Further tags

Μπάφος κορωνίδα της κατηγορίας που οι χασίστες και φουντικοί ονομάζουν «διφυλλάκια».

Αποτελείται από 2 τσιγαρόχαρτα, το ένα κάθετα κολλημένο στην άκρη του άλλου δίνοντας την εικόνα του Τ (και όχι του σταυρού που θα ήταν και λάθος κατασκευαστικά) και με την δέουσα (δις) βεβαίως... γόμωση.

- Φτιάσε ένα ταφάκι ρε για καπάκι...
- Ωραία ιδέα... και δεν το φτιάχνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.

Στίχοι Τζίμη Πανούση:

«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, όπιο. Μεταφορικά, απαντάται στην έκφραση κάνε μόκο –η σύνδεση των δύο νοημάτων φαίνεται πολύ παραστατικά στο παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα» του Γιώργου Ιωάννου.

Στα μωρά είχαν δώσει μόκο, αφιόνι δηλαδή, κι έτσι δεν κλαίγαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα φλόκια.

  2. Τα σάλια που σου κρέμονται αφού ξέρασες μετά από απίστευτη κραιπάλη (συνήθως όταν έχεις πιεί ένα τελωνείο) και μοιάζουν λες και έχεις καταπιεί ένα παπούτσι του τένις.

  1. -Και που λες την έχυσα στη μούρη...
    -Έλα ρε! Και τα κορδόνια;
    -Τα κατάπιε όλα...

  2. (συνέχεια από το προηγούμενο)
    -Σωστός...
    -Ναι το άλλο όμως δεν σου είπα...
    -Τι;
    -Αηδίασε, πρώτη φορά το έκανε...
    -Και;
    -Ε, ξέρασε πάνω μου... φαντάσου κολώδη σκοινιά κορδόνια από το στόμα της πάνω μου...
    -Πωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με αναγραμματισμό του παλιού κλασικού συνθήματος, «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη».

- Φίλε μήπως ξέρεις πού είναι η πλατεία ηρώων;
- Η πλατεία ποιων;
- Αυτών που πουλάνε τη μπατσίνη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των χασικλήδων, δηλώνει ότι αυτός που έστριψε το γάρο είναι ο ίδιος που θα το σκάσει (ανάψει).

- Ποιος το σκάει;
- Στρίφτης σκάστης είπαμε...

Σε άλλες γλώσσες: wer baut, der haut (γερμανικά).

Χασισοσοφία: να γυρίζει, στρίφτης σκάστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονορούφι. Το λέμε για ποτά, κυρίως για σφηνάκια.

(ακριβώς πριν πιει η παρέα το σφηνάκι)
- Άντε παιδιά άσπρο πάτο!

Got a better definition? Add it!

Published

Η ηρωίνη. Συνηθίζεται να το λένε και για σκληρά ναρκωτικά γενικά ή μεταφορικά για οτιδήποτε προκαλεί πολύ δυνατή εξάρτηση.

Πρέζα δεν είναι μόνο η ηρωίνη, αλλά... η ηρωίνη ΣΚΟΤΩΝΕΙ!

Παύλος Σιδηρόπουλος

(από ironick, 22/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.

  1. (με κάφρικο ύφος)
    - Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;

  2. - Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα snacks / junk food (γαριδάκια, σοκολάτες κλπ). Συνήθως το λένε άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, όπως γιαγιάδες.

- Γιαγιά γιαγιά, θέλω σοκοφρέτα!
- Δεν σου παίρνω άλλα γλυκομπούκουνα παιδί μου, θα σου χαλάσουν τα δόντια!

Got a better definition? Add it!

Published