Further tags

Ως γνωστόν, από τα Ορλωφικά κι έπειτα, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν όλοι περιμένουν να έρθει ο Ρώσος να καθαρίσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, Ρώσος είναι το το Lada Niva, που λέγεται έτσι από τους περήφανους ιδιοκτήτες του - με κλείσιμο ματιού, για να δηλωθεί ότι πρόκειται για όχημα σκυλί μαύρο που κοστίζει κι ένα κλάσμα της τιμής των άλλων της κατηγορίας του.
Βλ. και παράδειγμα - ανέκδοτο που κυκλοφορεί μεταξύ των ιδιοκτητών LADA.

- Έγινε πάλι ο διαγωνισμός για τα τζιπ και τα off-road σε μια πίστα βουρκολίμνη, λάσπη μέχρι το γόνατο... να δεις τσερόκια, χάμερ, τούρμπο βιτάρα, ό,τι θες... κτήνη!
- Και ποιος κέρδισε;
- Δεν ξέρω, πάντως στο τέλος φέρανε έναν Ρώσο να τα τραβήξει στο δρόμο...

(από xalikoutis, 01/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το ηλεκτρικό κατσαβίδι τύπου μπλακεντέκε. Λέγεται τεμπέλης γιατί όχι μόνο εξυπηρετεί αυτούς που πρέπει να βιδώσουν πολλές βίδες σε λίγο χρόνο αλλά και αυτούς που έχουν πολύ χρόνο, λίγες βίδες και μεγάλη τεμπελιά.

  2. Είναι στο κάθισμα του αυτοκινήτου η βάση στήριξης του χεριού του οδηγού. Ανασηκώνεται και χρησιμεύει και ως ντουλαπάκι. Συναντάται στα νεότερα μοντέλα που ακολουθούν το πρότυπο της μερσεντές.

  1. Ρε Μήτσο, άσ' το κατσαβίδι και πιάσε τον τεμπέλη να τελειώνουμε!

  2. - Ρε Κατερίνα, πού στομπούτσο έχεις βάλει τα τσιγάρα;
    - Κάτω από τον τεμπέλη αγάπη...

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που χρησιμοποιούνε οι μουσικοί για το πάλκο. Είναι αυτοσαρκαστικό αφού στα πατάρια πετάμε ό,τι άχρηστο έχουμε να μην πιάνουν τόπο.

Μπουζουξής: «Α ρε πούστη ζημιά που θα σου κάνω πάνω στο πατάρι! Δεν θα σταυρώνεις πλήχτρο με τις μαλακίες που θα σου λέω!»

Πληκτράς: «Κάτσε καλά ρε Λάκη να βάλουμε καμιά δραχμή στην τζέπη και άσε τις γροθιές.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα-χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν (κυρίως) τα κορίτσια σχετικά με την αγκαλίτσα, με το αίσθημα, ή για να αναφερθούν σε κάτι χαριτωμένο, ζουμπουρλούδικο, φλάφικο και ομορφούλι.

- Σού 'δειξε η Τίτα φωτό από το ανιψάκι της;;
- Ναι! Είναι πολύ γούτσου! Άχου το μωλέ!!

(από Khan, 23/07/09)(από vikar, 29/05/12)

Δες και γουτσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ευμεγέθη μύτη. Πολλοί κομπλεξικοί μυτόγκες καταφεύγουν σε πλαστικές επεμβάσεις, με ενίοτε τραγελαφικά αποτελέσματα. Οι πιο άνετοι μυτόγκες αντιθέτως κραδαίνουν με καμάρι το τοτέμ τους, σαν γύφτικο σκεπάρνι, διαδίδοντας μάλιστα παραπλανητικά ότι συνοδεύεται από υπερτροφία και σε άλλα άκρα του σώματος.

Κ.: Θα σε φάω λάχανο, ρε!
Τ.: Λάχανο τουρσί ή λάχανο ντολμάδες;
Κ.: Λάχανο με μυτόγκα καπαμά!
Τ.: Μυτόγκα; Ποιον είπες μυτόγκα ρε; Δεν κοιτάς τα χάλια σου λέω 'γώ;
Κ.: Θες να σου δείξω τη μύτη μου; Αλλά μη μου πεις μετά ότι σε τρόμαξα...

(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού και πανταχού παρόν επίθημα (;) της νεοελληνικής, που σημαίνει «στο περίπου, και καλά, δήθεν», σχετικοποιεί δηλαδή τη φράση ή λέξη που μόλις ακούστηκε. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ συχνά, γιατί ως γνωστόν στην Ελλάδα τα πάντα είναι σκιές του εαυτού τους (ήδη από το Σπήλαιο του Πλάτωνα), δεν είναι ποτέ σκέτα X, αλλά «Χ κι έτσι».

Χρησιμοποιείται σαν το αγγλικό «sort of» και το καλιαρντό «τύπου»...

  1. Κουλτούρα κι έτσι.
    (τίτλος blog)

  2. Και γιατί δε σου μίλησε ο Στέλιος;
    - Άστονα μωρέ, να πούμε ξέρω 'γω και δηλαδίς, είναι τώρα του στενού κύκλου, στέλεχος κι έτσι...

  3. - Γιατί δεν πετάς τα αποφάγια ρε βρωμύλε; - Η Τασία τα μαζεύει, τα βάζει στις γλάστρες... την έχει δει οικολόγα κι έτσι...

  4. - Ωραίο το μαγαζί ε; - Νταξ, αυτοί οι κατακόκκινοι τοίχοι και οι πλαστικές κούκλες μου τη σπάνε.... - Αλμοδοβάρ κι έτσι...

ένα μαgλί που να πηγαίgνει με αυτή την κίgνηση (από jesus, 09/10/08)

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, έτσι, έτσι!, ετς, καθώς και τ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτοκίνητο κάμπριο, ως εξειδίκευση των άνω, για ευνόητους λόγους.

- Ναι ρε σύ αλλά έχει αλόγατα...
- Τι mitsubishi EVO και πράσινα άλογα, πάρε μουνοπαγίδα και ας είναι και Zastava! Θα με θυμηθείς!

H Britney Spears εξέρχεται από την μουνοπαγίδα της Paris Hilton (από Vrastaman, 15/10/08)Η μουνοπαγίδα και ο μουνοπαγίδας (από Vrastaman, 15/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρανίο, σε πιο λούμπεν μορφή.

Συναντάται σχεδόν αποκλειστικά στην έκφραση τα έχω πάρει στην κράνα, που αποτελεί εναλλακτική διατύπωση της λογιότερης τα έχω πάρει στο κρανίο.

H κράνα δεν πρέπει να συγχέεται με τα κράνα (cranberries), φρούτα, ο χυμός των οποίων συστήνεται για να προφυλάσσει από μολύνσεις τής ουροδόχου κύστης.

Χρησιμοποιώντας τον όρο που πατεντάρισε ο Ηλίας ο Ψινάκης, ο Νίκος Καρβέλας απάντησε σκληρά στο Λαζόπουλο. Ο Βίσσης τα είχε πάρει στην κράνα- για να χρησιμοποιήσω τη δική του αργκό- με το βίντεο που τον έδειχνε ως πίθηκο να αυνανίζεται, το οποίο έδειξε στην εκπομπή του ο Λάκης και θέλησε να μιλήσει στον Τριανταφυλλόπουλο. «Η μάνα μου το ξέρει… Η δική του το ξέρει ότι είναι φούστης;»
(από ιστιοσελίδα)

Μακάκας τα πήρε στην κράνα! (από Vrastaman, 15/10/08)(από Khan, 13/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Πτυχίον προς Οικιακήν & Ταβερνιακήν Χρήσιν. Εναλλακτική χρήσις στην οποία στρέφεται ο κάτοχος του εν λόγω τίτλου αφότου μαζέψει αρκετές σφαλιάρες στην αναζήτηση απασχόλησης...
Αν δεν έχει αντίκρισμα στην αγορά εργασίας, μπορεί πάντως να περιέχει αντικριστό*....

Κάποιοι απόφοιτοι νομικής είχαν όντως τυπώσει το πτυχίο τους σε λαδόκολλες για το σουβλατζίδικο που είχαν ανοίξει, αλλά δεν θυμάμαι πού και πότε.

  • τρόπος ψησίματος κρέατος στην κεντρικήν Κρήτη - το κρέας τοποθετείται απέναντι στην φωτιά, ούτε πάνω, ούτε κάτω.

- Το πήρες το χαρτί ρε δικέ μου; Βαρέθηκα να σε βλέπω, να 'ούμ'....
- Έχω ακόμα 28 μαθήματα και 3 πρακτικές....
- Ωραίος... μη βιάζεσαι, δικέ μου, μη βιάζεσαι... αλλά μόλις την πάρεις τη λαδόκολλα, θα θυμηθείς σε παρακαλώ κι ένα κοκκινιστό;...
- Να βάλω και μία αρχίδια καπαμά;
- Να βάλεις....

(από xalikoutis, 16/10/08)Χρειάζεται και ο σωστός κράχτης! (από Vrastaman, 16/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified