Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.

- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου επικρατεί μπάχαλο και όπου ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, με τον ρυθμό του. Συνήθως πρόκειται περί δημόσιας υπηρεσίας.

- Πήγα στην εφορεία σήμερα και γινόταν χαμός.
- Ε, αφού είναι κωλοχανείο εκεί, τι περίμενες και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ ζεστό δωμάτιο.

Δεν είχε ζεσταθεί πολύ το σαλόνι με το καλοριφέρ και τελικά όταν ανάψαμε και το τζάκι έγινε φούρνος! Ήμασταν με τα κοντομάνικα μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πεζοδρόμιο ή ο δρόμος απ' όπου περνάνε πολλές καλοντυμένες γκόμενες και πιπίνια.

-Αφού είδες ότι άργησα, γιατί με περιμενες όρθιος και δεν μπήκες στην καφετέρια;
-Ε, σκέφτηκα να μπω, αλλά είπα να δω λίγο πασαρέλα. Έχει κάνα ΙΕΚ εδώ τριγύρω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό σε όλους λήμμα, πάντα με απαισιόδοξη απόδοση.

Μήπως να το δούμε πιο αισιόδοξα στις ζοφερές σκέψεις μας;

Μεγαλοκαρχαρίας έχει την γραμματέα του εκτός από το γραφείο και στο κρεβάτι του. Εμφανίζεται όμως στην ιστορία καινούρια γκόμενα και έτσι η παλιά πρέπει να φύγει από την μέση. Αρπάζει την ευκαιρία η παλιά και του ζητάει αποζημίωση 100.000 ευρώ. Ο τύπος επειδή το φυσάει το παραδάκι για να μην έχει μπλεξίματα της δίνει μια επιταγή. Πάει στην τράπεζα η παλιά και φεύγει ολοκαίνουρια με 1.000.000 ευρώ!

Είδες ότι ένα μηδενικό έκανε την διαφορά!!!

δεν χρειάζεται.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το γαλλικό ''vis-a-vis = απέναντι, αντίκρυ. Επιρρηματική φράση, μάγκικη.

Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα με αρχές του εικοστού, ''βιζαβία'' ονομάστηκαν στην Αθήνα οι άμαξες με δύο άλογα και με τέσσερις θέσεις, δύο μπρος και δύο πίσω. Έτσι, οι επιβάτες καθόντουσαν βιζαβί και απεναντίας.

Έλα λενιώ, κάτσε απέναντι, δια να είμαστε βιζαβί και απεναντίας.

από το γαλλικό vis-à-vis

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει πως κάτι είναι από κάθε άποψη εξαιρετικό και αξίζει και με το παραπάνω, ή ακόμη πως το κάτι αυτό είναι το βασικό στοιχείο ή χαρακτηριστικό που υπερτερεί έναντι όλων των υπολοίπων. Είναι συνώνυμη στο λόγο και στη χρήση με την φράση όλα τα λεφτά.

Αρκετά παλιά έκφραση που χρησιμοποιεί την συμπαραδήλωση χαρτί = λεφτά, η οποία χρονολογείται από τις ημέρες που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα κι η Γλυκερία αναρωτιόταν στις πίστες γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια. Ωστόσο, αν και παλιά, η έκφραση λέγεται (και γράφεται) ακόμη, και είναι υφολογικά αρκετά μαγκιόρικη έτσι ώστε να γλιτώνει την κατάταξη στους μπαμπαδισμούς.

  1. Eίναι παραγωγής, αλλά σε πολύ λίγα κομμάτια. Το πλαίσιο είναι όλο το χαρτί, ο κινητήρας είναι TZR250 και η μοτοσυκλέτα εχει στήσιμο GP250. Είχα υποσχεθεί φωτό, την εχω σε βιβλίο στο γκαράζ, αλλά σήμερα με ξελόγιασε πάλι η bimota και το ξέχασα τελείως. (Από εδώ)

  2. Το διπλό πλάνο της Όλγας Τρέμη με τον πατατοπαραγωγό Ξανθόπουλο είναι όλο το χαρτί και αποτυπώνει άψογα την εικόνα της σημερινής Ελλάδας της κρίσης! (Από εδώ)

  3. Ο πορωτικότατος ήχος που ακούγεται από την σκάστρα είναι όλο το χαρτί! Πρόκειται για μία διπλοέμβολη της HKS που κάνει το Subaru στο πέρασμά του να ανασταίνει και νεκρούς! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κάνω κούκου: ερεθίζω, ενδιαφέρω (συνήθως σεξουαλικά ή ερωτικά).

  2. Φευγάτος, τρελαμένος. Συνώνυμα: γεια σου, γκάου, τζαζ, τσίου, φεύγα.

Οι καθηγητές που είχα σε όλα τα θετικά μαθήματα, δεν μου έκαναν κούκου και οι ίδιοι ήταν και πολύ κούκου. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβάντζα ή καβάτζα: κατάλληλο μέρος για στήσιμο σκηνής (απήνεμο, ανήλιαγο, κλπ κλπ).

Το αίσθημα ιδιοκτησίας, νομής κατοχής και ψιλής κυριότητας προς αυτό το μέρος και των βοηθητικών του χώρων (γύρω καβάτζες) συνήθως αυξάνει ευθέως ανάλογα προς το βαθμό χιπισμού (άρα και αντι-ιδιοκτησιακής ρητορείας) του κατασκηνωτή.

Επίσης, βαρετό θέμα συζήτησης μεταξύ ελευθεροκατασκηνωτών που βρίσκονται τον Σεπτέμβρη και δεν έχουν ουσιαστικά κάτι να συζητήσουν...

- Μου 'κατσε στο Κεδρόδασος μια καβάτζα μπερεκέτι, φίλε...μέχρι Νοέμβρη καθόμουνα, σου λέω...
- Ναι, ε; Γαμώ φίλε...

Βλέπε και χεσοκαβάντζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified