Θα πραγματευτούμε τρεις (από τις πάρα πολλές) χρήσεις κι εφαρμογές του πελατακίου.


Η πρώτη μας έρχεται από την μπουρδελοσλάνγκ: πρόκειται για τον τακτικό θαμώνα πόρνης, μπουρδέλου, φραπενέ, ή άλλου ευαγούς ιδρύματος.

- Παρασκευή βράδυ και ήμασταν μισή ντουζίνα πελατάκια. Τεμαχια? Δεν έχω λόγια να τα κακοχαρακτηρίσω. Εκεί να δεις δράμα, μια Τζούλια απί Ρομανία ψιλοέσωζε την κατάσταση από τον εμετό που κινδύνευε οιοσδήποτε έβλεπε μέχρι και 50άρα χοντροτζίλφ που επέμενε ότι είναι από Ισπανία(!), μια ξανθιά αλβανόμορφη ρουμούνα και κάνα 2 άλλες που δε γυρνάς να κοιτάξεις καν. (από μουρδελοσάη)

- Με καλημέρισε και χωρίς διακοπή ενημέρωσε για το πρόγραμμά της: «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πάνω-κάτω, πισωκολλητό, 10 έουρω!» Υπηρεσία ήταν καποτούλα-χωρίς: «Έλα μωρό μου να περάσεις, θα γίνεις πελατάκι, έλα μωρό μου!» Η οποία, αφού της έδωσα το ακριβές αντίτιμο, με πέρασε στα ενδότερα: «Έλα από δω γιαβρί μου, ένα από δω!» (από μουρδελοσάη)

Αγγικανιστί: trick, john.


Η δεύτερη μας έρχεται από τον χρηματιστηριακό κόσμο: πελατάκια αποκαλούν τα μπροκεράκια τους πιστούς αλογομούρηδες πελάτες τους, οι οποίοι ακόμα και στις αρκουδιάρες αυτές μέρες στην αυγή του Δραχμαγεδδώνα παράγουν τζίρο. Οι προμήθειες από ένα και μόνο καλό πελατάκι είναι ικανές να συντηρήσουν μιαν ολιγομελή οικογένεια.

- Οι brokers είναι πάντα κερδισμένοι αν αρκούνται στις προμήθειες τους (αρκει να συντηρούν τα πελατάκια τους) (εδώ)

- Τα καλύτερα πελατάκια (παγκοσμια) είναι τα ασφαλιστικά ταμεία με ρευστά διαθέσιμα εκατοντάδων εκατομυρίων, ασφαλιστικές εισφορές κάποιων κακομοίρηδων, εσένα, εμένα, κλπ. (εκεί)


Η τρίτη και μακρύτερη αφορά στις συμβιωτικές πελατειακές σχέσεις στην πολιτική (αλλαξοκώλι βολευτών - ψηφοφόρων) και στην πουτάνα μπάλα (ασχήμειες τση παράγκας παραγόντων - οπαδώνε):

- Στριπτίζ για τα πελατάκια: Όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές εκείνοι που έσκιζαν τα ιμάτιά τους στο όνομα των μεταρρυθμίσεων και μιας νέας αντίληψης για το κράτος δικαίου και τη σχέση με τους πολίτες, αρχίζουν το στριπτίζ σε μια προσπάθεια να κλείσουν το μάτι στην πελατεία τους (εδώ)

- Τα κόκκινα πελατάκια γουστάρουν ξανά ΤΣΟ κ ΛΟ ΚΑΙ στην Ευρωλίγκα! Για ακόμη μια φορά...(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος από τη slang των ορειβατών.

1. Μιλάμε για έναν ρόλο που ανατίθεται σε έναν έμπειρο ορειβάτη. Ο ρόλος σκούπα ανατίθεται συνήθως στον υπαρχηγό μιας ορειβατικής ομάδας. Ενώ ο αρχηγός βρίσκεται συνήθως πρώτος, ο άνθρωπος σκούπα βρίσκεται στο τέλος της ομάδας εποπτεύοντας την κίνηση των μελών της ομάδας με στόχο να βεβαιωθεί ότι δεν θα μείνει κανείς πίσω. Έτσι, σκανάρει τον χώρο σαρώνοντας την κίνηση των μελών της ομάδας, βοηθώντας όσους τραυματίζονται, όσους δυσκολεύονται κλπ, λες κι είναι σκούπα που σκουπίζει και καλά τα άτομα της ομάδας προς την ορθή κατεύθυνση.

Συνεπώς το άτομο αυτό πρέπει να διαθέτει ικανότητες και εμπειρία από συμμετοχές σε ορειβατικές αποστολές, εμπειρία στις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης ανάβασης, εμπειρία στις συγκεκριμένες συνθήκες ανάβασης (π.χ:διαδρομή ανάβασης, κλιματολογικές συνθήκες, κλπ), ώστε να μπορεί να χειριστεί ενδεχόμενες αντιξοότητες. Επίσης πρέπει να έχει αυξημένες επικοινωνιακές ικανότητες, αίσθημα αλληλεγγύης προς τους άλλους, καθώς και την απαιτούμενη εμπειρία για την προσφορά των υπηρεσιών του σε γκρουπ ορειβατών με παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτό που συζητάμε (π.χ: πλήθος ατόμων, ηλικίες ορειβατών, ορειβατική εμπειρία ατόμων, κλπ).

Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, βλ. παρ. 1.

2. Εδώ η ομάδα χωρίζεται σε υποομάδες. Η ορειβατική υποομάδα που ανεβαίνει τελευταία, η υποομάδα σκούπα, ανεβαίνει με πιο αργό ρυθμό από τις άλλες, με στόχο να ελέγχει σαρώνοντας τον γύρω χώρο μήπως και βρει ταλαίπωρους ορειβάτες της ομάδας που, στην προσπάθεια τους να ανέβουν, έμειναν πίσω, τραυματίστηκαν, έχασαν τον δρόμο τους, κλπ. Αυτούς τους κατευθύνει, σκουπίζοντας τους και καλά, προς την ορθή κατεύθυνση (βλ. παρ. 2).

  1. Αν δεν έχομε φτάσει στα Γιάννενα, ας πούμε ως τις 9 το βράδυ, σημαίνει ότι κάποιος ξέμεινε, ή χάθηκε, ή τραυματίστηκε, ή … Συνειδητοποίησα πως οι περισσότεροι αγνοούμε πως γυρίζουμε πίσω ευχαριστημένοι και ασφαλείς χάρη στη σκούπα. Χάρη σ’ αυτόν που κλείνει την πορεία: δίνει κουράγιο σ’ εκείνον που ξέμεινε, κουβαλάει ένα σακίδιο παραπάνω, μένει χωρίς μπατόν, βρίσκει το μονοπάτι (αφού οι άλλοι έχουν φύγει εδώ και ώρα),... Ελάχιστοι έχομε κατανοήσει ότι η ευχαρίστησή μας στο τέλος οφείλεται στη λόξα του Γιάννη του Γιώτη να κάθεται τελευταίος
    Δες

  2. Χωριστήκαμε σε τρεις ομάδες. Με την πρώτη έφυγαν οι «έμπειροι» ορειβάτες. Ανεβαίνουν γρήγορα και σε ορισμένα σημεία τρέχοντας. Με την δεύτερη και πολυπληθέστερη ήμασταν και εμείς. Θα φθάναμε στο καταφύγιο «Αποστολίδης» σε οκτώ περίπου ώρες... Με την τρίτη θα έφευγαν οι τελευταίοι, οι οποίοι θα ανέβαιναν πιο χαλαρά σε δέκα περίπου ώρες. Κάνοντας και την απαραίτητη σκούπα αν έμενε πίσω κάποιος από τους προηγηθέντες. Και στις τρεις ομάδες υπήρχαν έμπειροι ορειβάτες, με φορητούς ασυρμάτους, οι οποίοι γνωρίζουν τον Όλυμπο σαν το σπίτι τους. Δες

(από GATZMAN, 28/10/09)(από GATZMAN, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον αρχηγό, το συντονιστή μιας ομάδας ή ενός project. Κυριολεκτικά σημαίνει τον προπονητή αθλητικής ομάδας. Σε κάθε περίπτωση είναι αυτός που έχει το γενικό πρόσταγμα και αυτός ο οποίος θα ακούσει τα μπινελίκια σε περίπτωση αποτυχίας ή ακόμη και ατυχίας.

Στην αργκό μπορεί να συναντήσετε και τα πιο σοφιστικέ «κότσης» και «κότσας», που έχουν και μια δόση «κότσια» (guts, αρχίδια). Πάντως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το «κώτσος», που έχει τελείως διαφορετική σημασία. Γενικά ο όρος θεωρείται επαινετικός και φανερώνει την αποδοχή του υποκειμένου από την ομάδα.

  1. Γεια σου ρε κόουτς!

  2. Κόουτς, έχουμε πρόβλημα! Οι πολυπλέκτες τα 'παιξαν. Μόνο εσύ μπορείς να σώσεις την κατάσταση. Θα 'ρθεις λίγο;

  3. - Το κάνω με τον παλιό τρόπο και δε γαμιέται, βαρέθηκα!
    - Αν σε πιάσει ο κόουτς θα σε σκίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έτοιμος να αναλάβει επαγγελματικά ή άλλα καθήκοντα ή δράση, ο ετοιμοπόλεμος, ιδίως όταν πρόκειται για νεοαποκτηθέντα εργαζόμενο ή στέλεχος.

Ο όρος προέρχεται από την ποδοσφαιρική αργκό, όπου μία ποδοσφαιρική ομάδα αγωνίζεται με 11 ποδοσφαιριστές και εντεκαδάτος χαρακτηρίζεται ένας παίκτης έτοιμος να αγωνιστεί χωρίς να θεωρείται απροετοίμαστος ή να χρειάζεται περίοδο προσαρμογής.

Acknowledgement: Το λήμμα εμφανίζεται στον ορισμό τσιμεντάτος του notheitis

- Πώς τον βλέπεις τον νέοπα που προσέλαβε ο διευθυντής για την εξυπηρέτηση πελατών;
- Μια χαρά βιογραφικό έχει. Φουλ εντεκαδάτος!

(από Κωνσταντίνος Ωμέγας, 14/07/10)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες πιτσαρίσματος, όλες κάργα αμερικλανιές.

- O Brian Duensing με υποδειγματικό πιτσάρισμα σε οκτώ innings, οδήγησε τους αποδεκατισμένους Minnesota Twins στη νίκη με 6-0 επί των Kansas City και παράλληλα στο πρώτο σουίπ μετά από τέσσερα χρόνια!
(εδώ)

- Στο Χόλιγουντ η ανωνυμία δεν απέχει παρά ένα βήμα από την επιτυχία, και αυτό το βήμα το λένε πιτσάρισμα. Πιτσάρω σημαίνει αφηγούμαι μια ιστορία με τον πιο δελεαστικό τρόπο, για να πουλήσει. Μέσα σ' έξι λεπτά το πολύ, ακόμα καλύτερα σε τέσσερα, στην ιδανική περίπτωση δύο. (εκεί)

- Κοβω ξερω γω κανα chop και το ριχνω και ενα Pitching στα 300 Cents για παραδειγμα υπαρχει καποιος τροπος/ορισμος (πεστος οπως θες τσπν) ωστε να ρυθμισω το μπασο με τετοιο τροπο ωστε να εφαρμοστει «ακριβως-περιπου» στο chop (που εκοψα) οσον αφορα τα cent;
- δοκιμασε να πιτσαρεις και το μπασο οσο πιτσαρες το sample και βρες την μελωδια λιγο πιο πανω
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωσιματίας διαιτητής, κιτρινίζει τους παίκτες σαν να μην υπάρχει αύριο.

Σπανιότερα (και κυρίως στην μαρτυριάρικη μεγαλόνησο) καρτάκιας αποκαλείται κι ο παίχτης που συνεχώς τρώει κάρτες.

- Ματς για γερά νεύρα που αν λάβουμε υπόψη και το ματς του πρώτου γύρου που είχε μπόλικο ξύλο και 6 κίτρινες. Διαιτητής της αναμέτρησης ο Ούγγρος Κασάι που έιναι καρτάκιας.

- «Καρτάκιας» διαιτητής στο Ελλάδα-Νιγηρία

- Ο «καρτάκιας» Τιάγκο Κόστα: Δίχως ίχνος αμφιβολίας, ο Τιάγκο Κόστα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ποιοτικότερους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού. Ο Πορτογάλος δεξιός μπακ, όμως, συνοδεύεται από ένα αρνητικό στατιστικό στοιχείο.Αγωνίστηκε σε πέντε ματς και αντίκρισε ισάριθμες κίτρινες κάρτες!

Ο Θεός να σε φυλάει! (από Vrastaman, 07/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του οδηγού της φόρμουλα 1, Μίχαελ Σουμάχερ.

Αναφερόμαστε στον οδηγό που την έχει δει πιλότος και τρέχει μαλλιοκούβαρα. Μπαίνει στις στροφές με τις μπάντες και με τις πόρτες ενώ η αδρεναλίνη του είναι μόνιμα στο κόκκινο. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώνεται από όπου περνάει, ενώ είναι ικανός να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμα του.

Συχνά «χαίρει» της εκτίμησης περαστικών που τον παρασημοφορούν με φάσκελα, όταν τον δουν μπροστά τους. Αυτός όμως, τους έχει συνδεμένους με κέντρο, και ζώντας στην καρακοσμάρα του, συνεχίζει την πτήση του. (βλ. Παράδειγμα 1). Άλλες φορές δε, εντυπωσιάζει με τις ικανότητες του, τους φίλους του. (βλ. Παράδειγμα 2)

  1. - Φάε ρε το μαλάκα το Σούμι. Πώς τρέχει έτσι το άτομο;
    - Δε λες που παραλίγο να μας σκοτώσει.

  2. - Σωστός Σούμι ο Μήτσος. Δεν κατάλαβα για πότε φτάσαμε στην Πάτρα!

Μίχαελ Σουμάχερ (από GATZMAN, 28/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη του λήμματος δεν αναφέρεται σε αυτούς τους τσοχανταραίους. Πρόκειται για διαφορετική περίπτωση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη σχηματίζεται από τις λέξεις τσόχα και αντάρα.

Η λέξη τσόχα παραπέμπει στην πράσινη τσόχα και κατ' επέκταση σε σχετικά μ' αυτή τυχερά παιχνίδια όπως: χαρτοπαίγνιο (31, black jack, Θανάσης, πόκερ, κ.λπ.), ρουλέτα, κ.λπ. Τα τυχερά αυτά παιχνίδια μπορούν να γίνουν σε σπίτια, σε λέσχες, σε καζίνο, κ.λπ.

Η λέξη αντάρα αναφέρεται στη μανία ορισμένων προκειμένου να πάνε στο πεδίο της μάχης (χαρτοπαίγνιο) για να ποντάρουν τεράστια ποσά, καθώς και στα διαρκή χτυπήματα τους με στόχο το μπαγιόκο, το ρεφάρισμα και την αποφυγή του φαλιρίσματος. Μιλάμε για την... αντάρα!

Οι τσοχανταραίοι εφαρμόζουν τις στρατηγικές τους και κάνουν τις σχετικές λαμογιές τους, με στόχο να εξέλθουν τροπαιούχοι απ' το πεδίο της μάχης.

Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, η πίεση και η αδρεναλίνη είναι σταθερά καρφωμένες πάντα στο κόκκινο. Είτε τους πάρουν τα σώβρακα, είτε κερδίσουν, αυτοί συνεχίζουν στη μαστούρα τους.

Άρα, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως τσοχανταραίους στη συγκεκριμένη περίπτωση, χαρακτηρίζουμε τους μανιακούς των αναφερόμενων τυχερών παιχνιδιών, οι οποίοι, όπως και οι παλιοί τζοχανταραίοι, δε διστάζουν σε τίποτα προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους (να πάνε, να παίξουν, να νικήσουν).

Βεβαίως, στα παράνομα χαρτοπαίγνια, οι τσοχανταραίοι (μανιακοί χαρτοπαίκτες) φοβούνται μην τους πιάσουν στα πράσα οι τζοχανταραίοι (μπασκίνες).

Μέγας τσοχανταραίος, ο Nick the Greek.

Συνώνυμη λέξη: τζογανταραίοι (εκ των λέξεων τζόγος και αντάρα).

-Που είναι ο Βρασίδας;
-Έχει πάει ο μαλάκας μαζί με κάτι άλλους τσοχανταραίους να ακουμπήσουν περιουσίες πάλι στην πράσινη τσόχα. Θέλει λέει να ρεφάρει για να πάρει ένα πανάκριβο μενταγιόν στη Λίλιαν, αλλά με την γκίνια που τον δέρνει τελευταία, θα χάσει και τη Λίλιαν αλλά και όλη του την περιουσία. -Του είναι πιστή η Λίλιαν;
-Μπα. Απ' ότι μαθαίνω, από τα ίχνη όπου αφήνει το αμαρτωλό σε διάφορα λήμματα, έχει πάρει, όχι απλά το Βρασίδα, αλλά και τα δέντρα.

(από GATZMAN, 23/12/08)(από GATZMAN, 23/12/08)Οι τσοχανταραίοι στην αντάρα της μάχης (από GATZMAN, 23/12/08)Ταινία"Χαρτοπάικτρα".Μια ταινία με πολλούς τσοχανταραίους και τζοχανταραίους (από GATZMAN, 23/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικός ρόλος, τυπικά του νεότερου μέλους μιας ήδη καθιερωμένης παρέας εργασίας ή/και ομαδικού σπορ. Σύνθεση των λέξεων φέρε και ρε, αποτελεί τίτλο και ταυτόχρονα κάλεσμα/διαταγή.

Η φράση ακούγεται πολύ συχνά στην αγωνιστική ιστιοπλοΐα ανοικτής θαλάσσης, όπου ο φερερές καλείται να εξυπηρετήσει το υπόλοιπο πλήρωμα για τους εξής βασικούς λόγους:

  • Είναι ψαράς οπότε εξ ορισμού δεν τοποθετείται σε θέση που απαιτεί συνεχή παρακολούθηση κατά τη διάρκεια του αγώνα.
  • στον αγώνα απαγορεύεται στο πλήρωμα να κινείται ασκόπως (μετατόπιση βάρους), συνεπώς ο φερερές δρα ως αντιπρόσωπος.
  • Εφόσον ο φερερές έχει συγκεκριμένη θέση, αυτή συνήθως είναι στο «πιάνο» (ή pit) όπου λόγω γεωγραφίας, είναι στο πιο κατάλληλο σημείο για να μπαίνει μέσα στο σκάφος και να φέρνει πράγματα.

Ο φερερές είναι συνήθως γυναίκα καθώς η σωματική διάπλαση (μικρό βάρος, ευελιξία), αποτελεί επιπλέον λόγο για την επιλογή.

Στις αρμοδιότητες του φερερέ κατά τη διάρκεια του αγώνα, περιλαμβάνονται η on-call προετοιμασία και παράδοση γκαϊφέ, φαγητού και ποτών, το νετάρισμα και η παράδοση πανιών στο κατάστρωμα για τις αλλαγές καθώς και ειδικές εργασίες που απαιτούν σβελτάδα και ελαφρύ άτομο (αν δεν είναι διαθέσιμος ο πλωριός).

Συνώνυμο (σχετικής επαγγελματικής ομάδας): Ντελιβεράς, πιτσαφέρνης.

Αντίθετο: Τσίμπα!

- Καλά στον αγώνα το ΣΚ σκίσαμε…
- Άντε ρε. Με το καινούργιο το πλεούμενο;
- Ναι ρε συ, πολύ γρήγορο μιλάμε
- Μάστα. Και τι θέση σε βάλανε;
- Εεεεε...
- Α κατάλαβα, φερερές ε;
- ....

(από Desperado, 28/07/09)(από Desperado, 28/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά γραμμωμένος τυπάς. Λέγεται και για μεμονωμένους μύες, π.χ. σφαγμένοι δικέφαλοι, σφαγμένα τετρακέφαλα κ.ο.κ.

Συνώνυμα που έχουν καταχωρηθεί:

  • φέτες. Παράγωγα: φετόνι, φέτας, φετιασμένος, φέτα Δωδώνης, φέτες καλοριφέρ
  • άγριος, αγριεμένος
  • στεγνός
  • ερπετό
  • τούμπανο (που συνήθως εκτός από γράμμωση έχει και σεβαστό όγκο).
  • χαρτί, κατά τον ορισμό του χρήστη anemelos. Αν και γενικότερης σημασίας, ο όρος ενδείκνυται σε μποντιμπιλντεράδικο context, καθότι παραπέμπει στο πολύ λεπτό τσιγαρόχαρτο με το οποίο μοιάζει το δέρμα των σφαγμένων.

    Συνώνυμα που δεν έχουν ακόμη καταχωρηθεί:

  • κομμάτιας (υπάρχει αλλά όχι με αυτή τη σημασία)

  • κομματιασμένος
  • γραμμένος (συντομευμένος τύπος του γραμμωμένος, παραπέμπει και στο γνωστό έγραψες!)
  • γράμματα / γράμματας (ομόηχο με το γάμα τα)

    Γιατί σφαγμένος; Μα, διότι ο πολύ γραμμωμένος άνθρωπας, που δεν έχει μείνει σταλιά λίπους επάνω του και όλοι του οι μύες διαγράφονται με ακρίβεια, είναι και καλά σαν να τον έχεις σφάξει και κατόπιν να τον έγδαρες. Να αφαίρεσες δλδ όλη την πέτσα και να έχεις πλέον μπροστά σου, φάτσα-φόρα, το θαύμα που λέγεται ανθρώπινο μυικό σύστημα. Κυριολεκτικά, ένα μάθημα ανατομίας.

Οι μπίλντερς χρησιμοποιούν τον όρο σφαγμένος και με μιά άλλη σημασία, διακριτή από την προκείμενη: σφαγμένος είναι και ο εγχειρισμένος, ο χειρουργημένος. Πολύ συχνά βέβαια συμβαίνει, ένας σφαγμένος-χειρουργημένος να είναι ταυτόχρονα και σφαγμένος-γραμμωμένος! Ένα σφαξιματάκι (λιποαναρρόφηση, αφαίρεση από το μαστό όγκων από γυναικομαστία κλπ) μπορεί να βοηθήσει πολύ στην απόκτηση της επίζηλης γράμμωσης.

Info: Tα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολύ της μοδός οι εκθέσεις «γλυπτικής» με υλικά πτωμάτων. Ανθρώπινοι και μη ιστοί (κυρίως μύες, αλλά και σπλάγχνα, κόκαλα, μάτια κλπ), καταλλήλως διατηρημένα, συνδυάζονται σε παράδοξες φρανκενσταϊνικού τύπου συνθέσεις. Η όλη φάση ξεκίνησε ως αμφιλεγόμενη καλλιτεχνία κι έτσι, πολύ σύντομα όμως εξελίχθηκε σε περιοδεύοντα shows, που αποφέρουν χρυσάφι. Λέγεται πως τα πτώματα παρέχονται από εκτελεσμένους καταδίκους που εμπορεύεται η κινεζική κυβέρνηση. Όποιος θέλει να δει μερικούς ορίγκιναλ τέτοιους σφαγμένους, μπορεί να ρίξει ένα βλέφαρο εδώ.

  1. - Μαλάκα μου που λες, ξεκίνησα γυμναστηριάκι φουλ. Παίρνω και πρωτεΐνες! Ως το καλοκαίρι θα είμαι σαν τον Αλέκο!
    - Welcome to the real world αγορίνα μου! Ο άνθρωπας γυμνάζεται απ' τα 13 του, έχεις δει πόσο σφαγμένος είναι; Εσύ τώρα βγήκες απ' τ' αυγό σου και θες να μας γαμήσεις κιόλας;

  2. - Και για λέγε καλή μου, πώς τα πάτε με το καινούργιο γκομενάκι σου το σφίχτη; Φαντάζομαι θα σ' έχει ζαλίσει να μιλάει για κρεατίνες και αμινοξέα και άλλα τέτοια κουλά.
    - Όχι ρε συ, είναι κουλ. Μόνο καμιά φορά όταν με γαμάει, μου λέει πόσο σφαγμένη κοιλιά έχω και πόσο τον καυλώνει. Είναι καλό τώρα αυτό;
    - Ε ναι βρε ζώον, αφού έκανες τόσα χρόνια ενόργανη. Ας μου το 'λεγε και μένα κανας άντρας αυτό και τι στον κόσμο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified