Selected tags

Further tags

Πέρα από το ότι ορίζει έναν χαρακτήρα ανθρώπου, τον γύφτουλα (βλ. έτερο ορισμό) έχει και πιο ειδικές σημασίες:

  1. Στην στρατιωτική κωδικοποίηση των γευμάτων είναι οι πατάτες. Συνώνυμο: γερμανός. Βλ. και πούστης, κινέζος, ιταλός, σάκης ρουβάς, τούβλο. Προφανώς, επειδή οι αθίγγανοι πουλάνε πατάτες.

  2. Στην αθλητική αργκό είναι ο οπαδός του ΠΑΟΚ, βλ. κοινωνιολογική προσέγγιση στο γύφτοι.

  1. - Τι έχει σήμερα;
    - Πούστη με γύφτο.

  2. οι παοκτσηδες ειναι γυφτοι και τουρκοι. τα υπολοιπα ειναι γνωστα, ειπωθηκαν (Εδώ).

(από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα της Α.Ε.Κ.

  1. Έτσι γαμάει η Πριγκιπέσσα.

  2. ΑΕΚ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΠΟΥΤΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΜΠΕΙ Ο ΘΡΥΛΟΣ ΜΕΣΑ...!!! (Εδώ).

(από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παρών ορισμός θα αποτελέσει σπίτι ορισμού δύο διαφορετικών εννοιών που, μάλλον κατά λάθος, χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για την εκφορά τους. Σε μια απίστευτη κρίση ειλικρίνειας θα δηλώσω πως αν το λήμμα ήταν εμπορικό και η πιθανότητα να τσιμπήσω παπαραπάνω αστέρια για το ίδιο λήμμα, θα τον χώριζα στα δύο. Σιαμαίος ορισμός λοιπόν.

Ως πέταλο χαρακτηρίζεται το τμήμα εκείνο της εξέδρας στα κάθε είδους γήπεδα που βρίσκεται πίσω από τις εστίες / καλάθια / κώλο της βολεϋμπολίστριας που κάνει το σερβίς και στο οποίο έχουν τις άτυπες «έδρες» τους οι φανατικοί κάθε ομάδας. Κι αυτό γιατί οι τιμές των εισιτηρίων στα πέταλα είναι σαφώς φτηνότερες λόγω κακής οπτικής από την συγκεκριμένη θέση, σε αντίθεση με το οποιοδήποτε άλλο τμήμα της εξέδρας που δεν είναι πέταλο και ονομάζεται κάπως αλλιώς, όχι όμως Μπάμπης. Δεν γράφω ότι το πέταλο στις εξέδρες παρομοιάζεται με το κανονικό πέταλο, γιατί είμαι οπαδός του Άρεως Θεσσαλονίκης και, αν κρίνω από το Βικελίδης, το λήμμα θα έπρεπε να είναι «αποτυχημένη-απόπειρα-τύπου-που-δεν-κατέχει-την-προοπτική-στο-σχέδιο-να-ζωγραφίσει-μια-μπανιέρα».

Επίσης ως πέταλο χαρακτηρίζουμε τις οδικές αρτηρίες οι οποίες είναι επικίνδυνες λόγω ομοιότητας με το πέταλο του αλόγου (και με το αγγλικό γράμμα U, αλλά το U-turn είναι αλλουνού παπά κυρ ελέησον), μειώνουν την ορατότητα και παρόλα αυτά προκαλούν ελληναράδες οδηγούς να προσπεράσουν και να προκαλέσουν χάος από σίγουρη πρόσκρουσή τους σε έτερο διερχόμενο όχημα. Διάσημο πέταλο αυτό του Μαλιακού.

- Για πες την ιστορία με την εκδρομή στο ΟΑΚΑ ρε Νώντα.
- Και να ήμαστε στο πέταλο του Μαλιακού και να έχουμε σταματήσει την κυκλοφορία και να έχουμε πιει όλοι και να γράφουμε με σπρέυ παντού!
- Σώπα ρε Νώντα.
- Και να φτάνουμε στο ΟΑΚΑ και να γεμίζει το πέταλο κιτρινό-μαύρο και κόκκινο από τους πυρσούς.
- Απίστευτο ρε Νώντα.
- Και να ήμαστε στο δρόμο και να μαδάω τα πέταλα της μαργαρίτας και θα νικήσουμε και θα χάσουμε και θα νικήσουμε και θα χάσουμε.
- Δεν το πιστεύω ρε Νώντα.
- Και να χάνουμε και να τον βρίζω τον Μάκη που δεν έφερε το πέταλο που έχει σπίτι για καλή τύχη και να θυμώνει αυτός.
- Κάτσε, κάτσε γιατί μου φαίνεται το έχασα κάπου. Τι σημαίνει η λέξη πέταλο στις δύο τελευταίες προτάσεις σου;

P.O.V.= Petalo point Of  View. (από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό tourbillon που σημαίνει ανεμοστρόβιλος, δίνη.

Ο stratos98 έχει ήδη καταγράψει την συνηθέστερη σημασία της λέξης - τον περιστροφικό μηχανισμό που υπάρχει σε ορισμένα ρολόγια με σκοπό να αντισταθμίσει την επίδραση της βαρύτητας. (Φωτό 1.)

Πέραν τούτου, τουρμπιγιόν λέγεται και ένα σύστημα τακτικής στο ποδόσφαιρο - ήταν στις δόξες του στην δεκαετία του 1950. Η καινοτομία του τουρμπιγιόν ήταν ότι οι επιθετικοί, πέντε τότε, άλλαζαν συνεχώς θέσεις μεταξύ τους. Αυτή η διαρκής κίνηση σε συνδυασμό με τις γρήγορες, μακρινές μπαλιές - επίσης πρωτοποριακό πράγμα για την εποχή - δημιουργούσε μεγάλη σύγχυση στους αντίπαλους αμυντικούς που, μεταφορικά, περιφέρονταν σαν χαμένοι μέσα στη δίνη του κυκλώνα. Τουρμπιγιόν έπαιζαν, μεταξύ άλλων, οι εθνικές ομάδες της Γερμανίας και της Ουγγαρίας που συναντήθηκαν το 1954 στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Βέρνης. (Φωτό 2 και παρ.1). Θεωρείται πρόδρομος του ολλανδικού Total_Football της δεκαετίας του '70. Αντιδιαστέλλεται, ευφυώς, με το τουρλουμπούκι.

Tourbillon λέγεται επίσης και ένα κάστρο κοντά στην Σιόν της Ελβετίας και το στάδιο της ίδιας πόλης. Καμία σχέση, όμως.

Στην τρέχουσα, η λέξη χρησιμοποιείται - σπάνια - για να χαρακτηρίσει συμπεριφορές απροσδόκητες έως αλλοπρόσαλλες, με απότομες εναλλαγές, που αιφνιδιάζουν και μπερδεύουν τον άλλον. (Παρ.2 και Παρ.3)

Σπανιότερα ακόμη, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ζαλάδα από αλκοόλ. (Παρ.4)

Στη Θεσσαλονίκη, η λέξη προφέρεται ΝΤουρμπιγιόν.

  1. ... Αλλά εκεί που οι Γερμανοί ήσαν καταπληκτικοί ήτο εις την επίθεσιν. Οι πέντε κυνηγοί, τροφοδοτούμενοι συνεχώς από τα χαφ και τα μπακ, έπαιζαν ένα γρήγορο «τουρμπιγιόν» με μακρυνές μπαλλιές που «εγονάτισε» την ασταθή άλλωστε Αυστριακήν άμυνα...

Τότε περίμενα την αντεπίθεσι των Ούγγρων. Πράγματι οι Ούγγροι φιλοτιμηθέντες άρχισαν το «τουρμπιγιόν» των.

(Από εδώ, ένας νεαρός τότε Γιάννης Διακογιάννης γράφει στην «Αθλητική Ηχώ» τις εντυπώσεις του από το Μουντιάλ του 1954).

  1. ο Βγενόπουλος κάνει ένα διπλό τουρμπιγιόν και στέλνει το μήνυμα στον Αντωνίου ότι αυτός πρέπει να προσέχει και όχι ο κόουτς. (Από εδώ).

  2. Δε θα μου το παίξεις τουρμπιγιόν mounitsa (Από εδώ)

  3. καλα ε..εχθες ειχα ενα κεφαλι τουρμπιγιον μετα τις τεκιλιτσες, πςφτω στο κρεβατι και μετα απο 5 λεπτα ρεικι συνηλθα!!!!!. (Από εκεί).

Μηχανισμός τουρμπιγιόν για ρολόι (από poniroskylo, 14/03/11)Εθνική Γερμανίας 1954 - από τους πρώτους διδάξαντες το τουρμπιγιόν (από poniroskylo, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο των σκεϊτάδων είναι το να πέσεις σε οριζοντιωμένη σανίδα του skateboard με ανοιχτά πόδια.

Πηγή: Η ταινία Wasted Youth.

- Κοίτα τον μαλάκα, έφαγε τηλεκάρτα ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published

Μάλλον εκ του μπιστάω, που σύμφωνα με μυαλά του σάη σημαίνει χτυπάω με ένα ευρύ φάσμα σημασιών. Το μπιστάρι είναι ό,τι και ο μπίστος, και χρησιμοποιείται ειδικά στην ιδιόλεκτο των σκεϊτάδων για να σημάνει την εντυπωσιακή πτώση από την σανίδα του skateboard, την τούμπα, το σκότωμα, το αποτυχημένο landing.

Defte Labete MPISTARI ( salonika skate slang dialektos, o tonos sto A , mpistari = toumpa , bail , skotoma , pesimo , apotuximeno landing , oti ponaei x0ax0ax00x )
to podi mou meta apo mia orea mera sto nafplio me full skate ... efuga apo ena megalo gap me ollie north(gia gnostes tou skate) kai sto langing prosgiothika me gonia 70 moirwn ston astragalo mou
to gap gurw sta 1.50 upsos kai 3 metra mikos (Εδώ).

(από Khan, 21/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκακιστική σλανγκ.

Αυτός που μένει στάσιμος στη μετριότητα. Ο έμπειρος μεν, αλλά ανεπίδεκτος μαθήσεως.

Από το γαλλικό mazette, άσχημο άλογο.

Άντε ρε καραμαζέτα, θα μάθεις σκάκι επιτέλους, ή να σε μαμήσω ν' ασπρίσεις!!

(από drunkard, 23/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι ως παθητικός /-ή ερώμενος /-η, συνήθως στις μορφές του κάθησε, του έκατσε. Η προέλευση της φράσης αφορά στο κάθημα επί του πέοντος, κυρίως στις στάσεις Cow-girl και Reverse Cow-girl, ενώ κατά προέκταση και στις υπόλοιπες στάσεις, ακόμη και σε αυτές που ο πέων διεισδύει αφ' υψηλού.

Η έμφαση είναι στην συναίνεση, στην κατάνευση του ερωμένου /-ης να ολοκληρωθεί η σχέση με σεξ, ως ευόδωση σχετικής προσπάθειας του ερώντος. Ενίοτε χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για τον ερώμενο /-η.

Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται ευρύτατα για οποιαδήποτε ευόδωση οποιουδήποτε σκοπού. Λ.χ. σου κάθεται η πουτάνα η τύχη, ένα λαχείο, Τζόκερ, Λότο, αλλά και ένα γκολ, μια φάση, ένα μεταπτυχιακό, μια παρουσίαση. Χρησιμοποιείται τόσο πολύ που συχνά λησμονείται η σεξουαλική προέλευση της έκφρασης.

Βλ. και μου έκατσε, καθώς και τα κάτσε στην F-Laplace, κάτσε στο παπί μου, κάτσει-δε-κάτσει, ό,τι κάτσει και άλλα.

  1. 50χρονος μαχαίρωσε 19χρονη γιατί δεν του «έκατσε» (εδώ).

  2. Κι αν σου κάτσει; Σε έναν Πατρινό πάντως έκατσε και κέρδισε 1.600.000 Ευρώ (Εδώ).

  3. Του Ολυμπιακού... του έκατσε!!! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που υποδηλώνει την λήψη γεύματος, πρωτεϊνούχου ροφήματος, ή και λοιπών, πλούσιων σε θρεπτικά συστατικά, αγαθών, με αυστηρά αποκλειστικό σκοπό την καύση τους στο κοντινότερο γυμναστήριο. Το ρήμα χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από χτιστούς.

  1. Μεταξύ χτιστών:
    - Είσαι σίγουρος ρε ότι μπορείς να βαρέσεις δέκα με τα εικοσπεντάκιλα;
    - Ναι αμέ, έχω κουμπώσει μια πρωτεϊνούλα άλλο πράμα! Τα σηκώνω λες και είναι κατοστάρικα στο δρόμο!

  2. Ομοίως:
    - Σταυράρα σε βλέπω χτισμένο. Ποιο είναι το μυστικό σου;
    - Ε, τώρα τελευταία κουμπώνω κοτόπουλο με ρύζι και αρκετές μπανάνες.

  3. Μπαμπάς χτιστός και το παιδί του:
    - Κούμπωσε αγοράκι μου την φρουτόκρεμά σου να γίνεις χτιστός σαν το μπαμπά!
    - Αγκού! Μιαμ μιαμ!

(από Olisadebe, 26/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται υποτιμητικά για τον άμπαλο, τον ατάλαντο παίκτη ποδοσφαίρου, του οποίου οι ικανότητες στο τόπι θυμίζουν περισσότερο κοτοπουλά παρά ποδοσφαιριστή. Η έκφραση αυτή συχνά συνοδεύεται και από το απαξιωτικό χου ρε! όταν πάει η μπάλα στα πόδια του προκειμένου να τρομάξει και να την πουλήσει στον αντίπαλο.

Ο κοτοπουλάς εντός γηπέδου επιδίδεται σε ποικίλα ποδοσφαιρικά βιρτουόζικα τρικς όπως: να δίνει ύψος στη μπάλα χωρίς λόγο, να κάνει κεφαλιές με το σβέρκο, να πέφτει για μπέναλντυ με το πρώτο φτέρνισμα του αιόλου και να κόβει την καριέρα του αντιπάλου.

Ένας κοτοπουλάς είναι συνήθως αμυντικός στο επάγγελμα, ψηλός και ατσούμπαλος, με αξυρισιά. Ίσως ο Γιώργος Κολτσίδας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.

  1. - Ρε κοτοπουλάαααα, εσύ με το πέντε, φύγε απ' τον ασβέστη βρε παλιοτάγαρο!
    (από αγώνα περιφερειακού πρωταθλήματος)

  2. - Ρε πέντε κοτοπουλά! Πρόσεχε, θα πάθεις κάνα εγκεφαλικό!
    (από τον ίδιο αγώνα)

(από Olisadebe, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified