Το μεδούλι στα καλιαρντά, εκ των σπάλα & ζουμί.
Επίσης αφίχθη η τρόικα σήμερα θα μας φάει το σπαλοζούμι. (Αποκατέ).
Το μεδούλι στα καλιαρντά, εκ των σπάλα & ζουμί.
Επίσης αφίχθη η τρόικα σήμερα θα μας φάει το σπαλοζούμι. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Σε αντίθεση με την Τερόμουτζα που είναι η Πελοπόννησος, Τερογκαμήλα είναι η Στερεά Ελλάδα ή Ρούμελη στα καλιαρντά, και καλά λόγω των πολλών ορεινών όγκων της που θυμίζουν ανώμαλη πλάτη καμήλας με καμπούρες. Καταγεγραμμένο από Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971).
Χτες αρίβαρε από Τερόμουτζα στην Τερογκαμήλα.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι η Πελοπόννησος, επειδή το σχήμα της (με κάμποση φαντασία) μοιάζει με μούντζα, με μια γήινη (βλ. terra στα ιταλικά) παλάμη, με την Τροιζηνία για αντίχειρα, τη Μάνη για μέσο, και ίσως την Ηλεία για μικρό (λέμε τώρα). Η λέξη περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου Τα Καλιαρντά (1971).
Δεν ξερω ποτε θα αριβαρει στην Τερόμουτζα αλλά νομιζω συντομα πρέπει να είναι στο μπεναβοκουσκούσι. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Αυτός - ή που είναι λούμπεν.
Το λέμε για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως πονηρούλη.
Μεγάλη λουμπίνα ο υπουργάκος...μας έσκισε στους φόρους.
Got a better definition? Add it!
Ο μπακλαβάς στα καλιαρντά εκ των σούκρα= ζάχαρη (πρβλ. γαλλικό sucre) και καρύδα.
Got a better definition? Add it!
Επιθυμητή, ποθητή, καυλιάρα στα καλιαρντά εκ του τουρκικού murat.
Αφαντη η Αθηνα που και μουρατω δεν τη λες μη χεσω. Τη κατάπιαν τα Χανιά. Δεν ξερω ποτε θα αριβαρει στην Τερόμουτζα αλλά νομιζω συντομα πρέπει να είναι στο μπεναβοκουσκούσι. Εγώ τώρα θα τζάσω το κελόπαγκρο γιατί το έχω αρχίσει μη τ αφήσω στη μέση και θαρθω από κει. Με φρέσκο βουτυρο την έκανες την σουκροκαρύδα; (Αποκατέ).
Είπαμε, καλέ, πως ήμουνα και μουράτω. Από τις βίζιτες πορευόμουνα, αφού δουλειά δεν είχα και δουλειά δε θα μου’ δινε κανείς. Είχα μια επιδερμίδα βελούδινη, έμοιαζα τη Τζίνα Λολομπρίτζιτα, τα μάτια της έχω τα σπανιόλικα και τα μαριόλικα, γι’ αυτό με βγάλανε οι άλλες οι κατέ, Λολό. Στο Παρίσι, η Μπε-Μπε και στη Ρόμη η Λο-λό. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Το φλερτ, η ερωτοτροπία. Από την τουρκική λέξη cilve. Χρησιμοποιείτο και στα καλιαρντά.
Είμαι χαρακτήρας με σίκ οριεντάλ. Κάνω ωραίο κλίμα, αβέλω λατσούς τζιλβέδες, σ’ αυτό θα οφείλεται που τους τραβάω. Σπάνια να κάνει άλλος τέτοια ατμόσφαιρα. (Εδώ).
«Και με τους διάκους ο Δεσπότης τζιλβέδες και καμώματα». Κώστας Βάρναλης. (Εδώ).
Esy to noy soy stoys tzilvedes kai ta makedonika stoys Makedones!!!!!!!!!! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά, είναι είτε ο πολύ άσχημος, ο θεοκάλιαρντος, είτε ειδικά η καμπούρα ή ο καμπούρης. Από τον ήρωα Quasimodo του μυθιστορήματος Η Παναγία των Παρισίων του Victor Hugo, που μας έχει δώσει και τις εκφράσεις κουασιμόδος και κουασιμόδας.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι η αδερφή που προέρχεται από ορεινό χωριό.
Ήρθανε οι άλλες, οι κατέ, απ’ το μαγαζί «Η ΠΕΘΕΡΑ» και μου το σφυρίξανε. Πιο μπροστά ο Αρίστος είχε ζευγαρώσει και με άλλες σορέλες. Η μια ζήλευε την άλλη, με το παραμικρό φαγώνονταν. Τα είχε, λέει, με την Αλέκα. Ε, και; Μπροστά μου δεν έπιανε χαρτωσιά. Ούτε οι υπόλοιπες χαζολούγκρες, καμιά δεν είχε την λατσοσύνη τη δικιά μου. Τα είχε μπλέξει με τη τζαζεμένη τη Δημητρούλα, την υψομετρού. Και με τη Σαλώμη. Αυτή η Σαλώμη ήτανε καπάτσα, καλίγωνε τον ψύλλο. Τον διεκδικούσε. Ήταν τραβηχτικός ο μπαγλαμάς. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!