Selected tags

Further tags

Το αντρικό γενετικό μόριο, όταν είναι ιδιαίτερα μεγάλου μήκους. Η μονάδα μέτρησής του είναι τα χεροκράτια.

Πέταξε ο αράπης τη μαλαπέρδα του και μας πήρανε τα κλάματα. Σαν τσαποστύλιαρο (το κοντάρι του τσαπιού) ήτανε σου λέω.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και ΧουΨουΑ (ΧΨΑ). Αναφέρεται όταν η σύντομη ή επιτυχής διεκπεραίωση μία υπόθεσης είναι κάτι απίθανο.

- Έκανα αίτηση στο δημόσιο.
- Στο δημόσιο; Καλά... Χέσε Ψηλά κι Αγνάντευε!

Αυτά είναι... (από Galadriel, 21/07/09)(από ironick, 28/07/09)

Άλλη έκδοση: Χέζε ψηλα κι αγναντευε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός χαρακτηρισμός σχεδόν όλων των γυναικών με λίγες δυστυχώς μονάχα εξαιρέσεις. Απευθύνεται σε γυναίκες μόνο, που δεν έχουν πάει ή δεν θέλουν να πάνε πια μαζί σου.

- Τελικά είναι όλες καριόλες.....
- ...και ειδικά η καύτρα....

(από Khan, 28/04/13)(από Khan, 24/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο/η ψυχολογικά διαταραγμένος /-η . Αυτός που γυαλίζει το μάτι του. Ο ελαφρά παρανοϊκός που όμως δεν μπορεί (ή δεν ενδιαφέρεται) πλέον να το κρύψει: πετάει ξεκάρφωτα, μιλάει χωρίς νόημα, κοιτάει επίμονα το κενό ή τα μάτια των άλλων χωρίς εμφανή λόγο. Ενδεχομένως αυτή η απόκλισή του από το φυσιολογικό να είναι αποτέλεσμα χρόνιας λήψης ναρκωτικών.

Χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός του ουδέτερου («πειραγμένα») για πραγματικές καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια του σουρεάλ ή για μορφή τέχνης που εμφανώς μεταδίδει την γνώριμη εκείνη αίσθηση για την ψυχική υγεία του δημιουργού της.

- Είδες cinema το καινούριο του Λίντς;
- Ποιο ρε λακαμά; Αυτά είναι πειραγμένα!

Οι ψυχικές νόσοι προσβάλλουν το 4% του γενικού πληθυσμού. Εκτός από αυτούς κυκλοφορούν και οι πειραγμένοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός-ή που έχει μποτσάρει τόσες φάσεις στην ήδη μακρά ζωή του/της, που πια δεν έχει καμία αξία σαν άνθρωπος: σεξουαλικά, επαγγελματικά, οικογενειακά.

Συνώνυμη φράση: καμένο χαρτί.

Χρησιμοποιείται συχνά και για μεσόκοπες γυναίκες που γουστάρουν τεκνά αλλά δεν τους κάθονται και έτσι κερδίζουν με την αξία τους την επωνυμία.

- Είδες την κυρα-Μαίρη που απλώνει μπουγάδα και κάνει τα γλυκά μάτια;
- Άσ' την να ξερογλύφεται την τελειωμένη.

(από Khan, 13/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καμάκι, συνήθως με περίεργο ή ανορθόδοξο τρόπο. Κλιμακώνεται από το χοντρό πέσιμο («σε αγαπάω», «θέλω να σε παντρευτώ», «είσαι η γυναίκα της ζωής μου», «πρέπει να με πιστέψεις») μέχρι το ελαφρύ πέσιμο («σου αρέσουνε οι λουκουμάδες;», «ωραίος καιρός σήμερα ε;», «συγγνώμη, τι ώρα είναι;»), με πάρα πολλές τεχνικές και παραλλαγές.

Ειδική κατηγορία είναι το οργανωμένο ομαδικό πέσιμο.

- Τι έλεγε η Σίφνος;
- Τίγκα στις γυναικοπαρέες...
- Κανά πεσιματάκι;
- Ναι ρε, εννοείται, τι περίμενες; Να καθόμαστε και να τις κοιτάμε σαν όλους τους μαλάκες;

Δες και την πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

LSD σε μορφή εμποτισμένου χαρτιού το οποίο κόβεται σε ολόκληρο, μισό και τέταρτο. Διαφορετική εικόνα στο χαρτί σημαίνει και διαφορετική περιεκτικότητα σε LSD, επομένως διαφορετική ισχύ. Οι εικόνες ποικίλλουν με πιό χαρακτηριστικές τον Asterix, το βατραχάκι και το hoffman, το λεγόμενο και «ποδηλάτης».

Η λέξη προέρχεται από την αγγλική trip (ταξίδι) λόγω του χαρακτηριστικού ακούσματος που σου δίνει το LSD. Ο χρήστης του χαρακτηρίζεται με την αρκετά εμπνευσμένη έκφραση τρίπιος.

-Τι έπαθε ρε μαν ο Τεό και κοιτάει μιά ώρα το μπουκάλι;!
-Έφαγε μισό ποδηλάτη δικέ μου...
-Πω μαέβιους! Τρίπιος κιετσ'...

Got a better definition? Add it!

Published

Θρυλική έκφραση του αείμνηστου Βλάση Μπονάτσου. Συνήθως συνοδεύεται ή μπορεί να αντικατασταθεί από τα αντίστοιχα «φοβερό!» και «τρομερό!». Η σημασία αυτών των επιφωνημάτων είναι προφανής αλλά αξία αποκτούν μόνο εφόσον αυτός που τα χρησιμοποιεί μιμείται τη φωνή και το στυλ του Βλάση.

Φάση σάπινγκ σε μπαφόσπιτο:

- Μαλάκες, άραγκον λίγο με το μπέιφ να σας πω τι έγινε χτες.
-Άντε ρίχτο.
- Ο Τεό φάσωσε τη Βερόνικα!
- ΦΟΒΕΡΟ!!!
- ΤΡΟΜΕΡΟ!!!
- ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση που συμβαίνει συχνά όταν έχεις φάει τριπάκι και προκαλείται από κάτι που ερεθίζει τις αισθήσεις ή τη σκέψη. Η λέξη χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τους τρίπιους.

- Πω ρε μαν, θυμήσου τις προάλλες που φάγαμε, πώς ήταν!
- Άσε ρε μαχλέπα, είχα αγχωθεί τρελά με το κινητό που δεν είχε σήμα.
- Γιατί εγώ τι νομίζεις ότι έπαθα όταν είδα στην τηλεόραση τον Έλβις Πρίσλεϊ; Αγχώθηκα!
- Τι άγχος ρε παιδί μου αυτό το τριπάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει έλλειψη πίστης σε απειλές που εκσφενδονίζονται από κάποιον άλλο.

- Θα σε σκίσω ρε πούστη!!!
- Θα μου κλάσεις (τ'αρχίδια)...

(από xalikoutis, 19/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published