Further tags

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος άντρας που συνοδεύει νεαρές, συνευρίσκεται σεξουαλικώς με νεαρές, κάνει σεξουαλικά σχόλια (ανάρμοστα συνήθως) ή είναι επιθετικός σεξουαλικά, έχει αυξημένες σεξουαλικές ορμές, ασχολείται με πορνό.

Αν και λίγα από τα παραπάνω είναι μειωτικά για εκείνον (γι' αυτό και συνεχίζει και τα κάνει ό,τι και αν λέμε), ο όρος εντούτοις χρησιμοποιείται μειωτικά, με σκοπό να προσβάλει τον ηλικιωμένο.

  1. Πού πας με το 18χρονο ρε πορνόγερε;

  2. Κατέβα από πάνω μου ρε πορνόγερε!

  3. Κοίτα Κούλα τι είχε ο πορνόγερος στο κουτάκι με τα χάπια του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.

Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φίδι: ο διπρόσωπος, ο ύπουλος, ο κακός.
  2. Φίδι κολοβό: ο επικίνδυνος διπρόσωπος «φίλος» (άμα έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς).
  3. (γδαρμένο) φίδι: ταλαιπωρημένο σεξουαλικά πέος.
  1. Φίδι η πουτάνα η πεθερά μου!
  2. Φίδι κολοβό η φίλη της γκόμενάς μου!
  3. Το γδέρνει το φίδι!!!!!

Ψέματα λιέει του φίδι. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεαρή κοπέλα που έχει πολλές και αχόρταγες σεξουαλικές ορέξεις. Η νυμφομανής, το νυμφίδιο.

- Όλα καλά με την Κούλα;
- Στην αρχή ναι ήταν όλα καλά στο κρεββάτι, όμως όταν κατάλαβα με τι καυλόμουνο έμπλεξα ήταν αργά γιατί είχα πάθει ήδη λουμπάγκο.

βλ. και αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυρετός που πλήττει κάθε πύρκαυλο, έγκαυλο, ή οιονδήποτε έχει απολέσει τα ωά τε και τα πασχάλια λόγω ερωτικής ή άλλης διεγέρσεως.

Η λόγια αυτή έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Α. Εμπειρίκο στο αριστουργηματικό του έργο Μέγας Ανατολικός.

«Καυλοπυρέσσων ων, πήγαινα στο κρεβάτι κι έκανα πλονζόν ανάμεσα στη Τζένιφερ και την Βίβιαν. Πέφτανε πάνω μου και με ξεζούμιζαν οι καριόλες. Το δωμάτιο είχε καθρέφτες παντού – όπου και να κοιτούσα έβλεπα βυζιά, μουνιά και κώλους.»

Από το blog του Πιστιρίκου

Spring fever (ξανά-μανά) (από HODJAS, 03/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα φαινόμενα απατούν. Το περιτύλιγμα, το σασί δεν δείχνει το ερωτικό καθαρόαιμο άτι και την τεράστιας ορμής ερωτική τίγρη, που κρύβει μέσα του. Η βιτρίνα δηλαδή λειτουργεί δυσφημιστικά, ωστόσο η έκπληξη έρχεται μετά. Ο τύπος είναι τίγκα στις κλινικές αρετές. Σπάει κάθε λιμπιντόμετρο. Λάβα το σπέρμα του.
Ωστόσο η ατάκα αυτή μπορεί να λεχθεί και με ειρωνικό τρόπο. Υποδηλώνεται τότε πως κάποιος που είναι ατάλαντος και γραφικός σε έναν τομέα θα μπορούσε να είναι δυναμίτης στον ερωτικό τομέα. Αυτή η μορφή της χρήσης της συγκεκριμένης ατάκας έχει ειπωθεί και ως κοροϊδευτικό πολιτικό σύνθημα από παρέα πλακατζήδων για κάποιον γνωστό πολιτικό, πριν αρκετά χρόνια, κάτω από την εξέδρα όπου μιλούσε. Μισή ώρα πριν την επίσημη έναρξη του λόγου του, το κοινό του ήταν ελάχιστο, τα αυτοκίνητα διέρχονταν κανονικά κάτω από το μπαλκόνι του ομιλούντος, ωστόσο για λόγους μπούγιου οι δικοί του άφησαν τους πλακατζήδες να περιφέρονται ανάμεσά τους. Σε λίγο ξέσπασε το γέλιο της αρκούδας.

- Καλά τι κάνει η Μαρία, 2 μέτρα καλλίγραμμη κοπελάρα με αρκετό μαϊντανό στις τράπεζες και με τόσα ακίνητα, με αυτόν τον κακομούτσουνο, κοντό, χλέμπουρα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα;
- Απ' ό,τι ψιθυρίζεται ο τύπος είναι μικρός στο μάτι, μεγάλος στο κρεββάτι.

Στο κρεββάτι μέγκαφλιξ. Στο μάτι μέγκαφαξ. (από Galadriel, 25/02/09)Ο πολιτικός του ορισμού (από GATZMAN, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις, τα αρχίδια, τα καλαμπαλίκια. Χωρίς αυτά, κοκό γιοκ!

«...οι μονίμως ανικανοποίητοι δημόσιοι υπάλληλοι απεργούν γράφοντάς μας στα κοκόβια τους, ζητώντας αυξήσεις και προνόμοια που θα πληρώσει ο φορολογούμενος που δεν βγάζει ούτε τα μισά για διπλή εργασία...»
Από forum

Πρώην μον-άρχης, νυν Κοκός. (από Vrastaman, 26/08/08)Αντίο κοκόβια (από Vrastaman, 26/08/08)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει ότι εχει πέσει πάρα πολλή δουλειά ή χώσιμο.

Ο ιδιωματισμός αυτός προήλθε από το αρχαιότερο επάγγελμα, στο οποίο ο βαρύς φόρτος εργασίας ενίοτε προκαλεί την εν λόγω παρενέργεια.

Αγγλιστί, our vagina has coagulated.

Σε τρέχουν οι μεγαλύτερες σειρές; Είσαι το κωλόψαρο του λόχου; Έχει πήξει το μουνί σου στις αγγαρείες; Σου έχει τεντώσει το κορμάκι ο Λοχαγός; Πάρε τον Τηλε-Παλιό!
(από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified