Further tags

Το μεγάλου μεγέθους κομμάτι ψωμί που βουτάμε στη σαλάτα, με το χέρι ή καρφωμένο σε πιρούνι και το κουνάμε απαλά για να ποτίσει καλά, ενώ στη συνέχεια το σηκώνουμε προσεκτικά και πιέζοντάς το στα πλάγια του πιάτου για να κολλήσουν πάνω του όσο το δυνατόν περισσότερα υπολείμματα φέτας, ντομάτας και άλλων συστατικών που κολυμπάνε ελεύθερα στο λάδι της σαλάτας.

- Άρχισες τις παντόφλες πάλι Κοσμά;! Στα ύψη θα πάνε τα τριγλυκερίδιά σου!
(Σημείωση: εδώ έχουμε ταυτόχρονα και παντόφλες από άλλους δύο ορισμούς)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στον καφέ, και στην επιθυμητή ποσότητα της ζάχαρης.

Όταν δίνετε παραγγελία έχετε τις εξής οψιόν, όσον αφορά τη ζάχαρη:

  • σκέτος
  • με ολίγη
  • μέτριος
  • μέτριος προς γλυκό (μάλλον)
  • γλυκός
  • πολύ γλυκός (πούστικος).

    Αυτό το μάλλον επικράτησε αντί του «μέτριος προς γλυκό», γιατί πιάνει πιο λίγο χώρο στο χαρτάκι της παραγγελίας. Τώρα το μάλλον πάει στο «μάλλον γλυκός».

Πιο εμπεριστατωμένα, για παράδειγμα, έχουμε μια παραγγελία δύο μέτριους με γάλα, έναν σκέτο χωρίς γάλα και έναν μέτριο προς γλυκό (φραπεδιές). Το γκαρσόνι σημειώνει τα εξής (τα μπολντ - τα άλλα τα έχω εγώ για επεξήγηση):

  • 2 ΦΜ(έτριους) Γ(άλα)
  • 1 ΦΣκέτο Χωρίς
  • 1 ΦΜΑΛ Χωρίς

    Η καφενειακή αυτή στενογραφία όπου να' ναι μάλλον θα εκλείψει, αφού τα όργανα του διαβόλου (pocket pc) έχουν εισέλθει και σε αυτούς τους χώρους...

- Καλησπέρα, τι θα πάρετε;
- Εγώ ένα Καπουτσίνο φρέντο μέτριο.
- Ένα φραπέ πολύ γλυκό με γάλα.
- Για μένα ένα φραπέ μέτριο προς γλυκό.
- Έγινε... (το γκαρσόνι φεύγει μονολογώντας ). Οπότε έχουμε και λέμε, έναν μέτριο φρέντο καπουτσίνο, έναν πούστικο με γάλα, και έναν μάλλον χωρίς... Γυρνάει ο ένας από την παρέα στον διπλανό του και λέει:
- Ρε, αυτός νομίζω ότι κατάλαβε ότι είσαι πούστης, και εμένα μάλλον παίζεται αν θα μου φέρει τον καφέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό bayir που σημαίνει πλαγιά αλλά και ακαλλιέργητη έκταση, άγονο κομμάτι γης, χωράφι ή οικόπεδο αφημένο στην τύχη του να γεμίζει αγριόχορτα. Με την δεύτερη σημασία λέγεται αρκετά στην Βόρεια Ελλάδα.

Η πρώτη σημασία έχει διασωθεί στην μορφή μπαΐλα.

- Θα περάσεις την Σκύδρα, μετά θα περάσεις το Ριζό στο δεξί σου χέρι και θα κοιτάς για πινακίδα «Αγία Μαρίνα». Μισό λεπτό δρόμος ευθεία είναι το βραστήριο.
- Έχει χωριό εκεί;
- Μπα, στη Νέα Στράντζα είναι, εγκαταλελειμμένο είναι το χωριό, μες στα μπαΐρια έχει πέντε σπίτια και την εγκατάσταση που βράζουνε το τσίπουρο.

Στο 0.30. Πήγε βόλτα στα μπαίρια, ως μη έδει (που λέει και το Πονηρόσκυλο). (από Khan, 13/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα όβολα

Τα χρήματα, σε μορφή μεταλλικού νομίσματος, τα κέρματα, από το αρχαίο «οβολός», που ήταν νομισματική μονάδα (δεν είχαν δα τότε τραπεζογραμμάτια).

Αλλά και γενικότερα σήμερα το χρηματικό αντίτιμο σε κάθε μορφή του.
Συνώνυμα το μπαγιόκο, αργύρης, παράς, παράδες, τάλαρα, λεφτά, μουρμούρια κλπ.

- Επειδή η απόσταση είναι μεγάλη θα πρέπει να πέσουνε τα όβολα προκαταβολικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλη μια έκφραση για να περιγράψει το χρηματικό αντίτιμο σε κάθε του μορφή.

Η έκφραση ακούστηκε ευρέως από τον Σιόρ Διονύσιο (Νιόνιο), τη γνωστή φιγούρα του θεάτρου σκιών του Καραγκιόζη, του Ευγένιου Σπαθάρη και πιθανότατα να έχει Ζακυνθινή προέλευση.

Με δεδομένη την Ιταλική επιρροή των επτανήσων, ο όρος πιθανότατα να προέρχεται από το Banko= τράπεζα και cedole= κουπόνια, δηλαδή κάτι σαν τραπεζογραμμάτια, όπως λέγονται αλλιώς τα χαρτονομίσματα.

Συνωνυμα: μπακίρι, μπαγιόκο, μουρμούρια, παράδες, όβολα (τα) λεφτά, χρήματα.

-Ωρέ απατεώνες! Εσείς, μωρέ, φάγατε τα μπακοτσέτουλα;.

(από iwn, 20/10/10)(από iwn, 20/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε συνήθως το πολύχρωμο, το εμπριμέ ύφασμα.

Από το τούρκικο alaca, που σημαίνει πολύχρωμο, παρδαλό.

- Πήγα κι αγόρασα έναν αλατζά, για να ράψω φουστάνι.

(από iwn, 23/10/10)Μπάμπης Αλατζάς (από GATZMAN, 23/10/10)Νίκος Πουλαντζάς, τάραξε τους κύκλους τις μόδας (από Vrastaman, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα ήδη υπάρχει, με μάλλον ελλιπή ορισμό, ενώ και αυτός που δίνει ο τριαντάφυλλος, εκτός από τηλεγραφικότατος, δε μου κάθεται καλά. Μπάμπη δεν έχω, δε μ' αρέσει ο ντίσνεϋ.

Φευγιό, λοιπόν, κυριολεκτικά σημαίνει την πράξη του να φεύγεις (που στα νέα ελληνικά δε νομίζω να είναι ακριβώς η φυγή, έχει άλλη απόχρωση), και χρησιμοποιείται κυρίως πριν αυτή αρχίσει να συντελείται, ή στην αρχή της. Βλέπε την πρώτη ομάδα παραδειγμάτων.

Στην ορισμένη στο σλανγκ έννοια, τώρα, φευγιό και φεύγα δηλώνει άτομο που είναι αλλού, που δεν επικοινωνεί με αυτόν τον κόσμο, είτε λόγω ουσιών είτε λόγω χρόνιας φυγής από την πραγματικότητα. Φευγιό είναι κάποιος με τον οποίο δεν μπορείς να συνεννοηθείς, άλλα του λες κι άλλα καταλαβαίνει, μαζί μιλάμε χώρια καταλαβαινόμαστε, ποιος έριξε το μπέναλντυ και μού 'κλεισε το σπίτι.

Συγγενής έννοια που προέρχεται μάλλον από αυτήν την χρήση έχει να κάνει με τον κόσμο της δημιουργίας και της τέχνης, απ' όπου ξαναγειώνεται και επανέρχεται ως χαρακτηρισμός απλών καθημερινών πραγμάτωνε.

Φευγιό, λοιπόν, είναι κάτι που είναι μπροστά, που έχει φύγει πολλά τακ ή κάτι που προσιδιάζει σε κάποιον που έχει κόψει. Είναι δυνητικά αρνητικός και θετικός χαρακτηρισμός δηλαδή, και η ερμηνεία εξαρτάται απ' τα συμφραζόμενα, και χαρακτηρίζει δημιούργημα είναι νόος παράφρονος (παρ. 2.α), είτε νόος που δεν παίζει στο ίδιο γήπεδο με τους υπόλοιπους (παρ. 2.α και β).

Αξιοσημείωτη είναι η συστηματική χρήση εννοιών που αποδίδουν κίνηση στο χώρο για τέτοιου τύπου χαρακτηρισμούς.

  1. α.) - Μαλάκες, είμαι για φευγιό, έχω κλάσει.

β.) - Τον έχουν για φευγιό τον τύπο, αφού σκάει έντεκα παρά στο γραφείο κι ολημερίς το ξύνανε, το βράδυ το ματώναν.

γ.) (χτυπάει τηλέφωνο, τους προλαβαίνει στην πόρτα)
- Έλα, στο φευγιό είμαστε, σε δέκα φτάσαμε.

