Selected tags

Further tags

Αναλόγως της περιπτώσεως:
1. Ο τύπος ο οποίος ζει και αναπνέει για να φτιάξει το «τέλειο κορμί». Όπου τέλειο κορμί εννοεί το τίγκα στο μούσκουλο (συνήθως με τη συνδρομή «βοηθημάτων» από τη Σου-Λι), ποσοστά λίπους στα χαμηλά μονοψήφια και μια φανατική ενασχόληση με μεθόδους αποτρίχωσης, solarium, λάδια και τάνγκα σε φωσφορίζοντα χρώματα. Απαντάται και σε θηλυκές (ο Θεός να τις κάνει), εκδόσεις. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, θα τον βρείτε κυρίως σε «ενημερωμένα» γυμναστήρια που προσφέρουν όλα τα προαναφερθέντα (υπόγειο «φαρμακείο», επιθυμητό αλλά όχι υποχρεωτικό!)

  1. Ο έχων καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ (βλ. επίσης γίνομαι κροκόδειλος) ή ουσιών (βλ. επίσης κόκκαλο) με συνέπεια να διπλώνει στα δύο (κόβεται) προσπαθώντας να διατηρήσει την ισορροπία του.
  1. Στο γυμναστήριο: Ρε συ καινούργιος είναι ο κομμένος που σηκώνει 200 κιλά στον πάγκο;

  2. Πήγαμε με τον Γιώργο προχτές σ' αυτό το καινούργιο μπαρ και μετά από τρία μπουκάλια ήτανε κομμένος. Πάλι καλά που δεν είχε σκαλιά στην έξοδο.

thodorabo, trob master (από jesus, 13/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέδιλο χιονιού/άθλημα γνωστό ως «snowboard». Χρησιμοποιείται επίσης για ανάλογο εξοπλισμό άλλων αθλημάτων ή χόμπι τα οποία βασίζονται στη χρήση μίας και μόνο επιφάνειας όπως: Skateboard, Wakeboard, Wake-skate, Kite-board. Όπως είναι προφανές, η χρήση της λέξης αφορά σε περιπτώσεις όπου η αντίστοιχη αγγλική ονομασία, περιέχει το συνθετικό «-board».

Η λέξη και παράγωγά της, χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τους νεαρούς (κυρίως) φαν του χειμερινού αυτού αθλήματος (βλ. παραδείγματα #1 και #2).

Εναλλακτικά σε τοπική διάλεκτο: - Κοπάν' (βλ. Παράδειγμα #3)
- Πατουσάν' (βλ. Παράδειγμα #4)

  1. Φίλε είδα τα κανούργια σανίδια της Burton... μιλάμε, άντε γεια!

  2. Ρε αλάνι, καλά το πας το σανιδάκι..

  3. Ρέι, ο άκουρος με το κοπάν' (Διάλεκτος Αραχωβίτη χειριστή λίφτ: Ο ακούρευτος με το snowboard).

  4. Ρέι, που πας με του πατουσάν'; (Ομοίως με το 3: Πού πας με το snowboard?)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εφτάρι στα χαρτιά. Λόγω του σχήματός του, είναι εύκολο να το μπερδέψει κανείς με το γνωστό εργαλείο.

Καταραμένο φύλλο, ειδικά στα παιχνίδια που παίζονται με 32άρα τράπουλα. Χάνει από τα πάντα στην πόκα, είναι από τα λεγόμενα λιμά στην πρέφα και ακόμη και το καρέ του εφτά είναι άποντο στο μπουρλότο.

Ωσεκτουτού, η απαξιωτική αυτή παρομοίωση δεν το αδικεί καθόλου.

- Πάλι πάσο, Χρηστάρα;
- Ε, τι να κάνω ... αφού δεν έχω χαρτί καθόλου ...
- Μα, πάσο από το πρώτο φύλλο, βρε αδερφέ ... τόσα φύλλα θα πέσουν ακόμη ...
- Ε, και λοιπόν ... άμα πρώτο φύλλο παίρνω συνέχεια το γαμημένο το σκεπάρνι, τι να κάτσω να κάνω ... αιμοδότης θέλετε να γίνω; Δε σφάξανε ... θύμας πρέπει νά 'σαι για να παίξεις στον κούκο με το σκεπάρνι ανά χείρας ...

Ένα σκεπαρνάκι (από poniroskylo, 13/06/08)Ένα εφταράκι (από poniroskylo, 13/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα πολλών χοντρών ανθρώπων που τριγυρνούν / κάθονται / χλαπακιάζουν μαζί. Προέρχεται από το αμερικάνικο «dream team», την ομάδα του μπάσκετ στους ολυμπιακούς του 1992.

- Ρε συ, θα έρθουν απόψε οι Σαχλεπίσογλου με την παρέα τους στο πάρτυ!
- Ωχ... δε χοντρήμ τημ... δεν θα μείνει μπουκιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Δον Λορένσο Σέρα Φερέρ. Ο πιο διάσημος Δον μετά τον Δον Ζουάν, προπονητής της ΑΕΚ από τη σεζόν 2006-2007 μέχρι την ήττα με 1-0 από τη Λάρισα τη σεζόν 2007-2008 και ο καλύτερος ξένος προπονητής που έχει περάσει από την Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια (λέμε τώρα). Το περίφημο rotation του έχει αφήσει εποχή.

- Τι εκανε ρε πάλι ο Δον; Έβαλε Παπασταθόπουλο δεξί μπακ και Μπλάνκο στα χαφ; Ληγμένα παίρνει ρε πούστη;
- Τι λες μωρέ μαλάκα; Εμείς απλά δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι εστί rotation. Ο άνθρωπος είναι επιστήμονας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εκδήλωσης ικανοποίησης που σημαίνει ότι η ομάδα σου κέρδισε (δύο μηδέν).

- Πόσο ήρθε η Νικάρα;
- Δύο μηδέν λακέρδα!
- Έλα ρε, τέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλωτσιά, το σουτ (στον κώλο ή και στα αρχίδια).

(Στίχος από τραγούδι κρητικοραπχιπχόπ)

«'Ημπλεξα σ' έναν σαματά, μπουνίδια και λακτίδια,
και σαν τον κριγιαρότραγο ήπεζα κουτουλίδια».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καραγκούνης, ο (φιλική ορολογία)

Το παιδί το οποίο όταν μαζεμένοι φίλοι μεταξύ τους παίζουν για χόμπυ ποδόσφαιρο και ο ίδιος προσπαθεί μετά μανίας παίζοντας «θέατρο» να κερδίσει τα γνωστά φάουλ, με άτιμο τρόπο.

  1. Πω! τον καραγκούνη πάλι έπεσε...

  2. Σήκω πάνω ρε καραγκούνη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άμπαλος ποδοσφαιριστής που παίζει για κάνα μισάωρο και μετά κλατάρει.

- Τι χωματερή είναι αυτός ο Αρουαμπαρένα αδερφέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος των εξεδρών του γηπέδου «Νίκος Γκούμας» στη Νέα Φιλαδέλφεια, όπου έπαιρναν θέση τα μέλη της ORIGINAL σε κάθε αγώνα της ΑΕΚ. Ονομάστηκε σκεπαστή εξαιτίας του ότι βρισκόταν κάτω από το πάνω διάζωμα των εξεδρών του γηπέδου. (ΑΝΤΙΟ ΝΑΕ)

Όλα τα πρωταθλήματα που πήρε η ΑΕΚάρα από το '91 έως το '94 από τη σκεπαστή τα είδα.

Νέα Φιλαδέλφεια (από poniroskylo, 23/02/09)Σκεπαστή (από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified