Selected tags

Further tags

Η Πλατεία Κλαυθμώνος στα καλιαρντά.

Βγαίνει απο το κουελορόσολο (δάκρυ) που σημαίνει «σάλιο των ματιών».

Η μαντούλα έτρεχα απο Ρενόγλαστρα μέχρι Κουελορόσολα. Πουθενά αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αναψυκτικό στα καλιαρντά.

Γκλασόνι είναι το παγωτό.

Αβέλτε μου κάνα γαργαρογκλασόνι, άφρισα η μπλούκρω

"Αβέλτε μου μολ-γαργαρογκλασον, γιατί άφρισα η μπλούγκρω!"= Θέλω να μου φέρετε ένα παγωμένο νερό γιατί έσκασα από τη ζήλια μου η μοχθηρή, στο 1.25. (από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό ρήμα-κλειδί των καλιαρντών. Σημαίνει απλά «κάνω» και εξαρτάται από τη λέξη που συνοδεύει.

Επίσης δημιουργεί κάποιες εκφράσεις: ορισμένες λέξεις πχ υπάρχουν μόνο ως τμήμα τέτοιων εκφράσεων και δεν υπάρχουν αυτόνομα όπως αβέλω μπουτ μπον ή αβέλω φρομάζ Υμητού ή αβέλω μαρμαρού, αλλά δεν υπάρχουν πάντα οι λέξεις μόνες τους.

Επίσης μάλλον χρησιμοποιείται για απρόοπτα φαινόμενα της φύσης όπως αβέλει λακρίμω = βρέχει.

Συνώνυμο αποτελεί το βουέλω στα ντούρα λιάρντα, το οποίο δημιουργεί άλλες, δικές του εκφράσεις (πχ. αβέλω αίτνα = βουέλω τνάρα = βγάζω σπυρί) ή δημιουργεί προτάσεις με άλλο νόημα (αβέλω τζόκα = παίζω αλλά βουέλω τζόκα = φιλώ).

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το εθέλω αλλά το βουέλω μας δείχνει ότι ίσως έχει σχέση με το λατινογενές volo, vuolo κλπ.

αβέλω αχαλία = κάνω δίαιτα
αβέλω λατσάβελες = καλωσορίζω
αβέλω ξεκολλούψες = αποχαιρετώ, χωρίζω
αβέλω μπιεσμάν = χουφτώνω
αβέλω ντουπ = δέρνω
αβέλω τζαστικό = παίρνω δρόμο

(από Jonas, 11/06/10)

Για την ετυμολογία δες και μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά.

Βλέπε και αχλάρω για την ετυμολογία της λέξης αχαλία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, καλιαρντός είναι ο κακός και ο άσχημος. Αντίθετο είναι το λατσός.

Απο εκεί βγαίνει και το ίδιο το όνομα των καλιαρντών!

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το γαλλικό gaillard (προφ. «γκαγιάγ») που σημαίνει «εύθυμος, αναιδής»

Βέβαια σημειωτέον ότι η λέξη gaillard σχετίζεται με το Αγγλικό gay (=εύθυμος) αλλά δεν ξέρουμε αν αποτελεί σύμπτωση. Αν είναι έτσι, καλιαρντός κανονικά σημαίνει «γκεϊδίστικος» και είναι ιδανική λέξη για να περιγράψει τη γλώσσα τους. Δεν ξέρουμε όμως ποια έννοια ήρθε από ποια (ακούω θεωρίες και γνώμες!)

τζους καλιαρντό γκουγκού!!

Γιάννης Λάτσης (Λατσός;) (από GATZMAN, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκατό στα καλιαρντά. Γνωστό και ως κουλ-κουλ

Ο Πετρόπουλος υποθέτει οτι προέρχεται ή από το τουρκικό kule (πύργος) ή από το Ιταλικο culo (πάτος).

Επίσης χρησιμοποιείται και ως έκφραση: «κουλά»! (σκατά, τρίχες!)

Τα έφτιαξες με λατσομπουριάρη τζαζμπερντεροπουρό; Μμμμ τι μας λες! Κουλά ντε Παρί!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το παιχνίδι. Προέρχεται από το ιταλικό giocco (βλ. αγγλικά joke).

Σημειώστε ότι «αβέλω τζόκα» = παίζω, αλλά «βουέλω τζόκα» = φιλώ.

Να οι µπράτες, να τα κουταλιάσµατα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει «ακούω» και βγαίνει από το «όκι» (δηλαδή αυτιάζω).

Επίσης λέγεται και λουπάρω.

Με οκιάζεις που μπενάβω;;;

ΟΚΙ (από GATZMAN, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε οι γκέι την Ήπειρο στα καλιαρντά.

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι αναφέρεται στην τσιγκουνιά των Ηπειρωτών (βλ. «το σκατό μου παξιμάδι»)

Επίσης λέγεται και Σιμίτω.

Αβέλω κανικό στην Ξεροσκατού να δικέλω κάνα σιμιτζότεκνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτί στα καλιαρντά.

Εξ ου και οκιάζω.

Η ετυμολογία είναι παράξενη, μιας και occhio (όκιο) στα Ιταλικά είναι το μάτι!!!

Επίσης λέγεται και λούπαρα.

Καλέ! Τι λουπάρανε τα ιμάντες όκια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγός στα καλιαρντά!!

Σημαίνει «αυτιάς Λούης» (βλέπε όκι).

Πουλοβιδώθηκα σε χαλότσαρδο και έχαλα οκιολούη με λακριστά.

H Ηeidi Κlum ως Jessica Oκιολούη (από Vrastaman, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified