Selected tags

Further tags

Πολύ παλιά έκφραση, αντίστοιχη της σημερινής παπάρια.

- Σου είπε τίποτα το ιδιαίτερο;
- Κολοκύθια τούμπανα... Τα ίδια και τα ίδια πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαζογκόμενα.

Μωρή χαζοβιόλα, πού το έχεις το μυαλό σου;

λέγεται και για άντρες, «χαζοβιόλης». Συνώνυμο: μαλακοβιόλα, η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.

  1. - Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.

  2. - Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.

  3. - Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουστάκι, η νεαρή προκλητική αδερφή.

- Είχα να δω τον Γιάννη χρόνια... Και τι να δω! Ένα πουστρόνι από τα λίγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεαρός μπάτσος ή γενικά ο μπάτσος.

Εκεί που καθόμασταν ήσυχα ήρθε ένα μπατσόνι και μας είπε να φύγουμε. Και έγινε μπάχαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσωπη παλιά έκφραση που σημαίνει: εξαφανίζεται, πάει, χάνεται, πάει στράφι, χαλάει, κλπ.

- Φοβάμαι μην της πω καμιά μαλακία και πάει περίπατο όλη η προσπάθεια που έκανα μέχρι τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννούμε τον ξανθό άνθρωπο.

-Πώς πέρασες στη Σουηδία τον χειμώνα;
-Πολύ ωραία, και οι Σουηδέζες κούκλες και φυσικές ξανθιές! Και τους αρέσουν οι μελαχρινοί άντρες. -Ε βέβαια, αφου έχουν ξενερώσει με όλους τους ξανθομπάμπουρες Σουηδούς εκεί!

Got a better definition? Add it!

Published

Η εμμονή, ανασφάλεια, η αμφιβολία, άλλοτε βάσιμη και άλλοτε αβάσιμη.

-Καλά και άφησες την κοπέλα σου να πάει μόνη της διακοπές με τις φίλες της στη Πάρο; Δεν φοβάσαι μήπως κάνει τίποτα και εσύ δεν το μάθεις ποτέ;
-Έλα ρε τώρα μη μου βάζεις φιτιλιές και 'συ! Αρκετό άγχος έχω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει απο το delivery και είναι ο διανομέας με μηχανάκι που μας φέρνει πίτσα, σουβλάκια, burgers.

- Μόλις φέρει τα φαγητά ο ντελιβεράς να του αφήσεις και κανένα ευρώ φιλοδώρημα.

Βλ. και πιτσαφέρτας, πιτσαράς, πακετάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος.

Χτες πάλι σηκωτό τον έβγαλαν τον Μήτσο απο το μπαρ. Είχε γίνει σκνίπα.

Got a better definition? Add it!

Published