  1. α.) - Είδες τον Αντίχριστο του Τρίερ; Την έχει ακούσει απ' τις φοβίες ο τύπος.
    - Φευγιό τίνγκα ρε συ. Και η αφιέρωση στον Ταρκό στο τέλος...κουκουρούκου εντελώς ο τύπος.

β.) - Γουστάρω τέζα theorema egregium.
- Μαζί σου με τα χίλια. Φευγιό μέγα. Κάτι ήξερε και ο Γκάου όταν το βάφτιζε.

Ίσως η πιο λολαδερή σκηνή του αρρωστουργήματος "Αντίχριστος"  (από Khan, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονικώς πώς, ονομάζεται περιπατητήρας και είναι το εργαλείο που βοηθάει τα αδύναμα γερόντια να βολτάρουν χωρίς να πέφτουν κάτω (για να μην πάνε από πέσιμο).

Στην καθομιλουμένη ονομάζεται «πι», καθότι το σχήμα του μοιάζει με αυτό του γράμματος Π.

Είδη: απλός, με ειδικό σχήμα για να βοηθάει στο σήκωμα, απλός πτυσσόμενος, πτυσσόμενος με ροδάκια, τροχήλατος (για τούρμπο γέρους), τροχήλατος με καλαθάκι για τα ψώνια (για τούρμπο γριές).

- Δεν νομίζω να πάει αυτή τη φορά ο γέρος σου να ψηφίσει;
- Τι λες καλέ... Έτοιμος είναι, αυτός δεν τό 'χει σε τίποτα να πάει και με το πί...
- Ωχ παναγιά μου...

το κλασικό απλό πι (από ironick, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα σλανγκομαστορικά ο όρος σκύλα έχει τρείς σημασίες τουλάχιστον:

α) Λοστός για ξεκάρφωμα καρφιών και ανασηκώματος ρολών (η χαρά του διαρρήκτη) ή άλλων βαρέων αντικειμένων (μήδι α).

β) Πένσα συγκράτησης με κεκαμμένα ράμφη, κοινώς γαντζοτανάλια (μήδι β).

γ) Κρίκος αυτοαπασφαλιζόμενος σε διασώσεις ναυαγών, ορειβατών και άλλων βαρβάτων ανδρών και γυναικών (μήδι γ).

Έμμεση ασίστ: Ιωνας στο λήμμα μαλάκας.

α) Πιάσε ρε Περικλή τη σκύλα και δεν ανεβαίνει το το γαμημένο.
- Μη λες ονόματα ρε πανύβλακα. Θες δωρεάν διακοπές;

β) - Κάλφαααα, πιάκε ρε παπάρι τη σκύλα και έλα να βαστάς, μαλάκα, κι έπεσε το χέρι μου!
- Μια στιγμή κύριε προϊστάμενε, διότι με ξύνει το δεξί.

γ) - Κάθε πουσουκού τώρα που πέσανε και τα χιόνια θα τρέχουμε να γλιτώνουμε τους μπούληδες τους Αθηνέζους και ούτε υπερωρίες, ούτε τίποτα.
- Δε λες τουλάστιχον που μας πήρανε αυτές τις σκύλες και μας πεθαίνει και κανένα ζωντόβολο λιγότερο ;

αυτη ειναι η γκαζοντανάλια (από ο αυτοκτονημενος, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόφωνο που χρησιμοποιείται με σκοπό να καταγράψει και αποθηκεύσει (μαγνητοφωνήσει) μια ιδιωτική ή μυστική συνομιλία μεταξύ δυο η περισσοτέρων προσώπων, κατά κανόνα εν αγνοία τους (υποκλοπή).

Το μέγεθός του πρέπει να είναι αρκούντως μικρό, σαν το μέγεθος, φερ' ειπείν, του ομωνύμου εντόμου, απ' όπου έλκει και την ονομασία του, έτσι ώστε και να είναι αθέατο ή δυσδιάκριτο, αλλά και να καταχωνιάζεται κρυφά σε μικρές κρυψώνες. Ο σύγχρονος cutting edge tech κοριός είναι ενσωματωμένος με μυστική κάμερα.

Σήμερα διατίθενται κοριοί σε πολλές παραλλαγές όπως μπρελόκ, αναπτήρας, πακέτο τσιγάρων, καρφίτσα πέτου κλπ κλπ.

Στο δωμάτιο που θα πάμε τώρα μέτρα τις κουβέντες σου, γιατί σίγουρα έχει βάλει κοριό.

Οι κοριοί του τρόμπα (1988) (από Mpiliardakias, 03/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified