Οπωσδήποτε, αλλά πρέπει να είσαι τσαχπίνης για να το πεις. Γράφεται και «όπως + δήποτε».
- Λέγε, θα πάμε το βράδυ;
- Ναι ρε είπαμε. Όπως και δήποτε!
Οπωσδήποτε, αλλά πρέπει να είσαι τσαχπίνης για να το πεις. Γράφεται και «όπως + δήποτε».
- Λέγε, θα πάμε το βράδυ;
- Ναι ρε είπαμε. Όπως και δήποτε!
Δες και σωποδήποτε και διαχωριστικό και.
Got a better definition? Add it!
Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.
- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπάτσος. Ιστορικά, προέρχεται από την παλιά (εποχή «είμαι μάγκας & κυκλοφορώ με το ένα μανίκι του σακακιού μου αφόρετο να σέρνεται») μάγκικη έκφραση υπαρξιακής αγωνίας «μπας κι είναι εδώ; μπας κι είναι εδώ;»
(Πολύ παλιός & άρα αδόκιμος όρος για παράδειγμα.)
Got a better definition? Add it!
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει «κι έτσι». Γράφεται και προφέρεται σα μία λέξη και χωρίς το τελικό -ι. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει παραλληλισμό με μία κατάσταση ή έναν χαρακτηρισμό. Ουσιαστικά άχρηστο.
- Πήγαμε μπαρότσαρκα κιέτσ'.
- Άσε με, με τον μαλάκα. Την έχει δει αρχηγός κιέτσ'.
Got a better definition? Add it!
Το σαράβαλο. Χρησιμοποιείται για μέσα μεταφοράς, κυρίως αυτοκίνητο αλλά και μηχανάκι, ποδήλατο κτλ.
-Κάνε άκρη μωρέ με το καρούλι σου. Ούτε τα 60 δεν πιάνει και είσαι και στην αριστερή λωρίδα!
Got a better definition? Add it!
Ο μικρός, το μικρό. Το λέμε για να υποβιβάσουμε κάποιον.
- Κοίτα να δεις που μας την λέει το τσουτσέκι και ακόμα δεν βγήκε από το αυγό του!
Got a better definition? Add it!
Από το «εντάξει να πούμε».
(ε)ντάξ(ει) + να + (π)ούμ(ε) = νταξναούμ
Ανάλογα τα συμφραζόμενα, δηλώνει και δόση σταρχιδισμού (όσο περισσότερα «α», τόσο περισσότερα στ' αρχίδια μας), αγανάκτησης κ.ά.
- Άντε Κωστάκη, πήγαινε συνέχισε το διάβασμά σου.
- Νταααααξναούμ...
- Δηλαδή τι άλλο πρέπει να σου πουν για να καταλάβεις;! Νταξναούμ, σου λέμε, σου ξαναλέμε, τίποτα εσύ!
Βλ. και ναούμε, ναούμ', άμα λάχει (ναούμ')
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή την κακομεταχείριση ή χωρίς φροντίδα / συντήρηση ή όλα μαζί.
Got a better definition? Add it!