Λογοπαίγνιο με αναγραμματισμό του παλιού κλασικού συνθήματος, «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη».
- Φίλε μήπως ξέρεις πού είναι η πλατεία ηρώων;
- Η πλατεία ποιων;
- Αυτών που πουλάνε τη μπατσίνη...
Λογοπαίγνιο με αναγραμματισμό του παλιού κλασικού συνθήματος, «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη».
- Φίλε μήπως ξέρεις πού είναι η πλατεία ηρώων;
- Η πλατεία ποιων;
- Αυτών που πουλάνε τη μπατσίνη...
Got a better definition? Add it!
Τα φλόκια.
Τα σάλια που σου κρέμονται αφού ξέρασες μετά από απίστευτη κραιπάλη (συνήθως όταν έχεις πιεί ένα τελωνείο) και μοιάζουν λες και έχεις καταπιεί ένα παπούτσι του τένις.
-Και που λες την έχυσα στη μούρη...
-Έλα ρε! Και τα κορδόνια;
-Τα κατάπιε όλα...
(συνέχεια από το προηγούμενο)
-Σωστός...
-Ναι το άλλο όμως δεν σου είπα...
-Τι;
-Αηδίασε, πρώτη φορά το έκανε...
-Και;
-Ε, ξέρασε πάνω μου... φαντάσου κολώδη σκοινιά κορδόνια από το στόμα της πάνω μου...
-Πωωω...
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, όπιο. Μεταφορικά, απαντάται στην έκφραση κάνε μόκο –η σύνδεση των δύο νοημάτων φαίνεται πολύ παραστατικά στο παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα» του Γιώργου Ιωάννου.
Στα μωρά είχαν δώσει μόκο, αφιόνι δηλαδή, κι έτσι δεν κλαίγαν.
Got a better definition? Add it!
Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.
Στίχοι Τζίμη Πανούση:
«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»
Got a better definition? Add it!
Μπάφος κορωνίδα της κατηγορίας που οι χασίστες και φουντικοί ονομάζουν «διφυλλάκια».
Αποτελείται από 2 τσιγαρόχαρτα, το ένα κάθετα κολλημένο στην άκρη του άλλου δίνοντας την εικόνα του Τ (και όχι του σταυρού που θα ήταν και λάθος κατασκευαστικά) και με την δέουσα (δις) βεβαίως... γόμωση.
- Φτιάσε ένα ταφάκι ρε για καπάκι...
- Ωραία ιδέα... και δεν το φτιάχνεις;
Got a better definition? Add it!
Το κοίλο μέρος του ναργιλέ ή του τσιμπουκιού (με την πρωταρχική έννοια, αμάν πάλι στο πονηρό πήγε το μυαλό σας!), όπου τοποθετούνται ο καπνός και τα κάρβουνα. Επίσης, η σύριγγα με την οποία καπνίζεται το όπιο και το χασίς. Είναι τουρκική λέξη.
-Όταν γκαπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς, κοίταξε τριγύρω οι μάγκες, κάνουν όλοι, κάνουν τουμπεκί.
Got a better definition? Add it!
Το χαϊδευτικό της Λίλιαν. Λίλιαν- Λιλιανάρα- (μουνάρα)- νάρα.
-Και ποιοι θα είναι στο μπαράκι;
-Ο Μήτσος, ο Κίτσος, ο Λάκης, ο Μάκης, ο Τάκης, ο Σάκης και η Νάρα.
-Ποια Νάρα;
-Η Λιλιανάρα!
-Α, κατάλαβα! Θα είναι πάλι η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα!
Η Λίλιαν συστήνεται σε νέο ψαρωμένο θαυμαστή: Με λένε Λίλιαν. Οι φίλοι με φωνάζουν Νάρα. Εσύ μπορείς να με λες δεσποινίδα Ευαγγελία Μηνιάτη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λένε κι έτσι τον «ναργιλέ». Ο «ναργιλές» είναι τούρκικη λέξη με ρίζες σε Περσία- Ινδία. Ο ναργιλές είναι όλη η συσκευή, ενώ ο λουλάς είναι μόνο το δοχείο, όπου καίγεται ο καπνός τουμπεκί.
Άκου πώς παίζει ο μπαγλαμάς,
και πάτα αργιλέ για μας.
Got a better definition? Add it!
Published
Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.
- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;
Got a better definition? Add it!
Από την λέξη θεριακή (αντίδοτο σε δηλητήριο). Θεριακλής αυτός που είναι παθιασμένος με κάτι απολαυστικό.
Πάμε για καφέ στου Ντίνου; Μου έχει πει ο Τάκης ότι κάνει τον καλύτερο καφέ και τον εμπιστεύομαι γιατί είναι θεριακλής με τον καφέ του...
Got a better definition? Add it!