Τζάμπα.
- Μαλάκα, σου κανόνισα μπάτσελορ την παραμονή του γάμου σου με δυο Ουκρανές και μια Τσέχα όλα τα λεφτά μιλάμε. Μόνο, πρέπει να δώσεις 60 γιούρια για ειδική περιποίηση.
  - Όχι που θα 'τανε τζαμπέ!
Τζάμπα.
- Μαλάκα, σου κανόνισα μπάτσελορ την παραμονή του γάμου σου με δυο Ουκρανές και μια Τσέχα όλα τα λεφτά μιλάμε. Μόνο, πρέπει να δώσεις 60 γιούρια για ειδική περιποίηση.
  - Όχι που θα 'τανε τζαμπέ!
Βλ. και σχετικά λήμματα τράκα, τζαμπέισον, τζαμπαντάν, -έ.
Got a better definition? Add it!
				Published 
				
Last modified 			
Η καϊσιά είναι ποικιλία βερικοκιάς, που έχει και μεγάλο καρπό αλλά και κουκούτσι που μπορεί να φαγωθεί. Το κουκούτσι γευστικά προσεγγίζει το πικραμύγδαλο. Άρα το φρούτο είναι και μεγάλο, αλλά και μπορεί να αξιοποιηθεί ολοκληρωτικά. Άρα μιλάμε και για πληρότητα αλλά και για πλήρη αξιοποίησή του.
Λέγοντας τη φράση μιλάμε για κάτι που είναι ζηλευτό και περιζήτητο. Κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί ονείρωξη και έμμονη ιδέα και που η υποτιθέμενη απόκτηση του, δίνει σε κάποιον την αίσθηση της πληρότητας.
Η ξαδέλφη του Μένιου, η Θεώνη μένει στη Λάρισα. Εχει έρθει για να περάσει δυο μέρες στο σπίτι του, στην Αθήνα.
Θεώνη: Ξάδερφε Μένιο τι λέει αυτή η Λίλιαν, που όλο για αυτή μίλαγες στον ύπνο σου;
Μένιος: Τι να σου πρωτοπώ ξαδέλφη. Και το κουκούτσι μύγδαλο. Πέρα από κάθε φαντασία. Αστα. Θέλω να τζάσω την καριόλα τη  Λάουρα και να τα φτιάξω με το απόλυτο αντικείμενο του πόθου. Τη Λίλιαν.
Got a better definition? Add it!
Οργιαστική κραυγή που εκστομίζει κάποιος όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το υποκείμενο ή αντικείμενο του πόθου και της εμμονής του
Τι κοινό έχουν η καψούρα για ένα Λίλιαν, το κόλλημα με την μπάλα, το πάθος για τα αυτοκίνητα ή τις μηχανές η ακατάσχετη λημματοδοσία, ο κάθε φανατισμός (πολιτική , θρησκεία, οικολογία) και η ανορθολογική επιθυμία να αγοράσεις εδώ και τώρα το τελευταίο iPod; Σε κάθε περίπτωση, ο εγκέφαλος υφίσταται μια μεθυστική χημική καταιγίδα νευροδιαβιβαστών όπως η ντοπαμίνη και ορμονών όπως η ωτυτοκίνη (στις γυναίκες) και η βασοπρεσίνη (στους άνδρες).
Με άλλα λόγια, οι αντιδράσεις του οργανισμού κυριολεκτικά προσομοιάζουν αρρώστια!
Δυστυχώς ή ευτυχώς κάθε τέτοια αρρώστια είναι  παροδική γιατί, στην αντίθετη περίπτωση  όπως επισημαίνει σχετικό άρθρο  η ανθρωπότητα θα είχε σταματήσει στο Μεσαίωνα και οι Γιαλόμες θα εργάζονταν επί 24ώρου βάσεως, για να θεραπεύσουν τις πνευματικές μας βλάβες.
«Θρύλε είσαι αρρώστια μου μεγάλη, είσαι ζάλη στο μυαλό» (αλιεύτηκε στα διαδίχτυα)
Ιστορία μου αμαρτία μου λάθος μου μεγάλο είσαι αρρώστια μου μες στα στήθια μου και πώς να σε βγάλω (Μουσική: Γιώργος Μανίσαλης, Στίχοι: Κώστας Ψυχογιός)
Ένα ομαδικό πίπωμα, ήταν απόλυτη αρρώστια 5 απίστευτες μουνάρες γονατιστές να κάνουν πίπες με όλη τους τη τέχνη σε 9 ψωλές και να τρίβουν τα μουνάκια τους! Ρεβεγιόν με παρτούζα στην Πάτρα
(αμαν αυτές οι Πατρινές!)
Σήμερα λοιπόν στην πόλη του Newcastle, είχε γαμώ τις λιακάδες, έπαιζε και η Newcastle United και γινόταν πανικός στο κέντρο. Βγήκα λοιπόν για καφέ. Ααααχ αρρώστια. Μπήκε η Ανοιξη και οι Αγγλίδες απο ξέκωλες λόγω της φυλής τους τώρα κυκλοφορούν με minimum ένδυση. Πολύ χαλαρωτικό το view, ειδικά μετά από μια κουραστική εβδομάδα.
(Το παλλικάρι αυτό παθαίνει αρρώστια με ... αγγλίδες! Ας του δώσει κάποις μια να συνέλθει!)
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση «ψύλλο καλιγώνω» (εναλλακτικά συναντάται και ως «ψύλλο πεταλώνω»), χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον πανέξυπνο και επιτήδειο άνθρωπο. Βασικό χαρακτηριστικό της είναι η αδυναμία πραγματοποίησης του γεγονότος που περιγράφει, δηλ. να μπουν πέταλα σε ένα μικροσκοπικό έντομο.
Εξαιρετικά εκφραστική και αδύνατον να μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες.
Πάντως στο μυαλό είμαι αποδεδειγμένα μεγαλύτερη σου και χωρίς να χρειαστεί να καταβάλω ΚΑΜΙΑ απολύτως προσπάθεια. Εκεί,όλοι είναι,ακόμα και η ανηψιά μου που είναι τριών χρονών και πεταλώνει ψύλλο.
Μας κάνει και νοιώθουμε εξ΄αλλου τόσο καλύτερα αφού υπάρχουν ΤΟΣΑ χειρότερα απο μάς τέρατα τριγύρω μας – κι΄εκτός αυτού, επιτρέψτε μου, είναι και πολύ στα πάνω της η Αννίτα ως γυναίκα σ΄αυτή τη φάση, κακά τα ψέμματα. Και τα τέρατα να μη βλέπεις, αυτήν την χαζεύεις, πώς να το κάνουμε : Πεταλώνει ψύλλο το άτομο…
Got a better definition? Add it!
Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Το τηλέφωνο, ειρωνικά. Χιούμορ περασμένων δεκαετιών, όταν δεν είχαν όλα τα σπίτια τηλέφωνο. Εμπνευσμένο από την ονομασία της γερμανικής μάρκας Telefunken.
Πατέρας:
  - Γιααα πιάσε μου το τελεφούνκεν ρε συ Αντώνη, να πάρω τη μάνα σου να δω αν έρχεται;...
  Αντώνης (στην εφηβεία, ντρέπεται πολύ όταν ο πατέρας του λέει κοτσάνες):
  - Αμάν ρε μπαμπά, πάψε να το λες έτσι, μπλάκμπερι το λένε σου έχω πει!
Got a better definition? Add it!
Ο αντρικός όρχις. Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, τα παπάρια.
- Κώστα, μου δίνεις το αυτοκίνητό σου για το βράδυ.
  - Τι το θες;
  - Να, ήρθε ένας περίεργος σήμερα στο μαγαζί, και μου ζητούσε τις πινακίδες. Ρε φίλε, έχω που έχω ένα φιατάκι σαράβαλο, να μου πάρουν και τις πινακίδες... Αφού ρε φίλε εγώ έχω τρέλα με την οδήγηση, το ξέρεις.
  - Και το δικό μου τι το θες;
  - Να ρε, να πάω να το παρκάρω έξω απ' το μαγαζί, κι άμα έρθει αυτός ο τυπάς, να του δείξω τις δικές σου τις πινακίδες.
  -Τα παπάρια μου πάρε ρε μαλάκα. Να με μπλέξεις και μένα στις μπαγαποντιές σου θες ρε; Ουστ!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
				Published 
				
Last modified 			
Γλυκό σε σκληρή μορφή με μικρό χερουλάκι και πολύχρωμα σχέδια, η τρελή χαρά των οδοντιάτρων. Και στέκει σεξιστικά επίσης. Βλέπε μπανάνα και παγωτό χωνάκι.
ขนมที่ติดกับปลายไม้ - ταϊλανδέζικα
lollipop - ανγκλέζικα
Εσύ όλη την ώρα με το γλειφιντζούρι πάνω-κάτω (πίπα) κι εμένα η μούρη μου χωμένη όλη την ώρα στο βαζάκι (στο γλειφομούνι)... Δε μας βλέπω καλά!!!!!! Γυναίκα...
Και με ξύπνησε πάνω που ετοιμαζόμουν να γλείψω ένα γλειφιντζούρι ίσα με το...
Σαν παιδάκι που κέρδισε ένα γλειφιντζούρι στο σχολείο: λες και κατάκτησε τον κόσμο.
Τα παιδιά δεν τρώνε από το ίδιο πιάτο, ούτε γλείφουν το ίδιο γλειφιντζούρι.
Όταν ο μικρός Τίμος άνοιξε με φούρια την πόρτα έτοιμος να κάνει πάλι τις σκανταλιές του, έμεινε με το γλειφιντζούρι στο στόμα.
Ο νικητής κερδίζει ένα μαλλιαρό γλειφιντζούρι το οποίο θα παραλάβει από το τραπεζάκι της έδρας, από τον μαύρο κύριο με την κόκκινη μπλουζίτσα και το αστείο καπέλο.
Οι μάνατζερ έχουν προτείνει τους ίδιους σε όλες τις ομάδες που ψάχνουν και περιμένουν ποιος θα... γλείψει πρώτος το «γλειφιντζούρι». Με άλλα λόγια: τίποτα, νούλα.




Got a better definition? Add it!
				Published 
				
Last modified 			
Ο ξυλοδαρμός, το χοντρό ξύλο. Λέξη προελεύσεως τουρκικής, σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη [τουρκ. perdah γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα]
Απόσπασμα από βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου:
  «Kάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν' ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου, και ικανοποιηθήκανε απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωσι του »σελφ - σέρβις«..., στα τρόλεϋ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι' αφορμή, και δεν τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξη ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι' αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος...»
Απόσπαμα μεταφρασμένου ποιήματος του Robert Gernhart:
«...ή, πιο καλά, ένα γερό μπερντάχι,
  μπας κι επιτέλους κόψουνε τις πλάκες 
  που μου ανακατεύουν το στομάχι».
Got a better definition? Add it!
Εκτός από τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, έχω να προσθέσω και τους εξής:
«Κόβω βόλτες» (οχούμενος ή μη): πάω κι έρχομαι ανυπομονώντας να γίνει αυτό που περιμένω (να παρκάρω, να βγει ο γιατρός από το δωμάτιο της άρρωστης μάνας, να περάσει η ώρα, να περάσει ο πόνος, η αϋπνία, κλπ)
στην έκφραση «Κόφ' το» = πάψε!: παύω, σταματάω αυτό που λέω ή αυτό που κάνω.
«Κόβει» η μαγιονέζα ή το αυγολέμονο: χαλάει, δεν δένει, το αυγό γίνεται κομματάκια και χωρίζουν τα συστατικά της.
Αλλοιώνεται η έκφρασή μου επειδή είμαι άρρωστος
«Κόβω την τράπουλα»: την χωρίζω στα 2 για να ξαναγίνει ένα μάτσο και να μοιράσει ο επόμενος
Σταματάω την φιλία μου με κάποιον /-α (στο δημοτικό λέγαμε «Μμμμ, κόψε!» και δίναμε στη φίλη μας τον μέσο και τον δείκτη ενωμένους ώστε αυτή να πιστοποιήσει το τέλος της φιλίας χωρίζοντάς τους. Πιο πολύ για πλάκα.)
Στην έκφραση «μου κόβει»: είμαι έξυπνος, παίρνει στροφές το μυαλό μου.
Επιπροσθέτως βλ. και κομμένος 1 και 2.
Σα να μη θυμάμαι τώρα κάτι άλλο. 
Το λανσάρω λοιπόν -για να μη μείνει στο πρόχειρο κανα δεκάμηνο- και, όποιος έχει κάτι να προσθέσει, ιζ βέλκαμ.
Πενήντα λεπτά έκοβα βόλτες μες τη νύχτα σε όλη τη γειτονιά να βρω να παρκάρω, γαμώ τα έργα μου γαμώ!
Για δεν το κόβεις πια ρε μεγάλε, αρχίζει και κουράζει σου λέω!
«Χτύπα τα πόδια σου Κινέζα
  για να μην κόψ' η μαγιονέζα»
  (από την «Λιλιπούπολη», και μετά σου λέει ότι οι αριστεροί δεν είναι ρατσιστές)
Βάλε μπόλικο διορθωτικό σήμερα γιατί έχεις κόψει πολύ, τόσες μέρες άρρωστη. (παραλλαγή = «είσαι πολύ κομμένη»)
Κόψε ρε μαλάκα να τελειώνουμε, όλο το σταυρώνεις με το καλό το δαχτυλάκι!
- Τώρα τελευταία δεν βλέπω συχνά τη Λίλιαν με την Λάουρα, τι παίζει;
  - Καλά δεν τά 'μαθες ότι έκοψαν από τότε που η Λάουρα έσκασε μύτη με το ίδιο φουστάνι;
Από το παράδειγμα του λήμματος γκιούμι:
  - Μα πού έβαλες τα κλειδιά;
  - Κάτω απ' το πατάκι, σου είπα!
  - Για να τα βρει όποιος θέλει και να μπει σαν κύριος στο σπίτι; Τι γκιούμι! Καλά τόσο δεν σου κόβει;
Got a better definition? Add it!