Έχω λαλήσει, έχω σαλτάρει, έχω πάθει λαλά, ταράκουλο και τραμπάκουλο ένα πράμα, τραγουδώ ♪♫ τραλαλά ♪♫ καθώς με κυνηγάει με την απόχη ο συμπαθής κύριος με την λευκή ποδιά.

Οι λαίουρες και οι τετρατριχοτόμες γιαλόμες προκρίνουν το ψυχικό τραλαλά.

- Η αριστοφανική λέξη (...) έχει καταγραφεί στο βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες. Ο editor αρνείται να την δεχτεί ολόκληρη, παθαίνει ψυχικο τραλαλά και βάζει διαστήματα. Ιδού: «λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκ ρανιολειψανοδριμυποτριμμα τοσιλφιολιπαρομελιτοκατακ εχυμενοκι-χλεπικοσσυφοφαττοπεριστερ αλεκτρυονοπτοπιφαλλιδοκιγ κλοπελειολαγωοσιραιοβαφητ ραγανο-πτερυγών»
(εδώ)

- Είναι γεγονός, μάγκες μου, ότι ο ιμπεριαλισμός τρέμει. Έπαθε ψυχολογικό τραλαλά με τα αυξημένα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Η Κάγκελα Μέρκελ πάσχει εδώ και δέκα μέρες από ιλίγγους, κεραυνός έπεσε στο αεροπλάνο που μετέφερε τον Ολάντ...
(εκεί)

- Δεν θα πρέπει κάποιος επιτέλους να πληρώσει για το ψυχολογικό τραλαλά που περνάει όλη η Ελλάδα; (παραπέρα)

(από Khan, 06/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με ρίζες στο ελεύθερο κάμπινγκ σε έρημες ακρογιαλιές και άμεσα κατανοητή σε όποιον έχει κάνει αυτό το συγκεκριμένο είδος διακοπών - και ξέρει και τα συν και τα πλην.

Όταν αναφέρεται σε καταστάσεις, χύμα στο κύμα μπορεί να σημαίνει απόλυτη χαλάρωση, ξεκούραση και ξενοιασιά αλλά και ανοργανωσιά, προχειρότητα ως εκεί που δεν πάει άλλο και αυθαιρεσία. Και όταν λέμε ότι κάποιο άτομο είναι χύμα στο κύμα μπορεί να εννοούμε ότι είναι αυθόρμητος, ανεπιτήδευτος και γνήσιος αλλά παράλληλα και αδιάφορος, τσαπατσούλης και εν γένει και ό,τι νάναι.

Όπως το χαβαλέ, που είναι πάνω κάτω συνώνυμο, έκφραση απολύτως σχιζοφρενική και πολύ Ελληνική - κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Σχετικά λήμματα: Ίφκινθος, χαλαρά, χαβαλέ, χαρμπαγιάγκαλος, του μουνιού το πανηγύρι, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν

  1. Camping rules!!!!!! Και φυσικά αν είναι και σε παράνομο μέρος τόσο το καλύτερο. Και τα οργανομένα camping ειναι ωραία φάση, αλλά αν δεν είσαι χύμα στο κύμα... εκεί είναι όλη η γλύκα, να ψάχνεις να βρείς νερό ΑΝ θέλεις να κάνεις μπάνιο ... (Από forum)

  2. Γενικως οι υπηρεσιες ειναι παρα πολλες,τα ατομα σχετικα λιγα και το χωσιμο παει συννεφο απολες τις μεριες.Και το χειροτερο ειναι οτι αυτα συμβαινουν οχι γιατι η μοναδα εγινε 'προβλεπε' αλλα γιατι ειναι χυμα στο κυμα τοσο πολυ που κανεις δεν ελεγχεται για το τι κανει. (Από το OMHROI.gr)

  3. Red30, μην ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στο Ελλαδιστάν ( που τείνει να γίνει Αφανιστάν και Αφραγκιστάν ), και εδώ περνάνε τις *ουστιές τους χύμα στο κύμα, ακόμα και με κατοχύρωση νόμου αν χρειαστεί. (Από forum)

  4. Α,ρε Γιάννη!!!μου αρέσει ρε αυτό το άτομο...μου αρέσει!πάει και τελείωσε!είναι χύμα στο κύμα...είναι άμεσος...ειλικρινής...έχει χιούμορ...σίγουρα έχει και τις μαύρες του..αλλά εμένα μου αρέσει και κατάμαυρος!!! :lol: (Από forum)

  5. Το καλύτερο τελικά είναι το μούσι κι εγώ κατά καιρούς βαριέμαι το ξύρισμα και το αφήνω κανα μήνα :p Θέλει πολλή περιποίηση το μούσι πάντως. Αμα το αφήσεις χύμα στο κύμα και δεν το περιποιείσαι φαίνεσαι σαν σκατάνθρωπος. (Από forum)

  6. Οσον αφορά την "ευτυχία"στις εξωσυζυγικές σχέσεις...ευτυχία είναι αυτό ι προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης και τόνωσης εγωισμού?
    Καλύτερα δεν είναι να παίρνει διαζύγιο κανεις και να'χει σχέσεις χύμα στο κύμα αφού αυτό θεωρεί πως τον κάνει ευτυχισμένο? (Από το sxeseis.gr)

(από poniroskylo, 13/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πεμπτουσία του Ελληνικού τρόπου ζωής. Και με τα καλά του και με τα κακά του.

Λέξη πολυσήμαντη, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και με τη διάθεση, που μπορεί να σημαίνει πράγματα τόσο αντιφατικά όσο και η Ελληνική καθημερινότητα.

Σε φάση πρώτη, η σημασία είναι θετική. Νωχελικά ευχάριστο χάσιμο χρόνου, συνήθως με παρέα. Χαλαρά. Άραγμα, τεμπελιά. Πλάκα, μάλλον με διάθεση ειρωνείας, κέφι. (Παράδειγμα 1).

Εξηγούμαστε για να μη παρεξηγούμαστε:

Τετράωρες φραπεδιές συνοδευόμενες από κουβέντες π.χ. για παλιές γκόμενες και καινούργιες μεταγγραφές είναι χαβαλές. Σχεδόν ορισμός. Τετ-α-τετ με το αίσθημα σε μπαράκι, έξοδος για φαγητό σε μουράτο ρεστωράν και clubbing δεν είναι χαβαλέ. Συνήθως είναι κούραση.

Μπιρίμπα απογευματινή είναι χαβαλέ, ειδικά όταν διανθίζεται με ανέκδοτα. Πόκα δεκατετράωρη, αντιθέτως, είναι δουλειά και μάλιστα σκληρή και με άγχος.

Για τα παιχνίδια στον υπολογιστή, εξαρτάται. Γενικά, ο,τιδήποτε απαιτεί να ανοίξουμε λογιστικό φύλλο σε παράπλευρο λάπτοπ για να κρατάμε λογαριασμό για το γίνεται στο παιχνίδι, δεν είναι χαβαλέ – είναι πρότζεκτ.. Ένα ήπιο shoot ‘em up, ειδικά αν υπάρχει κερκίδα, μπορεί να είναι.

Σε φάση δεύτερη, τα πράγματα αρχίζουν να παρεκτρέπονται. Η ειρωνεία γίνεται σαρκασμός (Παράδειγμα 2) και ένας γενικός τζερτζελές εξελίσσεται σε μπούγιο, σασυρμά και φασαρία (Παράδειγμα 3).

Διευκρινιστικά και πάλι:

Μιάμιση ωρίτσα υπονοούμενα για το πόσο κοντοτσούτσουνοςείναι ο Γιαννάκης μπορεί να είναι χαβαλές. Οριακά. Να ενημερώσουμε, όμως, την γκόμενα την οποίαν ψήνει ότι ο Γιαννάκης την έχει ακριβώς δέκα πόντους και το έχουμε αυτό από καλή πηγή διότι μας το είπε ο Θεμιστοκλής με τον οποίον ο Γιαννάκης ανακάλυπτε μια άλλη πλευρά του εαυτού του πριν έξι μήνες – αυτό αρχίζει να γίνεται αδιακρισία.

Να ενσκήψουμε δέκα μαντραχαλαίοι στο σπίτι της Γιολάντας το Σαββατοκύριακο που λείπουν οι γονείς της, να πιούμε όλα τα αποθέματα Τζακ του μπαμπά της και να καπνίσουμε όλους τους Μοντεχρήστους του, μπορεί να είναι χαβαλές. Αν υπάρχει καλή μουσική. Τα ανωτέρω συν να κάνουμε ώπα τον γάτο της Γιολάντας στον οποίον προηγουμένως είχαμε ταίσει τα χρυσόψαρα – αυτό κάπου παραβαίνει τους πατροπαράδοτους κανόνες της φιλοξενίας.

Σε φάση τρίτη, η σημασία είναι σαφώς αρνητική. Συλλογικός ξυσταρχιδισμός. Σύννεφο η μαλακία. Προχειρότητα. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Κοροϊδία (Παράδειγμα 4).

Εννοείται ότι χαβαλέ με αυτή την κακή έννοια κάνουν μόνον οι άλλοι, ποτέ εμείς. Όταν ο δημόσιος υπάλληλος ξύνει τα αρχίδια του διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11, ασφαλώς και κάνει χαβαλέ και είναι προσωπικά υπεύθυνος για την παράλυση της κρατικής μηχανής. Όταν εμείς κάνουμε χαβαλέ, ξύνοντας τα αρχίδια μας και διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11.30, απλώς ασκούμε ένα κεκτημένο δικαίωμα παντός Έλληνος εργαζομένου.

Ο χαβαλές μπορεί να είναι και προσδιορισμός ατόμου. Πάλι αντιφατικά, περιγράφει είτε τύπο ωραίο και πλακατζή (Παράδειγμα 5) είτε τον απόλυτο σπασαρχίδη παραλία(Παράδειγμα 6).

Και, η λέξη “χαβαλέ”, χωρίς άρθρο, είναι και επιρρηματικός τύπος. Μπορεί να σημαίνει εύκολα, άκοπα (Παράδειγμα 7) ή, απ’την άλλη, άδικα, κρίμα, τζάμπα και βερεσέ (Παράδειγμα 8).

Λέγεται ότι ο χαβαλές υπάρχει στο DNA του Έλληνα. Αυτό είναι μάλλον αλήθεια χωρίς να σημαίνει ότι και ένας ξένος που εγκαθίσταται στην Ελλάδα δεν μπορεί να μπει στο πνεύμα και μάλιστα σχετικά γρήγορα π.χ. οι ξένοι προπονητές ποδοσφαίρου, οι περισσότεροι.

  1. - Βρεθήκαμε με τα παιδιά για καφέ και κάτσαμε μέχρι τη μία. Ωραίο χαβαλέ, μας τσάκισε ο ψηλός με τ’ανέκδοτα του ...

  2. – Καλά ρε μαλάκα, δεν ντρέπεστε λίγο; Το παιδάκι πρώτη φορά έφερνε την κοπέλα στην παρέα και σεις τον είχατε όλο το βράδυ στο χαβαλέ και στο δούλεμα ...

  3. – Έγινε χοντρός χαβαλές το Σάββατο ... φύγαμε από Τούμπα καρφί για Τσιμισκή, πέσαμε πάνω σε κάτι σκουλήκια στην Έκθεση και τους τρέξαμε μέχρι τη Διαγώνιο ...

  4. – Δεν μπορώ να καταλάβω τι χρώμα μαλακία βαράνε στο Υπουργείο ... Τέτοιο χαβαλέ δεν έχουν ξαναδεί τα μάτια μου ... τη μια ο υπεύθυνος είναι σε αναρρωτική, την άλλη η προϊσταμένη έχει πάει σε επιμορφωτικό σεμινάριο, τρεις μήνες ζητάω μια βεβαίωση και με έχουν γράψει κανονικά στην αρχίδα τους ... Τσάμπιονς Ληγκ στο χαβαλέ να γινόταν, χαλαρά θα την παίρνανε την κούπα ...

  5. – Έξω καρδιά ο μπατζανάκης σου, ε; Και τις πλακίτσες του και τα τσιπουράκια του ... πρώτος χαβαλές ο τύπος ...

  6. – Γαμώ την αγανάκτησή μου ρε Γιώργο, τι χαβαλές είσαι σε ρε αδερφάκι μου; Δεν σου είπα πριν φύγω να τηλεφώνησεις στον υδραυλικό; Μια βδομάδα στάζει η βρύση γαμώ την καταδίκη μου και το μόνο που κάνεις είναι να την κοιτάς και να μετράς τις σταγόνες ...

  7. – Δυο γκολάκια στα πρώτα είκοσι λεπτά, στο χαβαλέ το πήραμε το ματς.

  8. – Χαβαλέ τη χάσαμε τη δουλειά, πρόεδρε ... δέκα χιλιάρικα χαμηλότερη προσφορά να κάναμε θα την παίρναμε, αλλά ο δικός σου που ήξερε και καλά μας παραμύθιασε και κάτσαμε στον άξονα των Ψ ...

(από dryhammer, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός χαρακτηρισμός για Κνίτες, προερχόμενο κυρίως από οπαδούς του τότε ΚΚΕ (εσ.).

- Έχασα τον Κνίτη μου. Αν τον βρείτε κρατήστε τον, αλλά παρακαλώ επιστρέψτε την γλάστρα!

Γεωπονικές συμβουλές (από Vrastaman, 17/09/08)Λευτεριάς λίπασμα (από Vrastaman, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα διάφορα αξεσουάρ των ματαιόδοξων ανθρώπων, τα μπιχλιμπίδια, οι κορδέλες (έστω και φύκια ), τα σκουλαρίκια και η κάθε μορφή αλύσου
που χρησιμοποιούν για να κρύψουν την ρηχή πραγματικότητα που τους διέπει.

Επίσης χρησιμοποιείται για να κρύψει την άσχημη μορφή αντικειμένων με την προσθήκη αξεσουάρ (φρου-φρου και αρωμάτων).

- Κοίτα ρε μανόλια πόσο σοβά , φρου-φρου και αρώματα έβαλε η γριά πουτάνα για να αρέσει!

- Χέσε μέσα, σαν αντιτορπιλικό στολισμένο την 25 Μαρτίου είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τούρκικη έκφραση firil filil, που σημαίνει ''γύρω γύρω”. Δηλαδή ότι περιτριγυρίζεις κάτι σιγά-σιγά και το πλησιάζεις.

Γράφεται και «φιρί φιρί».

Φιρί φιρί το πας να σε χτυπήσουν...όλο μέσα στη μέση του δρόμου περπατάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει ακριβώς το αντίθετο από τον καληνυχτάκια, τον bye sexual, τον ποτεγαμήση, τον γυναικοθόδωρο, τον μουνοβοσκό, τον γκομενοβοσκό και τον γκομενοφύλακα. Φτου! Τόσα συνώνυμα γι' αυτόν τον μαλάκα!

Όχι, ο «φίλοι φίλοι, σου γαμώ το καριοφίλι», είναι αυτός, που για να δανειστώ τα λόγια του Πονηρόσκυλου, «το πάει λάου λάου για να γαμήσει στα μουλωχτά» (βλ. εδώ). Δηλαδή, παριστάνει τον καληνυχτάκια και τον γυναικοθόδωρο, και δήθεν πιάνει φιλικές κουβέντες με την γκόμενα, ώστε να την κάνει να νιώθει ασφαλής, και να την χαλαρώσει, αλλά όταν έρθει η κατάλληλη ευκαιρία, ξέρει να την εκμεταλλευτεί για μια γρήγορη επίθεση με σκοράρισμα. Σε ορισμένες στρειδομούνες αυτή η πλάγια τακτική είναι η μοναδική πρόσφορη για να ανοίξουν.

Trivia: Το καριοφίλι είναι ένα μακρύκαννο τουφέκι, δημοφιλές το 1821, που ετυμολογείται από το ιταλικό εργοστάσιο όπλων Carlo e figlio. Πώς μπορεί να γαμήσει κανείς ένα καριοφίλι, όσα ξέρετε, ξέρω. Ίσως προϋπήρχε κάποια έκφραση για φιλία με το «καριοφίλι» μέσα για ρίμα, κι η παρούσα έκφραση είναι παράφρασή της.

Βάγγελας: Είδες τον Περικλή τι μας έκανε; Συνόδευε την Λίλιαν για χοντοθεραπεία, μέχρι για μετρό τον έκανα, και στην κατάλληλη στιγμή μας την έκανε την κουτσουκέλα! Φίλοι φίλοι, σου γαμώ το καριοφίλι, ο τύπος!
Μένιος: Στα 'λεγα εγώ Βάγγελα!

Για να δούμε τι λέει κι ο (αντιπαθητικός αλλά ενίοτε απολαυστικός) Τζίμης Πανούσης για το ποίημα που αναφέρθηκε σε σχόλιο του παρόντος. Στο 04:44. (από patsis, 28/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που βασικά δεν σημαίνει τίποτε και ωσεκτουτού μπορεί να σημαίνει τα πάντα. Παντός καιρού.

Η κλασική χρήση του τσιριμπίμ τσιριμπόμ απαντάται στην ταινία του 1968 «Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη», σε σενάριο - φυσικά - Τσιφόρου-Βασιλειάδη. Σε μια από τις καταπληκτικές σκηνές του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου, ο Αθηνόδωρος Προύσαλης, σε ρόλο μάγκα ανθρώπου της νύχτας, χαρακτηρίζει τσιριμπίμ τσιριμπόμ πρώτα την Μάρω Κοντού και μετά την Κατερίνα Γιουλάκη. Δεν εξηγεί τι σημαίνει ακριβώς, αλλά είναι επιδοκιμασία και από τα συμφραζόμενα συνάγουμε ότι πρόκειται για κυρίες καθως πρέπει, αλλά συγχρόνως και ξηγημένες, με κυριλέ τρόπους αλλά και μαγκίτισσες. Ίσως υπάρχει μια αμυδρή σχέση με τις τσιριμόνιες, με το σεις και με το σας, αλλά το τσιριμπίμ κάνει αντίστιξη με το τσιριμπόμ και η αναφορά αυτοαναιρείται.

Σε τρέχουσα χρήση, η έκφραση έχει πολλές και ποικίλες σημασίες, συχνά αντιφατικές. Το οποίο είναι ΟΚ γιατί νομίζω ότι και ο Τσιφόρος το ήθελε να χαρακτηρίζει αντιφατικά πράγματα. Έτσι, το τσιριμπίμ τσιριμπόμ μπορεί να σημαίνει:

  • μόρτικο, βαρύ - δες παράδειγμα 2.
  • χαζοχαρούμενο, ελαφρύ - δες παράδειγμα 3.
  • άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε, ασυναρτησίες, παλαβομάρες - δες παράδειγμα 4.
  • λελέδικο, φλωρίστικο, τσιριχτό - δες παράδειγμα 5. Ίσως με αυτή τη σημασία να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι αδερφίστικο.
  • υποκρισία, συναλλαγή, ψευτοκυριλέ - δες παράδειγμα 6 όπου και η σαφέστερη αναφορά στις τσιριμόνιες.
  • παράνομος δεσμός, ερωμένη, το πονηρόν - δες παράδειγμα 7. Η χροιά αυτή υπάρχει και όταν ο Προύσαλης χαρακτηρίζει την Κοντού τσιριμπίμ τσιριμπόμ.

    Βγάλε άκρη.

  1. Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη, απόσπασμα από τον κλασικό διάλογο.

Αθηνόδωρος Προύσαλης: Δεν βλέπω το πρόσωπο!
Κατερίνα Γιουλάκη: Ναι, αλλά ποιον θέλετε;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Ψηλός, όμορφος, βουτυράτος...
Κατερίνα Γιουλάκη: Βουτυράτος;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Με μια αψηλή, τσιριμπίμ, τσιριμπόμ...
Γιώργος Γαβριηλίδης: Τσιριμπίμ, τσιριμπόμ; Excuse me, μήπως είσαστε από τη Νότια Αφρική;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Όχι, από τη Νέα Σμύρνη! Κατάστημα «Το παλουκάκι».

  1. Ομιλώ περί του περικαλλούς άσματος το οποίο ηκούεται άμα τη ενάρξη της ιστοσελίδας: http://eniayton.blogspot.com/ aka λαλυμένον ύδωρ. Το άσμα αυτό είναι βαρύ σεκλέτικο, μόρτικο, ξηγημένο, καραμπαμπάμ, ντιριντραντράν, τσιριμπίμ τσιριμπόμ και πολύ μάγκικο άμα λάχ' να ούμ...(Από http://funel.blogspot.com)

  2. Για να καταλάβω, εσύ νομίζεις ότι διαθέτεις τον ίσκιο τον βαρύ; Βρε τσαρλατάνε, δεν κάθεσαι καθόλου μα καθόλου ήσυχα; Γιατί μας δουλεύεις όλους ψιλό γαζί με τα «τσιριμπίμ τσιριμπόμ» διηγηματάκια σου; (Από http://askardamikti.blogspot.com)

  3. Ναι,άμα δεν έχουμε τι να πούμε το ρίχνουμε στο τσιριμπίμ - τσιριμπόμ. Παλιό το κόλπο. Δεν πιάνει όμως. (Από forum)

  4. Περνάμε στον ΣΠΑΣΤΙΚΑ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟ κίτρινο λεκέ που ονομάζεται Τουίτυ... Πόσο πολύ αγαπάω τον γατούλη Συλβέστερ! Και πόσο μου ανάβουν τα λαμπάκια όταν ακούω την τσιριμπίμ-τσιριμπόμ χαζοφωνούλα του καναρινιού να λέει ψευδά: «I tink I saw a putty-cat» ΝΑΙ, ΣΙΧΑΜΕΝΟ ΠΛΑΣΜΑ!!! Γάτα είδες! (Από http://peslac.pblogs.gr)

  5. Ο αρχηγός των τσιγγάνων πέθανε και τη θέση του πήρε ένας άλλος νεότερος που είχε βαρεθεί τα τσιριμπίμ τσιριμπόμ με τους καλούς κυρίους και ένιωθε σεβασμό προς τους ομοεθνείς του και ήθελε το δίκιο της φυλής του να λάμψει, βρε αδερφέ, επιτέλους! (Από http://rodiat5.blogspot.com)

  6. Καταρχήν, ακόμα και η Μόνικα Μπελούτσι να υποκύψει στις σεξουαλικές σου ορέξεις δεν πρέπει να το μάθει κανείς (ούτε ο καλύτερός σου φίλος, όση εμπιστοσύνη και να του έχεις). Ok, κάποιος θα το μάθει, κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, εσύ θα το καταλάβεις ότι κάποιος ξέρει για τα τσιριμπίμ τσιριμπόμ σου, αλλά δεν θα ξέρεις ούτε ποιος, ούτε πως. Τι να κάνουμε, αυτά έχει η ζωή. (Από http://www.myworld.gr)

(από MXΣ, 03/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified