Selected tags

Further tags

Το αμάξι ή μηχανάκι που έχει υποστεί κάποια after market βελτιωτική επέμβαση επί του κινητήρα του. Συχνά συγχέεται εσφαλμένα με το κωλοφτιαγμένο, παρόλο που οι δύο όροι δεν ταυτίζονται. Σκοπός του παρόντος είναι να άρει δια παντός την σχετική παρεξήγηση.

Το κωλόφτιαγμα ή κωλοφτιάξιμο αφορά, όπως έχουμε πει, μια πολύ ευρεία γκάμα επεμβάσεων: από τις καθαρά χρηστικές μετατροπές στα μηχανικά μέρη (μοτέρ, αναρτήσεις κλπ) μέχρι τις καθαρά «εικαστικές» παρεμβάσεις, τύπου φιμάτο τζάμι, μπλε φωτάκια στο καπό κλπ.

Αντιθέτως, το πείραγμα αφορά αποκλειστικά τον κινητήρα. Σε μια στρογγυλοφάναρη πάπια π.χ. μπορείς να τοποθετήσεις μεγαλύτερο πιστόνι (αύξηση κυβισμού) ή να βάλεις μεγαλύτερο καρμπυρατέρ (για αποδοτικότερες καύσεις). Το πείραγμα έχει κατά κανόνα ουσιαστικό αποτέλεσμα, δεν γίνεται για το θεαθήναι. Το εργαλείο αναβαθμίζεται και πηγαίνει πιο κομμάτια. Ωστόσο, πείραγμα από πείραγμα διαφέρει. Άλλα είναι ποιοτικά και κρατάνε μια ζωή, άλλα κρατάνε μια βδομάδα ή και λιγότερο. Αν π.χ. πρέπει οπωσδήποτε να κερδίσεις μια στημένη κόντρα, υπάρχουν τρόποι πειράγματος που θα πουσάρουν το μηχάνημα στα όριά του, ίσα για τον αγώνα. Μετά πας στανταράκι για αλλαγή μοτέρ.

Συμπέρασμα: Το κωλοφτιαγμένο είναι σαφώς ευρύτερη έννοια. Ένα κωλοφτιαγμένο παίζει συνήθως να είναι και πειραγμένο, το αντίθετο όμως είναι λογικώς αδύνατο.

Οι κάγκουρες σαφώς και δεν αποστέργουν το απλό πείραγμα, ρέπουν όμως περισσότερο προς το γενικότερο κωλοφτιάξιμο, όντας αθεράπευτα ποζεράδες και φιγουρατζήδες.

Οι κάγκουρες δεν διαθέτουν την αποκλειστικότητα στις μοντιφιές. Καθ' όλα ευυπόληπτοι τυπάδες, χομπίστες και λάτρεις της αυτοκίνησης, πειράζουν το μοτέρ του αμαξιού τους, χωρίς βέβαια να το κάνουν και λατέρνα. Κυκλοφορούν λοιπόν στους δρόμους πειραγμένα εργαλεία με κάτι μοτέρ τούμπανα, που ούτε καν τους φαίνεται. Θα το καταλάβεις μόνο αν πας να μετρηθείς μαζί τους, οπότε και θα σε κεράσουν ένα ζεστό τσαγάκι... (αφού πρώτα φας τη σκόνη τους).

Υπάρχει και υπερθετικός για το πειραγμένο, αν και όχι τόσο διαδεδομένος: κωλοπειραγμένο. Με την προσθήκη του επιτατικού προθέματος κωλο-, μιλάμε πλέον για ένα υπερμηχάνημα-κόσμημα, που και τουμπανιασμένο μοτέρ διαθέτει, αλλά και εξωτερικά γαμεί μανούλες, είναι άκρως εντυπωσιακό, άγριο και «κακό»...

  1. Θρυλείται βάσιμα πως οι μοτοσυκλέτες των ζητάδων (των μπάτσων της Ομάδας Ζήτα), ιδίως εκείνα τα αειθαλή Suzuki GSX 750, είναι πειραγμένα, ενίοτε και με έξοδα των ιδίων των καυλόγκαζων αναβατών τους. Διότι ο αστικός μύθος θέλει τους σκληροτράχηλους αυτούς μηχανόβιους να προέρχονται από την ίδια πάστα με αυτούς που κυνηγούν, δλδ τους κάγκουρες και λοιπούς παραβατικούς τύπους. Δεν είναι σπάνιο να εμπλακεί ζητάς σε κόντρα, έτσι, για την καύλα του (προσωπικά είχα πετύχει ζητά να στήνει το προαναφερθέν εφταμισάρι suzuki του, με ένα Honda CBR 900, στο φαληρικό Δέλτα. Για την ιστορία, ο χοντάκιας τον πάτησε).

  2. Το πείραγμα δύναται να γίνει και ηλεκτρονικά, με την εισαγωγή του κατάλληλου προγράμματος στον εγκέφαλο του αυτοκινήτου. Αυτό συνήθως γίνεται μόνο σε εξουσιοδοτημένα συνεργεία, με κωδικούς που έρχονται απευθείας από τη μαμά εταιρεία. Π.χ. για το Mercedes SLK 200, μπορείς με ένα τέτοιο ειδικό κιτάκι, που κοστίζει μόλις 2300 ευρώπουλα, να ανεβάσεις την ιπποδύναμη από 163 σε 192 αλόγατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρομερή ψευτιά με μόνο σκοπό την παραπλάνηση του άλλου και την εξύψωση μας στα μάτια του. Δρακιές λένε συνήθως οι κάτοχοι αυτοκινήτων και μηχανών με θέμα τις επιδόσεις τους, χαρακτηριστικά κ.λπ.

  1. - ... Έτσι που λες, το πήγα από 200 άλογα στα 666 μόνο μ' ένα πρόγραμμα!
    - Κόψε τις δρακιές ρε... δε μιλάς σε άσχετο.

  2. - Μα την Παναγία! Χθες με το innova πάτησα ένα Ζ 750!
    - Παιδιά μη τον ακούτε! Όλο τέτοιες δρακιές λέει!

Βλ. και δράκος, αρκούδες, φιδέμπορας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαδίζω με την ταχύτητα του φωτός υψωμένη στη δύναμη -100. Ο διπλανός που βαδίζει, με ακολουθούσε στο προηγούμενο και θα προηγείται στο επόμενο βήμα. Έτσι όπως πάω θα φτάσω σπίτι του χρόνου.

Βέβαια, τα πάντα είναι σχετικά όπως μας επισημοποιεί ο Αλβέρτος. Έτσι λοιπόν στην αυτοκίνηση το σούπερ ντούπερ αυτοκινητάκι μου σέρνεται μπροστά σε μια μερσέντα η οποία με τη σειρά της σέρνεται μπροστά σε μία λαμποργκίνι.

Στην κομπιουτερική, ένα μηχανάκι (υπολογιστής) σέρνεται όταν το έχουμε φορτώσει με 224 προγράμματα, εκ των οποίων χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα τα 199, έχουμε γεμίσει τον δίσκο με τις 55 πιο πρόσφατες ταινίες που κατεβάσαμε από τα torrents και κάνουμε επικοινωνία με web cam. Προσπαθούμε δε να ανοίξουμε το κοίτα έξω (outlook) για να στείλουμε e-mail. Αν ανοίξει, χέσε με.

Ας πάρουμε ένα ταξί, δε βλέπεις; Σέρνομαι (χικ)

(από Stravon, 04/09/09)

Βλ. και σέρνεται

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεινός και εμπειρότατος οδηγός, οι εξαιρετικές ικανότητες του οποίου υπερβαίνουν αισθητά τον μέσο όρο. Αυτό που λέμε τιμόνι με αρχίδια.

Βαρύς χαρακτηρισμός, που συνεπάγεται αμέριστο σπεκ και ανεπιφύλακτη αναγνώριση. Ο πιλότος δεν είναι απαραίτητα ποζεράς και κάγκουρας, παρόλο που οι τελευταίοι αρέσκονται να αλληλοπροσφωνούνται έτσι. Ο πιλότος, ο σωστός τουλάχιστον, είναι περισσότερο μια ήρεμη δύναμη. Δεν επιδεικνύεται και δεν σπαταλά άσκοπα ενέργεια με παντιλίκια, σπινιαρίσματα και κοκαλώματα / γονατίσματα του εργαλείου έξω από πολυσύχναστες καφετέριες. Δεν είναι οπαδός του δόγματος «το κωλόφτιαγμα για το κωλόφτιαγμα». Οι όποιες μοντιφιές και πειράγματα που θα επιχειρήσει, είναι μελετημένες και ουσιαστικές.

Κανονικά, ο όρος αναφέρεται στους χειριστές αεροσκαφών, ιδίως μαχητικών. Από εκεί μεταφυτεύτηκε στη διάλεκτο των αυτοκινητάκηδων, αλλά και των μηχανόβιων (λιγότερο). Ως γνωστόν, το αερόπλανο παραμένει το απόλυτο μηχανοκίνητο ρησπέκ, ένας απ' τους ισχυρότερους μύθους του 20ου αιώνα. Ιπτάμενος δεν γίνεται ο κάθε τυχαίος, απαιτείται μακρόχρονη και σκληρή εκπαίδευση, που θα αναδείξει το φυσικό τάλαντο του υποψήφιου πιλότου. Το cockpit θα μείνει πάντα το άπιαστο όνειρο για πολλούς: αν ρωτήσεις τα παιδάκια του δημοτικού, τί θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν, το 1 στα 2 θα σου απαντήσει πιλότος...

Πιλότοι λέγονται και οι οδηγοί στο πρωτάθλημα της Φόρμουλα 1, που έχουν να κουμαντάρουν τα μονοθέσια τέρατα των 900 ίππων, με επιδόσεις που προσεγγίζουν εκείνες των τζετ, μακράν οιουδήποτε συμβατικού τετράτροχου. Η πείρα και τα αποθέματα ψυχικής δύναμης δεν επαρκούν: ο πιλότος είναι απαραιτήτως και χεράς, κρατερός και ανθεκτικός στην κακουχία και την πίεση. Όχι ακριβώς μπιλντέρι και χτιστάκης, αλλά οπωσδήποτε γυμνασμένος και ελαστικός. Για τον Σουμάχερ και τους συν αυτώ επαγγελματίες, αλλά και για κάθε έναν επίδοξο πιλότο (έστω ερασιτέχνη), μια πολύ καλή φυσική κατάσταση είναι όρος sine qua non, εκ των ουκ άνευ...

Να σημειωθεί τέλος ότι τα σύγχρονα sport αυτοκίνητα, π.χ. Mercedes SLK, Audi TT κλπ, σχεδιάζονται κατά τρόπο τέτοιο ώστε να οξύνουν την αίσθηση «πιλοταρίσματος» του οδηγού και να αξιοποιούν τις δυνατότητές του στο έπακρο. Η καμπίνα τους, λ.χ., αποτελεί προσομοίωση mutatis mutandis της κάψουλας που φιλοξενεί τον χειριστή μαχητικών τζετ, με τη θέση του οδηγού να τοποθετείται νοητά στο κέντρο του οχήματος, στον κατά μήκος άξονα...

  1. - Tις προάλλες που βγήκαμε Εθνική με το Γιώργο τα είδα όλα κωλυόμενα. Μια νταλίκα είχε βγει στο αντίθετο ρεύμα κι ερχόταν κατά πάνω μας. Έπρεπε να δεις πόσο ψύχραιμα αντέδρασε ο Γιώργος, δεν πανικοβλήθηκε ούτε στιγμή. Είναι πιλότος ο άνθρωπας, τέλος.

  2. - Μαλάκα, έχω βρει ένα μεταχειρισμένο Χόντα S 2000 και λέω να το χτυπήσω.
    - Πρόσεξε ρε φίλε μ' αυτό το μπουρδέλο... Είναι καύλα το γκάζι του, μα είναι σκοτώστρα, ζόρικο μηχάνημα. Μην πας να το παίξεις πιλότος με τη μία, μάθε το πρώτα, πάρ' του τον αέρα...

  3. - Ο καλός ο πιλότος για μένα φαίνεται στις αλλαγές. Να ξέρει να ανοίγει σωστά το γκάζι, ώστε να γεμίσει το μοτέρ. Να σπάει με τρόπο τις ταχύτητες και λίγο πριν φτάσει στον κόφτη, να κουμπώνει όμορφα την επόμενη. Μαλακά, ίσα που να το νιώθεις, σαν να 'χεις αυτόματο κιβώτιο.

(από BuBis, 21/08/09)οδηγός μ\'αρχίδια... (από BuBis, 21/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιο δημοφιλής τύπος παπιού στο Ελλάντα. Επίσημα ονομάζεται Honda Cub. Η ιστορία του αρχίζει το 1958, ενώ στην Αθήνα έγιναν δημοφιλή στις δεκαετίες του '80 και '90. Το όνομα του προέρχεται από το ολοστρόγγυλο μπροστινό φανάρι. Άλλες ονομασίες του είναι: στρογγύλι, στρογγύλο, καμπίδι. Είναι διάσημα για τους εξής λόγους:

1) Είναι τα πιο ευκολοδήγητα. Όλοι οι μηχανόβιοι άρχισαν με ένα τέτοιο.
2) Δεν σπάνε, δεν χαλάνε.
3) Έχουν παλιό σύστημα ανάρτησης το οποίο, κατά την διάρκεια του φρεναρίσματος, σηκώνεται πάνω αντί να βυθίζεται κάτω.
4) Είναι το επίσημο μέσω μεταφοράς των κάγκουρων

Υπάρχει και μια παραλλαγή του με τετραγωνισμένα φανάρια που ονομάζεται GLX (τζι-ελ-εξ) ή Τζιελεξούμπα.

  1. - Ο Μάκης πήρε το δίπλωμα για τα 50 κυβικά και ψάχνεται για παπί. Έχεις κάτι υπ' όψιν σου;
    - Ναι ρε, ένα στρογγυλοφάναρο. Ό,τι καλύτερο.

  2. - Θυμάμαι ακόμα το πρώτο μου μηχανάκι, ένα στρογγύλο ήταν... Αυτά ήταν μηχανάκια, όχι σαν τα κινέζικα σήμερα...

Το κλασσικό μοντέλο σε κλασσικότερο γαλάζιο χρώμα. (από AN21, 05/08/09)Αυτή είναι η παραλλαγή του μοντέλου, το GLX. (από AN21, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν νεκροφόρες είναι γνωστά τα οχήματα τύπου στέισον-βάγκον (αν είστε γερμανομαθής), στέισον-γουάγκον (αν είστε αγγλομαθής) ή στέισον-βάγγων (αν γνωρίζετε πολλούς Βαγγέληδες και όλοι είναι... στέισον). Ο λόγος θρυλείται πως είναι επειδή συνήθως αυτοί που επέλεγαν να αγοράσουν τον συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου ήταν σκυθρωποί, αρρωστιάρικα λευκοί, νωθροί, με καμιά θέληση για ζωή. Αλλά επειδή η απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι εξεφτελιστικά έως και βλακωδώς δύσκολη θα συμφωνήσω με αυτούς που ισχυρίζονται ότι το σχήμα είναι που μετράει.

Με τα πολλά μέτρα μήκους αυτών των αυτοκινήτων, που χωράνε άνετα έναν ξαπλωμένο άνθρωπο που κοιμάται και μένει και χώρος για δύο θεσούλες μπροστά, το ιδιόρρυθμο σχήμα τους και γενικά την ομοιότητά τους με τις «κανονικές» νεκροφόρες έχουν κερδίσει επάξια αυτόν τον χαρακτηρισμό. Το πολύ γέλιο έρχεται όταν αποκαλείται οδηγός τέτοιου οχήματος κοράκι και το ακόμη περισσότερο όταν ο οδηγός έχει τρομερές οδηγικές ικανότητες μόνο όταν οδηγεί ποδήλατο με βοηθητικές για να δει και να μάθει ο γιόκας/ανιψάκι του και κάθε φορά που βγαίνει στο δρόμο «ψάχνει για πελάτες».

- Τάκη να περάσω να σε πάρω να πάμε για κανά μπανάκι;
- Τι, με το δικό σου θα πάμε;
- Ναι ρε, γιατί;
- Ε τι γιατί ρε, κάθε φορά που μπαίνω στη νεκροφόρα σου με πάει αίμα! Κάνω περίεργους συνειρμούς!
- Βρε αδερφάκι μου δεν τρώγεσαι πια... Κάτσε εσύ πίσω να βάλω το Μαράκι μπροστά, δέσε ζώνες, δάγκωσε την ταυτότητά σου και πάμε.
- Νεκροφόρα, πίσω θέση, μαραθώνιος ταινιών «Βλέπω το Θάνατό Σου» χτες βράδυ. Για εξομολόγηση και μετάληψη θα με στείλεις παλιοκοράκι! Τέλος πάντων, αφού θα έχεις τη νεκροφόρα να πάρουμε και τη βάρκα. Σε ποια παραλία θα πάμε;
- Στη Βουλιαγμένη λέω.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του Λατινικού contra (=απέναντι), πολλαπλώς οριζόμενο ως εξής:

Ποδοσφαιρικώς, η αθέλητη εκτροπή της πορείας της μπάλας από αντίπαλο. Στα πλαίσια του fair play και του παραδοσιακού Εγγλέζικου sporting behaviour (που ακόμα μετράει στο ποδόσφαιρο), το να επωφεληθείς από κόντρα είναι unfair (που θάλεγε και ο Μητσοτάκουλας), οπότε όποιος συχνά ωφελείται από τέτοιες φάσεις ονομάζεται κοντράκιας, ενίοτε δε και κωλόφαρδος...

Αυτοκινητικώς, ο αυτοσχέδιος αγών μηχανοκίνητων σε δημόσιο δρόμο, με βραβείο την υστεροφημία. Αποτελεί αγώνισμα συγκριτικής χρονομέτρησης, με μέτρο επίδοσης τις κολώνες, και υποδιαίρεση τις καρότσες...

Είναι ο λόγος ύπαρξης του κάθε κάγκουρα, χωρίς απαραίτητα να συμμετέχουν όλοι ανελλιπώς, οι δε μη συμμετέχοντες αναλώνονται εκ των υστέρων σε τερατώδη παπάτζα...

Γνωστές τοποθεσίες τελέσεως των αγώνων, η Βούτα, η Μαύρη, τα Λιμανάκια (εντός Αττικής και οι τρεις, παρακαλείσθε όπως προσθέσετε κοντροτόπια εκτός λεκανοπεδίου).

Προφανώς παράνομη δραστηριότητα, ενέχει κίνδυνο εμπλοκής στρουμφ στο όλο σκηνικό, και μετά ακολουθεί η διαταγή του ενωμοτάρχα «ξεκίνα να γράφεις, και αν δε σου φτάσει το μπλοκάκι, να πούμε στο τμήμα να μας φέρει κι άλλο»...

Ξυριστικώς, είναι η ξούρα που γίνεται με φορά αντίθετη από αυτή που μακραίνουν οι τρίχες της περιοχής, με σκοπό την κοπή τους στο μικρότερο δυνατό μήκος.
Στην περίπτωση του προσώπου, αυξάνεται κατακόρυφα ο βαθμός επικινδυνότητας για κόψιμο.

Κοινωνιολογικώς, είναι η σύγκρουση μεταξύ ατόμων η ομάδων με αντίθετες απόψεις/συμφέροντα.

  1. Ρονάλντο περνάει τον πρώτο αμυντικό, κερδίζει την κόντρα απ'το δεύτερο, και ξεχύνεται σαν εμετός στην επίθεση (α ρε Μανόλο...)

  2. Έγινε μια κόντρα χτες στη Βούτα, ο Μητσάρας με το Yugo έσκισε μια 911 και δύο Impreza... (τι λέγαμε για την παπάτζα;)

  3. Τράβηξα χτες κόντρα ξούρα και έχω γίνει σουρωτήρι ρε πστ!

  4. Η ΓΣΕΕ είναι σε κόντρα με τους βιομηχάνους για το θέμα του ελαστικού ωραρίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταλαιπωριέμαι, δεινοπαθώ, υφίσταμαι κακουχίες.

Το ξύλο νοείται εδώ μεταφορικώς. Αν φάμε κανονικό ξύλο, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Τότε λέμε ότι τις μαζέψαμε, ότι μας τις έβρεξαν, ότι μας κοπάνησαν, ότι μας έκαναν ασήκωτους κλπ.

Εντούτοις, η έκφραση τρώω ξύλο αφορά κυρίως ταλαιπωρίες σωματικές. Διότι όπως έλεγε ο Foucault, σε τελική ανάλυση όλες οι εξουσίες και οι καταπιέσεις έχουν ως αποδέκτη το ανθρώπινο σώμα, και δεν επιδέχονται περαιτέρω αναγωγής σε κάτι πιο χειροπιαστό.

Παραδείγματα:

Ξύλο τρώω όταν έχει πέσει πολύ χώσιμο στη δουλειά και δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.

Ξύλο τρώω όταν βρέχει καρέκλες και γω είμαι με το μηχανάκι στο δρόμο.

Ξύλο τρώω όταν είμαι (πάλι) με το μηχανάκι κι από τις πολλές λακκούβες του γαμόδρομου, έχω πάρει τη μέση μου στο χέρι.

Ξύλο τρώμε όταν είμαστε συνεπιβάτες σε αμάξι και από τα πολλά στροφιλίκια του δρόμου, κοντεύουμε να ξεράσουμε τ' αντέρια μας.

Ξύλο τρώμε σε πολύωρο ταξίδι με αερόπλανο, όπου από το στριμοκώλιασμα στην αεροπορική έχουμε γίνει σαν ανάποδο γαμώτο.

Υπάρχει όμως και η ψεχολογική (sic) διάσταση του θέματος:

Όταν π.χ. πάμε να γράψουμε εξετάσεις (σχολείο, πανεπιστήμιο κλπ) και τα θέματα είναι γενικώς απάλευτα, λέμε πως έπεσε ξύλο.

Η οποία ψεχολογική διάστασις είναι στο φινάλε σωματικός ντουβρουτζάς, διότι πας σπίτι σου μετά το εξεταστικό βατερλώ και απ' τα νεύρα σου πονάει το κεφάλι σου, οι αρθρώσεις σου, οι μύες σου και θες απαξάπαντος ένα τσιγάρο ρε πούστη μου να ισιώσεις. Γενικώς τις όποιες διακρίσεις μεταξύ σωματικού και ψυχολογικού τις έχουμε αποδομήσει προ πολλού (όπως και πολλές άλλες)...

Ξύλο δεν τρώνε μόνο οι άνθρωποι, τρώνε ενίοτε και τα αντικείμενα, ιδίως εκείνα που κατά όλες τις ενδείξεις έχουν ψυχή: τα μηχανοκίνητα.

Όταν π.χ. βγάζεις βόλτα το καινούργιο σου κωλοφτιαγμένο σαυρίδι κι αρχίζουν να τερματίζουν οι αναρτήσεις απ' τις ανωμαλίες του οδοστρώματος, τότε το έρμο το αμαξάκι τρώει ξύλο κι η καρδιά του κάβουρα κατόχου ραγίζει...

- Είδες ο Γιαννάκης αμαξάκι που χτύπησε; Μερσεντικό SLK καμπριούμπα περικαλώ... Τριάντα χηνάρια ζεστά ζεστά ακούμπησε.
- Ναι ρε, μαζί ήμασταν την Κυριακή και τραβηχτήκαμε προς Τρίπολη για να το ανοίξουμε λίγο και να ξεκαυλώσουμε.
- Και λοιπόν;
- Νταξ, στην Εθνική πάει χαρτί το εργαλείο, είναι στο φυσικό του περιβάλλον. Δεν ξέρεις όμως τι τραβήξαμε όταν χωθήκαμε κατά λάθος σ' ένα χωματόδρομο κοντά στην Κόρινθο. Κάναμε 6 χιλιόμετρα σε 30 λεπτά. Τέτοια ταλαιπωρία ούτε στον εχθρό σου. Έφαγε ξύλο το αμαξάκι, και μαζί φάγαμε κι εμείς.

κι αυτός τρώει ξύλο! (από BuBis, 08/06/09)κι αυτός τρώει ξύλο! (από BuBis, 08/06/09) (από xalikoutis, 10/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναφέρω μετά την υπερστροφή.

- Δώσε, δώσε, τσίμπα, τσίμπα λίγο, ίσιωσε, ίσιωσε, ανάποδο!

(ΓΚΡΑΟΥΚΑΠΑΚ!!!!!)

- Ε, ντιπ τραγί είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση ταξιτζήδων για το γέμισμα του ρεζερβουάρ (reservoir, δεξαμενή καυσίμων). Σημαίνει ότι το γεμίζεις μέχρι που δεν παίρνει άλλο, μέχρι το χείλος, ξέχειλα.

Χρησιμεύει όταν θέλουμε μα πούμε σε κάποιον να αυξήσει ταχύτητα σε ένα μηχάνημα (αυτοκίνητο - μοτό).

  1. Φουλάρισέ το φίλε μέχρι τα μπούνια, έχω δύσκολη νύχτα απόψε.
  2. Φουλάρισέ το ρε μαλάκα, πάει, μας προσπέρασε ο πουστάρας!

Βλ. και φουλάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified