Απάντηση προς αυτούς που γίνονται κουραστικοί ρωτώντας γιατί και γιατί, ξανά και ξανά.
- Γιατί;
- Γιατί κλάνει το γιατί... Χέσε μας πια ρε μαλάκα...
Απάντηση προς αυτούς που γίνονται κουραστικοί ρωτώντας γιατί και γιατί, ξανά και ξανά.
- Γιατί;
- Γιατί κλάνει το γιατί... Χέσε μας πια ρε μαλάκα...
Δικαιολογίες: για τ' αντέτ', για το γαμώτο, για την Ελλάδα ρε γαμώτο, για την καύλα, για τα νεφρά, για το ονόρε, για τον πούτσο του θεού, για το ρόκ, για το φολκλόρ, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου / για την ψυχή της μάνας μου, γιατί είμαι ο Χουλκ, γιατί έτσι, γιατί έτσι γουστάρω, γιατί η γάτα έχει ένα αυτί, γιατί κλάνει το γατί, γιατί μπορώ, γούστο και καπέλο μου, πάνω στην τρέλα μου.
Got a better definition? Add it!
Όπως το καλάμια και παλούκια είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στο «καλά», και το μπαμπάκια στην προσφώνηση «μπαμπά, μπαμπά», έτσι το «κεριά και λιβάνια» είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στο «κύριε» ή στο «κύριε, κύριε!», όταν αυτό καταντά ενοχλητικό, κουραστικό. Χρησιμοποιείται από δασκάλους, καθηγητές και όταν κάποιος κόλαξ μας αποκαλεί κύριο.
Στο σχολείο:
- Κύριε! Κύριε!
- (εκφώνως:) Κεριά και λιβάνια, Παπαδόπουλε! Δεν βλέπεις ότι αυτήν την στιγμή είμαι απασχολημένος; (από μέσα του:) να παρακολουθώ τα μπούτια της νουαζέτας στο πρώτο θρανίο; Μανάρι μου, είχανε κέφι οι γονείς σου όταν σε κάνανε!
Got a better definition? Add it!
Μαμαδίστικη γείωση.
Ακολουθεί σε χρόνο dt το αυθάδες μάλιστα που σηματοδοτεί τακτική υποχώρηση μάλλον παρά συμφωνία.
Στερείται, φυσικά, νοήματος - η παραπομπή στο πλέξιμο είναι παραπλανητική. Η παρήχηση αρκεί.
Δεν έχει καμία σχέση ούτε με μαλλιοκούβαρα ούτε με παλικάρια.
Αντιθέτως, συγγενεύει με άλλα ευφυή του τύπου οχιά διμούτσουνη.
- Γιώτααα ... το πήρες το κουστούμι του μπαμπά από το καθαριστήριο που σε είπα;
- Εεεεε, οοόχι...
- ΟΟΟΧΙ;;; Οχιά διμούτσουνη... το χρειάζεται για το ταξίδι αύριο, πόσες φορές πρέπει να στο πω;;; Τσακίσου τώρα να πας να το φέρεις...
- Ναι, μαμά... τώρα...
- Όχι τώρα, ΤΩΡΑ, είπα... Φύγε...
- Μάααλιστα, μητέρα...
- Μαλλιά και κουβάρια... Θα μου πεις εμένα μάλιστα... κακομαθημένο πλάσμα... ξέρεις τι αίμα φτύνει ο πατέρας σου για να μη σας λείψει τίποτε;;;
- Ξέρω, ξέρω...
- Ξεράδια ξέρεις... ακόμα εδώ είσαι;;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προσγειώνω κάποιον στην πεζή πραγματικότητα. Μπορεί ν’ αναφέρεται:
- Πάνω που είχαμε αρχίσει να ψιλοφτιαχνόμαστε άρχισε η Αλέκα τα κομμουνιστικά της και μας ξενέρωσε χοντρά. Μια ώρα μας τα'πρηζε και δεν μπορούσαμε και να σηκωθούμε να φύγουμε.
- Τον ξενέρωσα το Μάκη. Μαλάκα του λέω τα καγιέν και τα φουσκωτά σε μάραναν. Με δανεικά λεφτά κάνεις ζωή και μας το παίζεις και επιχειρηματίας; Πρόσεξε μην καταλήξεις πίσω από τα σίδερα.
Got a better definition? Add it!
Από τις πιο μαμαδίστικες γειώσεις. Λέγεται όμως απ' όλους.
Το λέμε τσαντισμένοι όταν δεν έχουμε (πια) απάντηση και θέλουμε να αποστομώσουμε τον άλλον και να τελειώνει η κουβέντα.
Συνώνυμο: γιατί κλάνει το γατί. Παρόμοιο: γιατί έτσι.
- Γιατί μαμά;
- Για να ρωτάς.
- Μα γιατί δε μου λες τι έγινε;
- Για να ρωτάς.
Got a better definition? Add it!
Ειρωνική απάντηση σε ερωτήσεις όπως: «τι (θα) κάνεις;» «έχεις δουλειά;»
Το λέμε όταν θέλουμε να κόψουμε το βήχα σε κάποιον, να μας αφήσει ήσυχους, να δώσουμε να καταλάβει ότι δεν έχουμε όρεξη για κουβέντα.
Εναλλακτικά, μπορούμε να το πούμε πειραχτικά, χαριτολογώντας.
Η φράση μάλλον είναι αρκετά παλιά, αφού αφήνει να εννοηθεί ότι οι γκαβοί ωσάν κοπάδι θα πρέπει να βγουν (και να καθοδηγηθούν) σε έναν υπαίθριο χώρο για να κάνουν την ανάγκη τους, οπότε και μάλλον υποθέτουμε ότι δεν υπάρχει αποχωρητήριο, πόσο μάλλον τουαλέτα.
- Τι κάνεις αύριο ρε; - Βγάζω τους γκαβούς για χέσιμο...
- Να περάσω το απόγεμα να το δούμε; - Όχι έχω δουλειά. - Τι δουλειά; - Να βγάλω τους γκαβούς για χέσιμο. - Λέγε ρε παπάρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ε την τάπα! 1.20 όρθια είναι!
- Άντε ρε... που δε σε κόβει ούτε 2+2 πόσο κάνει!
- Μιλάς και συ, που δεν πέρασες ούτε την τάξη!;
- ...
- Φάε την τάπα τώρα και μη μιλάς!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε ειρωνικά (και ρυθμικά) διακόπτοντας και εκνευρίζοντας αυτόν που μιλάει όταν
(α) αυτά που λέει δεν μας βρίσκουν σύμφωνους:
— Φέτος να δεις που θα το πάρουμε το πρωτάθλημα!
— Ναι ναι ναι ναι ναι.
— Αμφιβάλλεις μήπως;
— Μπα ιδέα σου!
(β) αυτός που μιλάει είναι παραμυθάς και λέει τα δικά του:
— Και που λέτε, καθώς γαμούσα την Λίλιαν...
— Ναι ναι ναι ναι ναι.
— Θα με αφήσεις να μιλήσω;
— Όχι ρε ψεύτη δεν σε αφήνω, σε λίγο θα μας πεις ότι έσπρωξες και την μάνα της!
(γ) λέει απειλές:
— Πούστη, άμα ξαναενοχλήσεις την Μαρία θα σε γαμήσω όρθιο...
— Ναι ναι ναι ναι ναι.
— Τολμάς και ειρωνεύεσαι, την έβαψες!
— Καλά, ψηλέ, κατούρα και λίγο!
(Και μην ξεχνάτε, ρυθμικά είναι πιο σπαστικό.)
Got a better definition? Add it!
Απάντηση στην ερώτηση «πού», ειδικά όταν αυτή η ερώτηση είναι αποτέλεσμα αφηρημάδας ή απλώς πρόθεσης του έχοντος την απορία να σπάσει τα νεύρα του συνομιλητή του (τέτοιες συζητήσεις λαμβάνουν χώρα κυρίως μέσα στην οικογένεια, με πρωταγωνιστές μικρούς και μεγάλους).
— Μαμά! πού είναι η στολή του σπάιντερμαν;
— Στο δωμάτιο σου, παιδάκι μου! Εκεί που την άφησες χθες! Πήγαινε να την πάρεις μόνος σου!
— Πού;;
— Εκεί που κλάνει η αλεπού! Άιντε, που κάνεις ότι δεν ακούς!
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει στ' αρχίδια μου όταν ο άλλος σου λέει ειλικρινά τον πόνο του. Εντελώς γειωτικό, ακριβώς επειδή μοιάζει εκ πρώτης με ενθαρρυντική κουβέντα (αν δεν είναι γειωτικό σημαίνει: μη σε νοιάζει, ξεπέρασέ το, τι ανάγκης έχεις εσύ παιχταρά μου, και τα τοιαύτα). Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας τέτοιες σλανγκικές καταστάσεις βλ. γειώσεις. Η κοφτή και απόλυτη εκφορά έχει σημασία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified