  2. Στο μαγαζί σου να προσλάβεις πωλήτριες με προσόντα και προπάντων να είναι μικρές σε ηλικία. Μην προσλάβεις καμία 50άρα... Αυτή είναι καμένο λάστιχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σινάφια ανταγωνιστικών επιχειρηματιών, μπασμένων στα βαθιά κόλπα αφανών και σιωπηλών κομματόσκυλων, της παράγκας, ενημερωμένων μουμουέδων κι όχι μόνον, έτσι αποκαλείται ο εχέμυθος ντιλιβεράς των μπικικινίων της διαπλοκής, δωροδοκίας, των μιζεκλικίων, της μιζθοδοσίας, της ευγενούς χορηγίας, του λαδιού ντε, για την ομαλή λειτουργία των μηχανισμών για το ...κοινό καλό.

Και φυσικά ο κουβαλητής ποτέ δε ρωτά πόσο μακριά πηγαίνει η βαλίτσα, για της οποίας το περιεχόμενο ξέρει καλά πως ποτέ δε θα αισθάνονταν άνετα εν είδει επιταγής σε φάκελο ευδώδη κεκλισμένον: αυτή δεν περνά τόσο άνετα κάτω από τα ραντάρ.

Για αυτούς που δεν ξέχασαν την εποχή μεταφοράς τούβλων σε κούτες από πάμπερς, είναι σχεδόν συγκινητική τόσο η ιστορική συνέχεια, όσο κι η εξέλιξη της όλης θαυματουργής διαδικασίας που μετατρέπει βρώμικο ή μαύρο χρήμα από επιχειρηματικό, είτε σε αντίστοιχο πολιτικό, είτε σε καθαγιασμένο από τον τζόγο, κεφάλαιο προς νόμιμες επενδύσεις.

Ο όρος ξαναβγήκε στην επιφάνεια λόγω των πρόσφατων παραγκοεξελίξεων που συντάραξαν το πανελλήνιο. Το περίεργο τάιμινγκ, μια κι ο Ερμής είν’ αθώος, αποδίδεται, με βεβαιότητα, στο πως βρισκόμαστε μεταξύ εκλείψεων.

1.
Όταν ξεκινάει ο απεργός μιλώντας για τις θέσεις εργασίας που θα χαθούν, (ναυτεργάτες), ή για τις εταιρίες που θα τους πάρουν ολωνών το επάγγελμα και θα τους κάνουν φτωχομπινέδες μεροκαματιάρηδες, (φορτηγατζήδες), ή για το ξεπούλημα της ενέργειας της χώρας σε βαλιτσάκηδες λαμόγια που κοιτάνε, ίσα που προφταίνουν, ν’ αρπάξουν κάτι απ’ τα έτοιμα, τώρα που βρήκανε τη χώρα αφύλακτη και σε τιμή ευκαιρίας, (εργαζόμενοι της ΔΕΗ), έρχονται τότε τα ξεπουλημένα παπαγαλάκια, μαζί κι η τσαπερδόνα χορεύτρια βουλευτής, και αρχίζουν εν χορώ να ξετυλίγουνε θαρρείς όπως το πατρόν, τον παμπάλαιο διάλογο της πλύστρας:….

2.
Μόλις «δέσει» το στήσιμο, οι λεγόμενοι «επενδυτές» ή «βαλιτσάκηδες» αναλαμβάνουν δράση. Το βρώμικο χρήμα που έχει συγκεντρωθεί από άλλες παράνομες δραστηριότητες πρέπει να ξεπλυθεί και το ποδόσφαιρο αποτελεί (παγκοσμίως) μια διαδεδομένη δίοδο.

(Όλα από το δίχτυ)

Προς αναζητητές κλεμένων: Cherchez le valisas! (από sstteffannoss, 26/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο, ο παίκτης που δεν παίζει αλλά παραμένει στον πάγκο.

Κυρίως απαξιωτικός χαρακτηρισμός για παίκτες που δεν το 'χουν, είναι παλτά και γι' αυτό ο προπονητής δεν τους βάζει να παίξουν. Ή δεν θα έπρεπε να τους βάζει.

Παγκίτης όμως είναι και ο παίκτης που δεν έπαιξε σε κάποιον συγκεκριμένο αγώνα για άλλους λόγους, π.χ. λόγω τραυματισμού ή επειδή ο προπονητής του τον προστατεύει εν όψει σημαντικότερης αναμέτρησης. Επίσης είναι και ο παίκτης που ξεκίνησε στον πάγκο αλλά μπήκε στο παιχνίδι ως αλλαγή.

1α. Από εδώ:

CB: Cante (gia mena apo auta pou exw akousei fenetai kali periptwsi kai oxi pagitis se sxesi EIDIKA me auton ton videokaseta to sarriegi)

1β. Από εδώ:

akraia back(holebas-modesto) oute gia protathlitismo vita ethnikis...oi metaggrafes tou valverde DEN(ourtado mono gia pagitis dil trito haf k fouster se mia pliri 11ada mono k afto ipo sizitisi...)

2α. Από εδώ:

Παγκίτης και πάλι ο Μπέκαμ. «Αισθάνομαι μεγάλη απογοήτευση όποτε δεν μπορώ να παίξω. Αλλά δουλεύω σκληρά ώστε να επιστρέψω όσο γίνεται πιο σύντομα» [σ.ς. είναι τραυματίας]

2β. Από εδώ:

Ανετη επικράτηση του Εργοτέλη επί της Κέρκυρας με 3-0, σπουδαίο παιχνίδι από τον «παγκίτη» Βερπακόφσκις.

Got a better definition? Add it!

Published

Χλευαστικός χαρακτηρισμός οπαδών του ΠΑΟ για τον δημοσιογράφο Κώστα Γκόντζο, τον οποίο θεωρούν νούμερο ένα τσάτσο της διοίκησης Βαρδινογιάννη.

Ο χαρακτηρισμός περιέχει σαφές σεξουαλικό υπονοούμενο (ομοιότητα σχήματος τουλούμπας και πέους) και επίσης ειρωνεύεται τον υπέρβαρο σωματότυπο του δημοσιογράφου. Ο πρώην πρόεδρος της ομάδας Ν. Πατέρας είχε αποκαλέσει έτσι τον Γκόντζο κατά την διάρκεια ραδιοφωνικής του συνέντευξης.

- Ρε φίλε είδες τι έγραψε πάλι ο Τουλούμπας;
- Έλα μωρέ, δεν τον ξέρουμε τόσα χρόνια τι τσάτσος είναι;

Ο περί ου ο λόγος, από όχι και τόσο κολακευτική σελίδα στο φατσοβιβλίο... (από Vrastaman, 02/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μποντιμπιλντεράδικο συμπεριέχον, ποιοτικός είναι αθλητής με χαμηλά ποσοστά σωματικού λίπους και, αντιστοίχως, υψηλά ποσοστά καθαρού κρέατος.

Η χρήση του ποιοτικός, εν αντιθέσει προς τα τετριμμένα φέτας, κομμάτιας, κλπ, ή προς τα «λαϊκότροπα» και ολίγον τι vulgar φιτίλιας, σφαγμένος, κλπ, αποκλείει ενδεχόμενη ειρωνεία ενώ προσδίδει επίφαση επιστημονικότητας και επομένως αυξημένο κύρος στο λόγο του ομιλούντος μπιλντεροϋποκειμένου.

- Πώς τον κόβεις το Μήτσο;
- Πολύ πιο ποιοτικός από πέρσι. Δε βλέπεις φλεβίδι που έχει πετάξει; Καλώδια κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν χρησιμοποιείται στο μπασκετικό ιδίωμα σημαίνει έναν πανύψηλο και θηριώδη σέντερ, που και μόνο λόγω των σωματικών του προσόντων λειτουργεί προστατευτικά ως προς το καλάθι, πόσω μάλλον αν ξέρει και καλή άμυνα. Λέγεται και σκιάχτρο. Πρόκειται για χαριτωμενίστικη μεταφορά πραγματικότητας του ποδοσφαίρου και άλλων αθλημάτων στο μπάσκετ.

Η Ρωσία είναι καλή ομάδα και έχει και έναν δύσκολο τερματοφύλακα τον Μοζγκόφ, αλλά και άλλους καλούς ψηλούς.

Got a better definition? Add it!

Published

Άτεχνος ποδοσφαιριστής, που λογικά είναι κατάλληλος μόνο για να παίζει στόπερ (άντε και αμυντικό χαφ στο πολύ κατενάτσιο). Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βαράει τους αντιπάλους, να κερδίζει που και που καμιά μπάλα χωρίς φάουλ και να τρέχει πέρα δώθε λυσσαλέα.

Δε θα πρέπει να συγχέεται με το «τρεχαντήρι», ο οποίος είναι εξ ορισμού εξάρι / οχτάρι (αμυντικό / κεντρικό χαφ δηλαδή) και παίζει box-to-box, δηλαδή από τη μια περιοχή μέχρι την άλλη. Το «τρεχαντήρι» μπορεί να έχει καλή πάσα ή έξυπνο παιχνίδι. Ο μαρμαράς, ποτέ.

Μου έχει βάλει και τον Τοροσίδη δεξί μπακ... Αυτός είναι τελείως μαρμαράς ρε φίλε. Στις δέκα σέντρες, οι εννιά πάνε πλάγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δίκαιος, ο μη στημένος, ο αμερόληπτος, αυτός που τηρεί ίσες αποστάσεις από τα δύο αντίπαλα μέρη, που παίζει το παιχνίδι πενήντα-πενήντα.

Κυρίως προσδιορίζει διαιτητή / διαιτησία αλλά και τον αντίστοιχο αγώνα (πρβλ. τα σπόρια). Υπάρχει και επίρρημα, πενηνταρίσια (όπως λέμε παλικαρίσια).

  1. Από εδώ:

Δεν λέω ότι έπαιξε η ομάδα μου αλλά έτσι χαλαρά όπως έπαιζε εάν ήταν πενηνταρίσιος ο διαιτητής το ματς τουλάχιστον θα έληγε Χ.

  1. Από εδώ:

Πάμε να δούμε τα αγωνιστικά και πάντα υπό την συνθήκη ότι θα δούμε ένα κανονικό παιχνίδι, σε κανονικές συνθήκες, με κανονική πενηνταρίσια διαιτησία.

  1. Από εδώ:

Επόμενος αγώνας την Κυριακή 21/02/2010 στις 19.00 με το βάζελο στην Τούμπα. Με νίκη χτυπάμε ακόμα και πρωτάθλημα. Εκεί δεν θα φανεί μόνο πόσα απίδια χωράει ο σάκος μας, αλλά και πόσα απίδια χωράει ο σάκος του ελληνικού ποδοσφαίρου. Είμαι περίεργος να δω πόσο πενηνταρίσιο παίξιμο θα έχουμε από τη διαιτησία (προβλέπω Κάκο...)

  1. Από εδώ:

Δεν θα τον ξανααναφέρω με την προϋπόθεση πως η ΚΕΔ θα ορίσει φέτος στο ΠΑΟΚ-Άρης τον μοναδικό διαιτητή που σας έχει παίξει «πενηνταρίσια» σε μεταξύ μας μάτς (όπως λέτε), τον μεσιέ Σπάθα.

Στο 0:40 και πιο μετά. (από patsis, 16/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελαμένος οπαδός της ΑΕΛ κι εν γένει ο φανατικά τοπικιστής Λαρισαίος.

Τίτλος παρμένος από την παρακάτω διαφήμιση:
- Παιδιά, είμαι ο Τυροτρέλας και με την TIROTRELLA Kerrygold παίζουμε και τρώμε. Πραγματικό τυρί από αγελαδινό γάλα. TIROTRELLA Kerrygold! Όταν τρώμε, παίζουμε.

Καλά ρε αυτός ο Γιαννάκης πολύ τυροτρέλας την έχει δει τελευταία, μέχρι και στις προπονήσεις της ΑΕΛ πηγαίνει.

(από nobody, 06/10/11)(από nobody, 06/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που είναι επιφορτισμένο με το καθήκον του να μαζεύει τις μπάλες που φεύγουν από τον αγωνιστικό χώρο διαφόρων παιχνιδιών και να τις επιστρέφει πίσω στο γήπεδο. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για άσχετους ποδοσφαιριστές ή καλαθοσφαιριστές. Η χρήση του θηλυκού γένους και για τους άνδρες καθιστά την έκφραση περισσότερο υποτιμητική.

Άντε ρε το γίδι που θέλει να παίξει και στη βασική! Μπαλομαζώχτρα τον είχαμε στη Λιβαδειά και μας έγινε φίρμα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified