Selected tags

Further tags

Καθώς το θέτει ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά (1971), σημαίνει την «άγραν επιβήτορος ανά τας οδούς», το «ψωνιστήρι στο δρόμο» εκ του τουρκικού kaldirim (=ο λιθόστρωτος δρόμος), ή θα λέγαμε η πουτανόπιατσα, όπου συχνάζουν καλντεριμιτζούδες για κάθε σεξουαλικό προσανατολισμό.

  1. Απαπα τη ζαλίστρα την αφήνω για τη κατέ. Αυτό μου έλειπε να καταντήσω σαν κι αυτή. Όλες ίσα κι όμοια; Θα 'ρχόμανε μαρή να αβέλουμε κουσούμια αλλά μου 'χει σωθεί ο μπερντές και λέω να βγω λίγο στο καλντερίμι της χαράς μπας και βγάλω τίποτα σήμερα που είναι Σαββατόβραδο..... (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

  2. «Που να κατέβει στο καλντερίμι της χαράς αξύριστη!» (Καλιαρντή κατάρα).

  3. Στον τρόπο που διαλέγεις να πεις όχι και σε εκείνον που δέχεσαι τον πόνο
    στη μόνη φίλη σου, τη λήθη, και στον μοναδικό εχθρό σου, τη λήθη
    Στο καλντερίμι της χαράς που πάντα το αναζητάς και στη λεωφόρο της λύπης που ψάχνει να σε βρει. (Ποίηση εδώ).

(από Khan, 29/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι η πεολειχία, το τσιμπούκι, η πίπα. Εκ του ταμπάκου, που παραπέμπει σε τσιμπούκι/ πίπα, και, -τείνω να συμφωνήσω εδώ με τον σύσσλανγκο Αίαντα που διορθώνει τον Ηλία Πετρόπουλο-, του γαλλικού pompe, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, αντλία, τρόμπα (βλ. και πομπίνο-φραπέ για περαιτέρω ανάλυση). Ο Πετρόπουλος πιθανολογεί ετυμολογία από το γαλλικό bonbon (=γλυκό ζαχαρωτό) ή από το ponpon (=φούντα) νομίζω όμως ότι οι ετυμολογήσεις αυτές είναι πίπες και ότι έχει δίκιο ο Αίαντας.

Του άβελα πομποτάμπακο και με φλόκαρε στο χάος ο κατές και με λάτσεψε τα μπουτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός κυριολεκτικά και μεταφορικά, η μαλακία δηλαδή. Είναι καλιαρντή λέξη αλλά έχει διαδοθεί πολύ, κυρίως ως αυτός που διαπράττει το ψωλοβρόντι, που αποκαλείται ψωλοβρόντης (σπεκ στον σύσσλανγκο που διείδε την καλιαρντή προέλευση της λέξης). Πρόκειται βέβαια για πολύ ποιητική λέξη, που δηλώνει έναν έντονο θορυβώδη αυνανισμό, όπου ο μαλάκας βροντάει την πούτσα του προκαλώντας μετεωρολογικά φαινόμενα λες και είναι ένας Δίας που δεν γαμιέται αλλά μαλακίζεται.

1. Όλα έδειχναν ότι ο Μάκης έδινε ένα αναπάντεχα ασυνήθιστο και καυλωτικό θέαμα στον απέναντι. Και ο απέναντι με την σειρά του παραμένοντας εκεί, στην σχισμή της κουρτίνας, ακίνητος, να κρυφοκοιτάζει, καύλωνε όλο και πιο πολύ τον Μάκη που το πρωινό του «ψωλοβρόντι» γινόταν θέαμα σ’ έναν άντρα. Έτσι ο Μάκης δεν ήθελε και πολύ ακόμη για να αδειάσει το ψωλόχυμά του απ’ τ’ αρχίδια του. Αρχίζει να χύνει πάνω του σαν τρελός με τα πόδια του τεντωμένα και ανοιχτά. Ο απέναντι τα είδε όλα! Και μεταφορικά και κυριολεκτικά! Αλλά και ο Μάκης έριχνε κλεφτές ματιές απέναντι. Μετά και τις τελευταίες χυσιές, ο Μάκης αφήνει την ψωλάρα του να αράξει στα χύσια της και ανάβει τσιγάρο κρατώντας το με το χέρι της μαλακίας, ενώ το άλλο το έβαλε πίσω απ’ το κεφάλι του για να χαλαρώσει. Τότε βλέπει να φεύγει ο απέναντι απ’ το σημείο και η κουρτίνα να επιστρέφει στη θέση της.

2.Εδώ: Και μια και το τελευταίο είναι αδύνατον να αμφισβητηθεί και στην πράξη ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει πολιτειακό θέμα χωρίς ντροπές και σούξου μούξου, ο Τσίπρας, ο Αλαβάνος, ο Δημήτρης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος ή όποιος άλλος μπορεί να πληροφορήσει τον κόσμο τι πολίτευμα γουστάρει το κόμμα και τι μέθοδο σκοπεύει να ακολουθήσει για να το πετύχει; Αν ό,τι ακούγεται ανήκει στην κατηγορία «εορταστικό ψωλοβρόντι», καλή διασκέδαση και κρίμα για τους ανθρώπους που το πληρώνουν. Αν όμως όχι, υπάρχει το Σύνταγμα.

3.ΨΩΛΟΒΡΟΝΤΙ ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΙΑΤΡΟ ΤΟΝ ΚΑΝΕΙ ΠΕΡΑ!!!!! (Από το ksipnistere).

4.Εδώ: Τις πταίει τελικά για την κατάσταση των νέων; Η χαλαρότητα των ΑΕΙ/ΤΕΙ που τελειώνεις όποτε θέλεις; Ο επαρχιωτισμός των γονιών; Η έλλειψη επαγγελματικού προσανατολισμού; Οι καραγκιόζηδες που μπαίνουν επαρχία για να γαμήσουν και οι βλαχούλες που μπαίνουν Αθήνα για να γαμηθούν; Το ψωλοβρόντι που ονομάζεται κατ' ευφημισμόν «φοιτητική ζωή»; Τα τραπεζάκια της ΔΑΠ και η ΕΑΑΚ; Λίγο απ' όλα;

Μυδασίστ: Cunning Linguist. (από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει τον ηλικιωμένο και έμπειρο κίναιδο. Αρτίστα(ς) είναι στα καλιαρντά ο καλλιτέχνης, από το ιταλικό artista, αλλά και ο έμπειρος, αυτός που έχει βγει στο κουρμπέτι και το ξέρει. Αρτίστα του βωβού σημαίνει αυτό αλλά και επιπλέον ότι η εν λόγω αρτίστα ήταν ήδη αρτίστα από την εποχή του βωβού κινηματογράφου, δηλαδή χοντρικά από την περίοδο 1900-1930. Οπότε στην εποχή που θα λεγόταν στα καλιαρντά αυτή η έκφραση, δηλαδή μερικές δεκαετίες αργότερα, υποθέτουμε ότι θα χαρακτήριζε έναν γερομπινέ με μια ζωή πλούσια από εμπειρίες και που θα ήταν στα κόλπα. (Σήμερα το βρίσκω στο Νέτι δίκην βιντατζιάς ως παρατσούκλι αστειευόμενων μπλόγκερς που δοκιμάζουν την τύχη τους σε μπλογοτεχνικά νεοκαλιαρντογραφήματα).

  1. Μια τεκνοσκριβού το μήνα δεν είναι μπλόκιν, μουνόπασχα είναι. Μα άμα ήθελα μπλοκιν θα 'χα και το δικό μου μπλοκ. Θα 'μουν μπλόγκερ σαν την αρτίστα του βωβού καλή ώρα. Τι ποια είναι αυτή πάλι; Η κατέ ντε. Η Αθηνά. Αλλά εγώ δεν είμαι ίσα κι όμοια με δαύτην. Είμαι διαφορετική. Και το διαφορετικό είναι μια λέξη εύκολη που την καταλαβαίνω. Αυτό το λέω γιατί τώρα τελευταία ακούω και τη λέξη διαφορετικότητα αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι πάει να πει. Δεν ξέρω κι αν υπάρχει και στα λεξικά γιατί που να ψάχνω τώρα άσε κιόλας που δεν τους βάζω σπίτι μου τους Μπαμπινιώτηδεςςςς, μένω και μόνη τι θα πει κι ο κόσμος, α πα πα πα. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

  2. Σκάσε μωρή και κοιτάει κατά δω που από αρτίστα του βωβού σε βλέπω κορακοβλαστήμω στο Φαντάζιο! (Αποκατέ).

(από σφυρίζων, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κολακεία στα καλιαρντά, εκ του μουσαντέ και του γλείφω.

  1. Δεν θα πω μουσαντογλειψού αλλά μαρή μια χαρά τα γράφεις. Άντε και για πάρτη σου θα βάλω το μουγκαφόν να παίζει για σένα κι θα ανάβω με καγκελοκαρικεντέ τα κεριά για να κάνω κι ατμόσφαιρα. Α, δεν σου 'πα, γνώρισα ένα θεομιλιονάρη με μια μπάρα τεράστια, θεομπούκουρα μωρή περνάω και στα δικά σου! (Αποκατέ).

  2. -τελικά δεν είναι τυχαίο που είσαι θεά.
    -Α μαρή μουσαντογλειψού.... Μη και ντρέπομαι!!!!!!!!!! (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει νηστεύω στα καλιαρντά εκ των γκόντης= Θεός (<αγγλικό God) και του στερητικού α- και του χάλω= τρώω (<hal που έχει την ίδια σημασία στη ρομανί).

Ενώ ο λαός γκονταχαλώνει και αβέλει διακόνα στο μπερντέ και στο γυροδιακονιάρισμα. (Με τον τρόπο του Χάρρυ Κλυνν).

Σαρακοστιανός χίπστερ. (από Khan, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που του έχει τσιτωθεί ήτοι τεντωθεί ο κώλος του από την υπερβολή της πρωκτοσυνουσίας (δικές σας οι μεταφορικές προεκτάσεις). Καλιαρντή λέξη.

  1. -Χτες πήγα στις πουτάνες.
    - Γιατί πεθύμησες την αδερφή σου;
    - Όχι μωρή κωλοτσιτωμένη, άκουσα ότι το πισωκολλητό το πέρασαν στους ημιυπαίθριους και πήγα να δω.
    - Α ναι, και τη μαλακία άμα είναι λιγότερη από δέκα επαναλήψεις θα εκπίπτει του φόρου; (Ένας τόοοοσο 2011 διάλογος αποκατέ).

  2. ναι αλλά όταν έχουμε μια «εργοστασιακά» κωλοτσιτωμένη/ κλοκαρισμένη nvidia όπως είναι πολλές από τη σειρά 7xx δεν υπάρχει πρόβλημα. (Μια ενδιαφέρουσα τεχνική χρήση του όρου για να δηλώθεί η υπερχρόνιση/ κλοκάρισμα εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

συκαφρά (τα)

Κονδυλώματα (καλιαρντά). Η ετυμολογία (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο) από το «σύκα» και το «αφροδίσια», ήτοι τα αφροδίσια των κιναίδων.

Πού πας μ' αυτήν/όν χωρίς προφύλαξη; Θα κολλήσεις συκαφρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λατσός = όμορφος (< lačho = όμορφος, καλός στη ρομανί) και του ιταλικού fortuna = τύχη. Ό,τι πρέπει για καλιαρντοευχές.

Εχει ο γκούρμπαντος γενέθλια; Πολύχρονος να 'σαι, πολύχρονος και λατσοφουρτούνας!!!!!! Α κι εγώ να σε χαίρομαι όχι μόνο η αρτίστα του βωβού! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «μεγάλος κίναιδος, ο ανεπιφύλακτος ομοφυλόφιλος» κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971), εν ολίγοις η ζουγκλαία λουμπίνα.

Σας αβέλω λατσαβαλέ,
αβρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Ένας πούστης να μιλήσει!)

(από Khan, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified