Selected tags

Further tags

Αυτός που νομίζει ότι είναι κάτι (νταής κτλ) και μπορεί να κάνει τα πάντα.

- Θα σε πλακώσω στις μπάτσες ρε!
- Άντε βρε μαλακοκαύλη σπάσε από δω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να τονίσουμε ότι περνάμε δύσκολες / έντονες στιγμές.

Θα δεις τον Χριστό φαντάρο εκεί που πας!

"Ο Χριστός αντάρτης", έργο του Alfredo Rostgaard, 1969, μάλλον επηρεασμένο από την "Θεολογία της Απελευθέρωσης". Οι λατινοαμερικάνοι πιστοί είδαν "κυριολεκτικά" τον Χριστό φαντάρο! (από Khan, 09/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επίμονα προσπαθεί με ηλίθιους τρόπους να αυτοπροβληθεί στους γύρω του.

-Κόψε ρε Γιάννη σου λέω... Μην γίνεσαι σαχλαμάρας!

Got a better definition? Add it!

Published

Η βαρετή και βλαμμένη κοπέλα.

Άντε μωρέ με τη χαρχάλω, μου έσπασε τα νεύρα όλο το βράδυ, όλο πίπες μου έλεγε, βαρέθηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τσαχπινογαργαλιάρα, τσακπινογαργαλιάρα /-ης: Ορισμός που δίνεται σε ανθρώπους παιχνιδιάρικους και πονηρούληδες. Πιο πολύ σε γυναίκες που φλερτάρουν με όλους και γελάνε αβίαστα για όλα ενώ τα μάτια τους λένε πως τα κάνουν όλα σε όλες τις στάσεις.

- Την είδες την Κατερίνα;
- Άσε, της μίλησα για λίγο και έσταζε πόθο για το κορμί μου. Όλο υπονοούμενα. Πολύ τσαχπινογαργαλιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταλαιπωρώ, πρήζω, στριμώχνω.

Δεν πρόκειται να ξαναβγώ με τη Νατάσα, κάθε φορά μου κάνει τα τρία δύο: τη μια δεν της αρέσει το φαγητό, την άλλη το μαγαζί δεν έχει εξαερισμό, δεν πά' να γαμηθεί ν' ασπρίσει, λέω 'γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιομοδίτικη φράση, συνώνυμη με τις εκφράσεις:

  • να χαθεί
  • να πάει στο διάολο
  • να πά' να γαμηθεί
  • να πά' να χεστεί
  • να πά' ν' αυτώσει
  • δεν (μου) γαμιέται

κλπ. Εδώ προφανώς υπονοείται το χρώμα του σπέρματος.

Δεν πά' να γαμηθείς ν' ασπρίσεις, λέω 'γω, που ήρθες να μου πεις ότι δεν οδηγώ καλά... Αν δεν σ' αρέσει, να παίρνεις ταρίφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ

Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις στη σειρά για να ειρωνευτούν την ψευτική μαγκιά και το μούφα νταηλίκι.

Άντε ρε μη σε πλακώσω στα σούτια, να πούμε ξέρω 'γω και δηλαδής.

Βλ. και δηλαδής, επειδής δηλαδής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό μεταλλικό σκεύος που χρησιμοποιείται για ζέσταμα φαγητού και το έχουν μαζί τους οι στρατιώτες όταν βγαίνουν για ασκήσεις εκτός στρατοπέδου.

Καθαρίστε τις καραβάνες σας γιατι αύριο θα βγείτε για άσκηση και θα διανυκτερεύσετε.

Got a better definition? Add it!

Published