Selected tags

Further tags

Ψευδογαλλική λέξη για τον νταλικέρη, χρησιμοποιείται στα καλιαρντά, αλλά και εκτός αυτών. Ψευδοαγγλικά αντίστοιχα τα νταλίκερμαν, νταλίκαμαν. Μπορεί να δηλώσει και φαινόμενα τ. νταλικέρης, νταλίκα, χοτέλ νταλικέρ κ.τ.ό.

  1. Πρώτη βραδιά, δέκα πελάτες, καλή κονόμα. Μπουτ λατσά. Με πήγε σε μια πιάτσα όχι πολύ γνωστή, που συχνάζανε, ας πούμε, οι μυημένοι. Το ψωνιστήρι γινότανε στην αλάνα, απέναντι απ’ το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Μόλις σουρούπωνε άλλαζε το σκηνικό και μεταμορφωνόταν. Παρκάρανε εκεί μεγάλα φορτηγά πολλών κυβικών, νταλίκες. Οι νταλικέρ πολύ επιρρεπείς στο κοκό. Κι όχι πάντοτε ενεργητικοί, πολλοί ήτανε μερακλαντάν, απ’ όλα κάνανε. (Από το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου», 2010, εκδ. Άγρα, δες εδώ).

  2. Το ένα τρίτο του Βραβείου Οδικής Ασφάλειας προτείνεται να απονεμηθεί στον ΟΑΣΘ για τις ...ασφαλείς και εξυπηρετικές Στάσεις Λεωφορείων που έχει εγκαταστήσει στον Δήμο.
    Χαρακτηριστικές των νέου τύπου Στάσεις στις φωτογραφίες
    (αν δεν σε φάνε τα ...φίδια, όλο και κάποιος καλός οδηγός, σαν τον κύριο νταλικέρ που ανεβαίνει με 90 χλμ την ώρα την ανηφόρα του Τριλόφου, θα σε παρασύρει). (Εδώ).

  3. Έξω από το καμπινγκ περιμένουμε κάποιον να ανοίξει. Xτυπάμε κουδούνι. Tίποτα. Στα παπάρια τους. Προφανώς άλλο ένα bikers friendly camping. Λίγο πριν υπήρχε χοτελ νταλικέρ στο κυριλέ του. Πόσο; 65. H κούραση αρκετή. Oι αντιστάσι στα βλέμματα των άλλων μικρές. Πάμε δε γαμιέ. Tελικά πέσαμε στα 60. Kαι μετά πέσαμε στα κρεβάτια. (Εδώ).

  4. Ναι, και καλά, πήγαν στην παραλία, έτσι-γιουβέτσι και στο ξεκαύλωτο οι γερμανίδες νταλικέρ τους άρχισαν στα πετραδάκια... (Ο ΜΧΣ διηγείται από δεύτερο χέρι ιστορία που διεδραματίσθη στα ένδοξα Τζιβιτζιλοχώρια)

Νταλικέρ με την καυλή έννοια στο νεορεαλιστικό Ossessione του Luchino Visconti. (από Khan, 13/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κολομπαράς, αυτός που λιγουρεύεται τουρλωτά κωλαράκια.

Εγώ είμαι αδερφή και με κράξανε και με τζάσανε δικαίως ως αδερφή. Δε σημαίνει ότι δεν ήμουν και ικανός να υπηρετήσω. Σιγά! Πήχτρα στους φλώρους και τους λουφαδόρους είναι η επικράτεια! Και στις κρυφολούγκρες! Και στους ανίκανους! Άσε που μόνο τα κορόιδα υπηρετούν. Αν βρείτε έναν άντρα Έλληνα υπήκοο να μη μετάνιωσε που έκανε φαντάρος, εγώ να γίνω τουρλολιγούρης. (Από το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, Ο Γύρος του Θανάτου, βλ. εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η ταραχή στα καλιαρντά με ψευδοξενική κατάληξη.

  1. Βλ. λήμμα κουμμουνόσκελη Αίαντος:

- Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μπούτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα.

  1. Άχου, τι ταραγμάν και τι ταραχόφαλτσο πήγα κι έφτιαξα η λοκαντιέρα. Με σκουντουλιάσανε και πήγα ντουγρού στον κατελάνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Τρεις αδερφάδες είμαστε κι οι τρεις μπαροβγαλμένες.
Η μια ξηγιέται κονδυλέ,
η άλλη σκουλαμέντο
κι η τρίτη η καλύτερη
με τρεις σταυρούς στην πούλη.

Ένα καλιαρντό ποιηματάκι ,όπου αναφέρονται κάποιες σεξουαλικές ασθένειες που κόλλησαν,προφανώς λόγω υπερδραστηριότας.Γι αυτό και το ποιηματάκι έχει μια χροιά περηφάνιας.
Κονδυλέ=τα κονδυλώματα.
Σκουλαμέντο= η βλενόρροια.
Τρεις σταυροί= η σύφιλη.Η ασθένεια αυτή μετριώταν,μπορεί και τώρα,δεν το ξέρω,ανάλογα με την σοβαρότητά της σε σταυρούς.Όσο πιο πολλοί σταυροί ,τόσο πιο βαρειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάπως πιο δόκιμα σημαίνει τρώω κάτι με το κουτάλι.

  2. Καθώς αρχίζουν οι μεταφορές, το κουταλιάζω μπορεί να περιγράψει τον βαθυκούταλο που με περισσή λαιμαργία ρίχνεται στο φαγητό, ή ακόμη πιο μεταφορικά κάποιον που ρίχνεται αρπαχτικά σε οποιαδήποτε ηδονή, λεφτά, ρεμούλα, σεξ, ή που αρπάζει και παντελονιάζει κάτι που δεν του ανήκει κ.ο.κ.

  3. Στα μάγκικα παλαιότερων εποχών και στα καλιαρντά έχει την σημασία βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω.

  1. Αυτό που μ'αρέσει σε μένα ειναι οτι ενώ παραπονιέμαι για τις κοιλιές και τα μπούτια μου,συνεχίζω ακάθεκτη να κουταλιαζω το παγωτό (Εδώ).

  2. Μια χαρά είναι οι Έλληνες. Αλλού είναι το πρόβλημα: [...] Είναι ο γερομπισμπίκης που την χούφτωσε, τα χούφτωσε, την κουτάλιασε, τα ενθυλάκωσε και τώρα κατοικεί δίπλα στον επικεφαλής των κατακτητών. (Εδώ).

  3. Αχ, αδερφές και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια. Να οι μπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια και τα καυλοκουνήματα, τα κουραβαλιάσματα και τα σαρμελοχαμόγελα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά, ο όγκος των γεννητικών οργάνων που διαφαίνεται μέσα από το εφαρμοστό εσώρουχο ή παντελόνι.

Ντικ τι μπαγκάζι άβελε το λατσότεκνο!

(από Khan, 21/07/13)(από Khan, 22/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα, σε αντιδιαστολή με τον μονότρυπο γκέουλα. Καλιαρντίζων σεξισμός, ο δεύτερος απαξιωτικότερος για την γυναίκα μετά το νέτο-σκέτο τρύπα.

Από το δουπού: patsis.

Όμως, ο πούστης- όπως τον αποκάλεσε καταδηλωτικά ο εντολοδόχος του- παραδόξως τα έβαλε με τη λεσβία την Εύη! Κάνε στην άκρη, κυρά μου δίτρυπη, της είπε, εμείς θα τα βρούμε με το παλικάρι εδώ! Αυτή η βρισιά, το δίτρυπη, μου έμεινε από τότε ως ό,τι πιο υποτιμητικό και αδιάντροπο είχα ακούσει για τη γυναικεία ύπαρξη! (εδώ)

(από σφυρίζων, 24/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι το καλοκαίρι και ο καλός καιρός, που σε ξελογιάζει και σε εμπνέει να τρέχεις σαν τρελή κι αδέσποτη στα τζιναβονήσια με το μελτεμάκι.

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος σε στύση που θυμίζει την πίπιζα των φακίρηδων, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, ή, ίσως, -θα προσέθετα κατ' εικασία-, το φίδι που σηκώνεται και ανεβαίνει λόγω του παιξίματος της πίπιζας.

  1. «Ξυπνάω, χρυσή μου, καὶ ντικέλω τὴ γουδέλα τοῦ Μιχάλη φακιροπίπιζα, καὶ παθαίνω ταράκουλο μάγκνουμ. Νὰ τοῦ βάλω ἕνα πανὰκι, νὰ τὸ κάνω ἱστιοφόρο, τὸ μανάρι μου». (Από αυτηκοία Αίαντος στο άλμπουρο στα σχόλια).

  2. Εσύ μωρή γκουνιότα, τι αβέλεις; Μουτζό; Την φακιροπίπιζα σου μωρή τι στην έδωκε το παιδί από την Βακουλή ;;;; (Από το συσιφόνι)

  3. - Ποιον θα μπουκετώνατε; (θρεντ στο μπουρντέλα κόμ)
    - Από ποιόν να αρχίσω και με ποιό να τελειώσω... το ποντικομούρη τον Παπανδρέου, τον γλοιώδη τον Ευαγγελάτο, τη σκατόφατσα τον Κακαουνάκη, τη ρουφοκαυλέτα τη Πάνια, τη Νικολούλη (απλά μου σπάει τα αρχίδια όταν μπαστακώνεται η γυναίκα μπροστά στη TV παρασκευόβραδο, για να βλάπει ποιόν ψάχνει πάλι, αντί να μου κάνει καμία φακιροπίπιζα. Φταίω έγω να μπουρδελοτσαρκέψω;) και πααααρα πολλούς ακόμα...

  4. καλε μην στεναχωριέσαι!!! Και φακιροπιπιζα να είναι εγώ δεν κάνω διακρίσεις του πούτσου! (Από το tweet tunnel)

  5. EΙΣΑΙ ΕΝΑ ΧΥΔΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟ ΧΤΗΝΟΣ.. ΓΙΔΟΤΕΚΝΟΣΥΝΤΗΡΗΤΗ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ [...] ΔΙΟΤΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΩΝΥΜΙΑ ΣΑΣ ΦΙΦΟΣΚΟΥΛΙΚΙΑ ΜΟΛΥΣΜΕΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΤΟΥΣ Μπουάβω Με-σικ ΜΑΓΚΕΣ ΕΝΩ ΕΙΣΤΕ ΘΡΑΣΥΔΕΙΛΑ ΚΑΡΑΜΟΥΤΖΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ.... ΕΛΑ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΜΠΕΝΑΒΕΙΣ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΥΔΑΙΑ ΨΑΜΟΣΚΕΛΑ ΛΟΓΙΑ ....ΕΙΣΑΙ ΕΝΑ ΧΤΗΝΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ ΕΣΥ ΑΛΛΑ ΟΙ ΤΖΑΣΛΟΙ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΠΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ ΣΕ ΧΥΔΑΙΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΟΥ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΕΤΟΙΟ ΣΙΒΙΤΖΙΛΟΥ ΣΑΡΜΑΛΛΑ ΚΑΝΙΒΑΛΛΙΣΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ... (Ξέσπασμα εδώ).

(από Khan, 01/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επαρχιώτης κίναιδος, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, ή αυτός που συντηρείται από επαρχιώτη εραστή- βουκολομπαρά. Συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά.

Ο Χότζας μας εξηγεί τις λεπτότερες αποχρώσεις των διαφορετικών όρων στα σχόλια του λήμματος γίδι: «Οι τζαζλές λέγανε την έκφραση γιδοτεκνοσυντήρητη για τη λούγκρα που είχε προστάτη-καβαλάρη κάποιον καράβλαχο, τον οποίον χαρακτήριζαν κατσικαδερό ή γιδερό (εξ ου και βλαχα-δερό), ενώ τον επαρχιώτη ομοφυλόφιλο (συνήθως ψηλό και γεροδεμένο ορεσίβιο) τον έλεγαν βλαχοντάνα».

  1. ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ που θα μου κανεις και υποδειξεις.γιδοτεκνοσυντηρητη. (Αποκατέ).

  2. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).

  3. EΙΣΑΙ ΕΝΑ ΧΥΔΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟ ΧΤΗΝΟΣ.. ΓΙΔΟΤΕΚΝΟΣΥΝΤΗΡΗΤΗ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified