Πολύ παλιά έκφραση, αντίστοιχη της σημερινής παπάρια.
- Σου είπε τίποτα το ιδιαίτερο;
- Κολοκύθια τούμπανα... Τα ίδια και τα ίδια πάλι.
Πολύ παλιά έκφραση, αντίστοιχη της σημερινής παπάρια.
- Σου είπε τίποτα το ιδιαίτερο;
- Κολοκύθια τούμπανα... Τα ίδια και τα ίδια πάλι.
Βλ. και παπαριές, οι, παπάρια μέντολες, αρχίδια, αρχιδιά, αρχίδια καλαβρέζικα.
Got a better definition? Add it!
Η χαζογκόμενα.
Μωρή χαζοβιόλα, πού το έχεις το μυαλό σου;
λέγεται και για άντρες, «χαζοβιόλης». Συνώνυμο: μαλακοβιόλα, η.
Got a better definition? Add it!
Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.
- Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.
- Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.
- Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.
Got a better definition? Add it!
Το πουστάκι, η νεαρή προκλητική αδερφή.
- Είχα να δω τον Γιάννη χρόνια... Και τι να δω! Ένα πουστρόνι από τα λίγα!
Got a better definition? Add it!
Ο νεαρός μπάτσος ή γενικά ο μπάτσος.
Εκεί που καθόμασταν ήσυχα ήρθε ένα μπατσόνι και μας είπε να φύγουμε. Και έγινε μπάχαλο.
Got a better definition? Add it!
Απρόσωπη παλιά έκφραση που σημαίνει: εξαφανίζεται, πάει, χάνεται, πάει στράφι, χαλάει, κλπ.
- Φοβάμαι μην της πω καμιά μαλακία και πάει περίπατο όλη η προσπάθεια που έκανα μέχρι τώρα...
Got a better definition? Add it!
Εννούμε τον ξανθό άνθρωπο.
-Πώς πέρασες στη Σουηδία τον χειμώνα;
-Πολύ ωραία, και οι Σουηδέζες κούκλες και φυσικές ξανθιές! Και τους αρέσουν οι μελαχρινοί άντρες.
-Ε βέβαια, αφου έχουν ξενερώσει με όλους τους ξανθομπάμπουρες Σουηδούς εκεί!
Got a better definition? Add it!
Published
Η εμμονή, ανασφάλεια, η αμφιβολία, άλλοτε βάσιμη και άλλοτε αβάσιμη.
-Καλά και άφησες την κοπέλα σου να πάει μόνη της διακοπές με τις φίλες της στη Πάρο; Δεν φοβάσαι μήπως κάνει τίποτα και εσύ δεν το μάθεις ποτέ;
-Έλα ρε τώρα μη μου βάζεις φιτιλιές και 'συ! Αρκετό άγχος έχω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βγαίνει απο το delivery και είναι ο διανομέας με μηχανάκι που μας φέρνει πίτσα, σουβλάκια, burgers.
- Μόλις φέρει τα φαγητά ο ντελιβεράς να του αφήσεις και κανένα ευρώ φιλοδώρημα.
Βλ. και πιτσαφέρτας, πιτσαράς, πακετάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μεθυσμένος.
Χτες πάλι σηκωτό τον έβγαλαν τον Μήτσο απο το μπαρ. Είχε γίνει σκνίπα.
Got a better definition? Add it!
Published