Αυτός που νομίζει ότι είναι κάτι (νταής κτλ) και μπορεί να κάνει τα πάντα.
- Θα σε πλακώσω στις μπάτσες ρε!
- Άντε βρε μαλακοκαύλη σπάσε από δω!
Αυτός που νομίζει ότι είναι κάτι (νταής κτλ) και μπορεί να κάνει τα πάντα.
- Θα σε πλακώσω στις μπάτσες ρε!
- Άντε βρε μαλακοκαύλη σπάσε από δω!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να τονίσουμε ότι περνάμε δύσκολες / έντονες στιγμές.
Θα δεις τον Χριστό φαντάρο εκεί που πας!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επίμονα προσπαθεί με ηλίθιους τρόπους να αυτοπροβληθεί στους γύρω του.
-Κόψε ρε Γιάννη σου λέω... Μην γίνεσαι σαχλαμάρας!
Got a better definition? Add it!
Η βαρετή και βλαμμένη κοπέλα.
Άντε μωρέ με τη χαρχάλω, μου έσπασε τα νεύρα όλο το βράδυ, όλο πίπες μου έλεγε, βαρέθηκα!
Got a better definition? Add it!
τσαχπινογαργαλιάρα, τσακπινογαργαλιάρα /-ης: Ορισμός που δίνεται σε ανθρώπους παιχνιδιάρικους και πονηρούληδες. Πιο πολύ σε γυναίκες που φλερτάρουν με όλους και γελάνε αβίαστα για όλα ενώ τα μάτια τους λένε πως τα κάνουν όλα σε όλες τις στάσεις.
- Την είδες την Κατερίνα;
- Άσε, της μίλησα για λίγο και έσταζε πόθο για το κορμί μου. Όλο υπονοούμενα. Πολύ τσαχπινογαργαλιάρα.
Σχετικά: τσαχπινιάρης, τσαπερδόνα, τσαχπινογαργαλόπουστα, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρης
Got a better definition? Add it!
Ταλαιπωρώ, πρήζω, στριμώχνω.
Δεν πρόκειται να ξαναβγώ με τη Νατάσα, κάθε φορά μου κάνει τα τρία δύο: τη μια δεν της αρέσει το φαγητό, την άλλη το μαγαζί δεν έχει εξαερισμό, δεν πά' να γαμηθεί ν' ασπρίσει, λέω 'γω...
Got a better definition? Add it!
Παλαιομοδίτικη φράση, συνώνυμη με τις εκφράσεις:
κλπ. Εδώ προφανώς υπονοείται το χρώμα του σπέρματος.
Δεν πά' να γαμηθείς ν' ασπρίσεις, λέω 'γω, που ήρθες να μου πεις ότι δεν οδηγώ καλά... Αν δεν σ' αρέσει, να παίρνεις ταρίφα.
Got a better definition? Add it!
Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ
Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις στη σειρά για να ειρωνευτούν την ψευτική μαγκιά και το μούφα νταηλίκι.
Βλ. και δηλαδής, επειδής δηλαδής
Got a better definition? Add it!
Μικρό μεταλλικό σκεύος που χρησιμοποιείται για ζέσταμα φαγητού και το έχουν μαζί τους οι στρατιώτες όταν βγαίνουν για ασκήσεις εκτός στρατοπέδου.
Καθαρίστε τις καραβάνες σας γιατι αύριο θα βγείτε για άσκηση και θα διανυκτερεύσετε.
Got a better definition? Add it!
Published