Η νταρντάνα γυναίκα στα Καλιαρντά, θηλυκός Ηρακλής δηλαδή.
Καλέ ντίκα την ηράκλω. Τη τζινάβω για τζιβιτζιλού.
Η νταρντάνα γυναίκα στα Καλιαρντά, θηλυκός Ηρακλής δηλαδή.
Καλέ ντίκα την ηράκλω. Τη τζινάβω για τζιβιτζιλού.
Got a better definition? Add it!
Η νταρντάνα σε κάποιες περιοχές της επαρχίας. Ενδεχομένως τουρκικής προέλευσης.
Από εκεί βγήκε και το αντίστοιχο καλιαρντό.
- Α αυτή; Τζιβιτζιλού, όλη μέρα στο χωράφι, έχει κάνει κάτι ώμους να!
Got a better definition? Add it!
Πατενταρισμένη και πιστοποιημένη κατά ISO διαδικασία κατά την οποία το ανδρικό μόριο χρησιμοποιείται από τον κάτοχο για διαφορετική χρήση από τις ήδη δύο καταγεγραμμένες. Συγκεκριμένα το πέος τοποθετείται προσεκτικά μεταξύ των δυο τελευταίων κουμπιών ενός πουκαμίσου, το οποίο με τη σειρά του μπαίνει εντός του σλιπ με σκοπό να φρενάρεται η τάση του πουκαμίσου μετά από το πολύ 1 ώρα να ανεβαίνει και να φουφουλιάζει κατά το κοινώς λεγόμενο, αναιρώντας κατά πολύ την εικόνα κομψότητας που θέλει να εκπέμπει ο ιδιοκτήτης του πέους και του ενδυματολογικού συνόλου.
Απαντάται και στη μορφή πεόφρενο, πουτσόφρενο, μαλαπερδόφρενο, μπαργαλατσόφρενο κ.ο.κ. αν και λόγω της δημοφιλίας της καλιαρντής, η χρήση του ως ψωλόφρενο είναι σαφώς συχνότερη.
Συντάσσεται με το ρήμα βάζω και οχι τραβώ (κατά το «τραβώ χειρόφρενο») για να αποφεύγονται τυχόν ατυχήματα.
- Ατσαλάκωτος ρε παιδί μου ο Νώντας. Πέντε ώρες με το κουστούμι και είναι σαν να το 'βαλε μόλις.
- Έχει βάλει ψωλόφρενο σίγουρα, δεν εξηγείται αλλιώς.
Βλ. και μπαργαλάτσος, μαλαπέρδα.
Got a better definition? Add it!
Ο χαζός-τρελός, ο γκάου, ο φευγάτος.
Πιθανότατα είναι σύντμηση του τσαζλός, το οποίο πιθανόν προέρχεται απο το τζους (φεύγω).
-Πάμε από το σπίτι του Νίκου;
-Είσαι τζαζ ρε; Τέτοια ώρα;
Got a better definition? Add it!
Τα λεφτά (στα καλιαρντά).
Άβελε αποκατέ και πέσε το μπερντέ (=έλα εδώ και πέσε τα λεφτά).
Got a better definition? Add it!
Τρελός, παλαβός.
Μωρή, αυτή η τζάσλω νάκα τζινάβει (=αυτή η τρελή δεν καταλαβαίνει).
Got a better definition? Add it!
Να, κοίτα (στα καλιαρντά).
Ντικ το κύμα!
Got a better definition? Add it!
Η φωτιά στα καλιαρντά.
Τζάκατα δικέλεις ντούμα, χορχόρα αβέλεις τ' άχατα (=όπου βλεπεις καπνό, περίμενε και φωτιά).
Got a better definition? Add it!
Άσχημος ή κακός στα καλιαρντά. Από κει βγήκε και το όνομα καλιαρντά.
Τζους καλιαρντό γκουγκού! (=φύγε κακό φάντασμα)
Got a better definition? Add it!
Έκφραση επιβεβαίωσης που απαντά σε κάτι που είπε κάποιος άλλος. Στα καλιαρντά μπαίνει και ερωτηματικό. Για πιο έμφαση μπορεί να προστεθεί το μα ή το όμως.
2.- Τον ξέρεις το Νίκο; Περιπτωσάρα! - Τελείως όμως;
Got a better definition? Add it!