Selected tags

Further tags

Φράση αποδοχής μεγαλείου, σαν να δηλώνω είμαι / είσαι τιτανοτεράστιος...

Βεβαίως έχει ξεκινήσει από το ποδόσφαιρο, και αναφέρεται στις δεκαετίες προ του '90 (που τα νούμερα στις φανέλες έφταναν μέχρι το 11, όσοι ήταν και οι ποδοσφαιριστές). Τότε ο μπαλαδόρος της ομάδος, αυτός που έκανε παιχνίδι, ο πίσω από τους επιθετικούς, λεγόταν και δεκάρι. Και συνήθως φόραγε και την μπλούζα με το νούμερο 10. Και, μιας και ήταν συνήθως και το μεγάλο όνομα, ήταν και αρχηγός. Με λίγα λόγια, ο άρχων της ομάδος. Τα πολλά συνήθως, έχουν να κάνουν με το ότι δεν ήταν νόμος. Επίσης το δέκα, αναφέρεται και στην θέση αλλά και στην φανέλα.

Μεγάλα δεκάρια και αρχηγοί (φόραγαν και το νούμερο 10 στη φανέλα) ήταν ή είναι: Πελέ, Μαραντόνα, Πλατινί, Δομάζος, Πούσκας, Τόττι, Κακά (με την εθνική). Οπότε καταλαβαίνετε γιατί οι ποδοσφαιρόφιλοι σλάνγκισαν την συγκεκριμένη έκφραση και για άλλες περιπτώσεις, εκτός ποδοσφαίρου.

Να σημειωθεί για την ιστορία, ότι υπάρχει και μία βαθμίδα ακόμη στο εύρος της έκφρασης και είναι η ακόλουθη: και δέκα και αρχηγός, στην εθνική Βραζιλίας. Δηλαδή, τιτανομέγιστος απο τους τιτανοτεράστιους (γιατι έχεις αφήσει και στον πάγκο καμιά δεκαριά παιχταράδες, που σε άλλες εθνικές θα ήταν και δέκα και αρχηγοί.

-Τι σουξέ, ρε ο Γιωργάκης αυτό το καλοκαίρι! Φτου να μην το ματιάσω. Έχει γαμήσει τη μισή Στοκχόλμη και κατηφορίζει προς Κοπεγχάγη μεριά.
-Παίζει τρελή μπάλα, δεν προλαβαίνει να σκοράρει και μοιράζει και πάσες σε μας. Προχθές με πήρε να βγούμε, γιατί η δικιά του ήθελε να φέρει και την κολλητή της και το κάψαμε. Δικαιωματικά και δέκα και αρχηγός!! Τρελός μπαλαδόρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:

  • Ποδόσφαιρο: Ένας παίχτης που κυριολεκτικά σέρνεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Είτε παίζει είτε δεν παίζει, ένα και το αυτό.
  • Ιππόδρομος: Ένα άλογο που σπανίως τερματίζει, και αν γίνει το θαύμα και τερματίσει καταλαμβάνει την αριθμητική θέση των συμμετεχόντων αλόγων (π.χ. όγδοο στα 8 που έτρεχαν). Υπάρχει και ιπποδρομία κουτσάλογων (όλα τα κουτσάλογα τρέχουν μαζί).
  • Υπάλληλος: Κάνει εντελώς τα ανάποδα απο αυτά που του λες. Όχι μόνο δεν προσφέρει, αλλά καταστρέφει κιόλας.
  • Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.

    Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.

-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...

-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδανική κατάληξη ενός σουτ στο μπάσκετ. Τονώνει την αυτοπεποίθηση του σουταρίζοντος, απελπίζοντας ταυτόχρονα τους επίδοξους ριμπαουντέρους.

Γνωστό και ως αθόρυβο είναι πολλές φορές αμφισβητούμενο όταν το καλάθι δεν έχει δίχτυ που να μαρτυράει την είσοδο και την έξοδο της μπάλας από την οπή της στεφάνης. Όταν δε ένας επίδοξος ριμπαουντέρος «σηκωθεί» για να πάρει το ριμπάουντ σε καλάθι χωρίς δίχτυ, κινδυνεύει να φάει τη μπάλα στη μάπα.

-Το είδες το «σκιστό» του Στογιάκοβιτς με το γαύρο;
-Μαλάκα μου, τέλειο σουτ. Αεράτο υπό πίεση

Μπασκετομάνα θεσσαλονίκη (από Stravon, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αγγλική naturalise σημαίνει παίρνω κάτι από αλλού (συνήθως από άλλη χώρα), και το κάνω ντόπιο. Στα γαλλικά, από όπου και η σλανγκιά, ο όρος σημαίνει δίνω τη γαλλική υπηκοότητα σε κάποιον ξένο που ζει στη Γαλλία (naturaliser το ρήμα, naturalise(e) επιθετική μετοχή που αναφέρεται στον πολίτη που αποκτάει την υπηκοότητα όχι από γέννηση). Παρότι περιγραφικός ο όρος εμπεριέχει και μία πρέζα ρατσισμού. Αυτά τραβάνε οι αποικιοκρατικές δυνάμεις.

Ο όρος εισήχθη γύρω στα μέσα του '80, και αρχικά από το μπάσκετ μετά στο ποδόσφαιρο, και μετά σε όλα τα αθλήματα. Διότι οι Γάλλοι, χρησιμοποιούσαν στις εθνικές ομάδες πολίτες από τις αποικίες τους (συνήθως έγχρωμους Αφρικανούς, αλλά και λευκούς Αφρικανούς), στους οποίους έδιναν τη γαλλική υπηκοότητα (με συνοπτικές διαδικασίες), μόνο και μόνο για να τους συμπεριλάβουν σε αυτές. Τότε, υπήρχε μεγάλο ζήτημα σε FIFA και FIBA, και μάλιστα υπήρχαν νόμοι που απαγόρευαν για παράδειγμα τη χρήση πάνω από δύο νατουραλιζέ παικτών στην πεντάδα και λοιπά. Η παγαποντιά αυτή βέβαια έφτασε και στον τόπο μας, παρότι δεν είχαμε αποικίες. Αλλά εμείς ως ελληνάρες ανατρέξαμε στο παιδομάζωμα του εμφυλίου, και καταφέραμε να ελληνοποιήσουμε, Ρώσους ταλαντούχους μπασκετμπολίστες. Μην ξεχνάμε και τον Μπουμπλή!!!! Ενώ την ίδια ώρα, οι Πόντιοι τραβούσαν τα πάνδεινα για να γυρίσουν στη μητέρα πατρίδα.

Όλα αυτά αποτελούν ιστορία, στη μετά Μπόσμαν εποχή, και στην εποχή της Ενωμένης Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης. Αλλά ο όρος έμεινε για να μας θυμίζει αυτήν την εποχή.

Σήμερα εκτός από την κυριολεκτική σημασία (ερχόμενος από άλλη χώρα), χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε που αλλάζει μέρος, νησί, πόλη, ακόμα και χωριό και αποκτά εντοπιότητα.

  1. - Δε μου λες, ο Γιάννης καλός μάστορας;
    - Μου βγήκε η πίστη για να τον μάθω την τέχνη, δέκα χρόνια που είναι στην Ελλάδα.
    - Νόμιζα ότι ήταν Έλληνας.
    - Νατουραλιζέ είναι. Από Αλβανία.

  2. - Ο ξάδελφος σου, από ποιο χωριό είναι;
    - Ο Μάκης δεν είναι από Σάμο. Από Καλαμάτα είναι. - Τόσα χρόνια νόμιζα ότι είναι από εδώ.
    - Μπα, νατουραλιζέ είναι. Πήρε την υπηκοότητα με το γάμο. Τον κάναμε νησιώτη.

(από electron, 05/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην καθομιλουμένη το χέρι του Θεού ανακατεύεται εκεί που κάτι καλό γίνεται, και το οποίο είναι δύσκολο να εξηγήσουμε, για παράδειγμα όταν σώνεται ένα παιδάκι από θαύμα, και το θεοσεβούμενο πλήθος αναφωνεί: έβαλε το χέρι του ο Θεός (και καλά έκανε θα έλεγα εγώ, αν το έβαλε).

Στην σλανγκ (και λόγω του Θεού της μπάλας) το χέρι του Θεού, είναι το χέρι κάποιου που έχει κάνει την λαδιά. Μετά από εκείνο το φοβερό γκολ χειροκεφαλιά, o αθεόφοβος Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα δήλωνε ότι το γκολ επετεύχθη από το κεφάλι του με τη βοήθεια του χεριού του Θεού!!!! Και, ως γνωστόν έγραψε ιστορία. Δημιούργησε έναν καινούριο διεθνή σλανγκ όρο!!!

- Ρε Μερόπη, που είναι εκείνα τα μανικετόκουμπα που φοράω όταν με βάζεις και ντύνομαι πιγκουίνος; Μπας και τα πήρες;
- Όχι αγάπη μου, ψάξε.
- Τα βρήκα. Τι γυρεύουν πάνω στο πιάνο; - Πού θες να ξέρω εγώ;
- Ποιος μπορεί να τα έβαλε εδώ; - Εγώ πιάνο δεν παίζω πάντως. Μάλλον το χέρι του Θεού θα τα τοποθέτησε εκεί.

(από Khan, 08/09/09)(από Khan, 28/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικασία επιλογής των συμπαικτών σε ποδοσφαιρική συνάντηση μαθητών του Δημοτικού, τότε που η γενιά μου έπαιζε μπάλα σε προαύλια εκκλησιών, αλάνες και άλλα εξαφανισμένα είδη ελεύθερου χώρου στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών. Το τυπικό μέγεθος της παρέας ήτανε γύρω στα δέκα άτομα, εκ των οποίων τρεις-τέσσερις ξέρανε το τόπι ενώ οι άλλοι ήτανε Αμπαλίνιο. Ένα ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας στην έκβαση του αγώνα ήτανε ποιος από τους δυο αρχηγούς των ομάδων θα διάλεγε πρώτος συμπαίκτες και η απόφαση ελαμβάνετο μέσω της διαδικασίας του «βάζουμε ποδαράκια», ως εξής:

Οι δυο αρχηγοί απομακρύνονται αρκετά μέτρα και αρχίζουν να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο σε ευθεία γραμμή, τοποθετώντας τη φτέρνα του ενός ποδιού σε άμεση επαφή με το δάχτυλα του άλλου. Όποιος πατήσει πρώτος τον άλλο έχει δικαίωμα επιλογής. Η στρατηγική του παιχνιδιού αναπτύσσεται κυρίως στα τελευταία δυο-τρία βήματα, όπου οι επιλογές βηματισμού επαυξάνονται με το «μισό» και τη «μυτίτσα». Στο μισό, επιτρέπεται η στροφή του πέλματος κατά 90 μοίρες και η τοποθέτηση της καμάρας του κινούμενου ποδιού σε επαφή με τα δάχτυλα του σταθερού. Στην ακροβατική μυτίτσα, το κινούμενο πόδι έρχεται σε κατακόρυφη θέση, με τα δάχτυλα των δυο πελμάτων να βρίσκονται σε επαφή, και το σταθερό πόδι μετατοπίζεται προς τα πίσω, δίνοντας τη θέση του στο κινούμενο.

ΥΓ: Εάν ο συνολικός αριθμός παικτών ήταν περιττός, μετά το πέρας της ένα-σου ένα-μου επιλογής η ασθενέστερη ομάδα έπαιρνε τον φουκαρά που ξέμεινε, ενώ η ισχυρότερη έπαιζε με μπακό.

Παράδειγμα νομίζω περιττεύει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπάλα της καλαθόσφαιρας.

Προέρχεται, προφανώς, από την ανάγλυφη υφή της επιφάνειας της μπάλας, τη γνωστή υφή φλούδας πορτοκαλιού.

Σουτάρει από τα 11 μέτρα, η μπάλα αναπηδά στη στεφάνη και ... καταλήγει μέσα στο καλάθι.
- Αν σε θέλει η σπυριάρα...

Σπυριάρα (από Stravon, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «μπει δε μπει» ή, αγγλιστί, bee the bee.

Πρόκειται για την πρώτη βολή (σουτ) σε μονό παιχνίδι στο μπάσκετ, μετά από πρόταση, η κατάληξη του οποίο ορίζει ποια θα είναι η ομάδα που θα έχει στην αρχή την κατοχή της σπυριάρας. Πολλές φορές αποτελεί και τη Σολομώντεια λύση σε διάφορες διαφωνίες των αντιπάλων.

Άλλες διαφωνίες που δεν λύνονται με μπίδεμπί, επιλύονται δια της παραδοσιακής μεθόδου.

Παραλλαγή του μπίδεμπί είναι το μπει μπει στο οποίο σουτάρουν και οι δυο μεριές.

- Ποιος έβγαλε;
- Αυτός.
- Αυτός.
- Θα βαρέσουμε μπίδεμπί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ένα παιχνίδι αλανιάρικου μπάσκετ κάποιος πρέπει να έχει την πρώτη κατοχή της μπάλας. Έτσι λοιπόν ο καλύτερος σουτέρ της μίας ομάδας κάνει πρόταση στην άλλη, προκειμένου να εμφανιστεί εθελοντής που θα προταθεί να σουτάρει το μπίδεμπί. Αν δεν εμφανιστεί εθελοντής, τότε σουτάρει αυτός που έκανε την αρχική πρόταση.

Αν η μπάλα μπει η ομάδα του κερδίζει την κατοχή, αν όχι τη χάνει.

Κάνω πρόταση, σουτάρεις από εδώ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος από τον ιππόδρομο. Αναφέρεται στους χρόνους προπόνησης του αλόγου (συνήθως σε ρυθμό ρελαντί) σε αντίθεση με τους επίσημους χρόνους της κούρσας. Κάποιες φορές ο όρος χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμος του «προπονείται» ή καλπάζει με σταθερό ρυθμό, αναφερόμενος πάντα σε άλογο ιπποδρόμου.

Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό ρήμα «gallop», που σημαίνει καλπάζω. Και εξελληνίστηκε από τους αλογομούρηδες με την κατάληξη -άρω, όπως συνέβη με πολλά ξένα ρήματα, π.χ. ρεφάρω (που τέτοια τύχη), αριβάρω, σκαπουλάρω, ντουμπλάρω κ.ο.κ.

....... Αν σταματήσει ένα άλογο από τον ιππόδρομο για 10 μέρες δεν το βάζεις απ' ευθείας να τρέξει. Το αναλαμβάνει ο προπονητής, το γκαλοπάρει και το ελέγχει με τον τρόπο του για να δει εάν είναι έτοιμο να τρέξει. Σε περίπτωση υποτροπιασμού....

... Θα προτιμήσω δηλαδή χωρίς πολύ σκέψη ένα άλογο που γκαλοπάρει σταθερά, κάθε 8-10 μέρες για δυο μήνες με χαλαρές δουλειές από ένα άλογο που μου παρουσιάζει μόνο δυο γκάλοπς, έστω και αν το ένα από αυτά είναι πολύ δυνατό...

(από ιπποδρομιακούς ιστότοπους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified