Selected tags

Further tags

Το ράπισμα, σκαμπίλι (χτύπημα) του πέους που δέχεται ο ερωτικός σύντροφος (γυναίκα).

- Τι λέει καλή η Μαρία στο κρεββάτι;
- Άσε σου λέω, δυναμίτης! Της έριξα και κάτι πουτσοσκάμπιλα στα μούτρα και στα κωλομέρια που θα της μείνουν αξέχαστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ψήνω γκόμενα. Είναι πιο light από το καυλά(ν)τισμα, καθώς δεν περιέχει υπονοούμενα - ειδικότερα σεξουαλικής φύσεως, άσχετα αν και τα δύο αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Περισσότερο μεταφράζεται σαν φλερτ, παρά σαν στρίμωγμα.

  2. Γλυκοκοιτάω, λιμπίζομαι. Έχω βάλει κάτι στο μάτι κι όλο το γυροφέρνω. Δεν έχει να κάνει απαραίτητα με άνθρωπο, εδώ.

  1. - Που'ναι ο Θέμης ρε; - Να εκεί, χαλβαδιάζει μ' εκείνη τη φίλη της Νίκης...

  2. Έχει βγάλει η kawasaki κάτι καινούρια ζαντικά, εδώ και κανά δίμηνο τα χαλβαδιάζω...

Δες και χαλβέτι, χαλβάς και χαλβάδιασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρά γράμματα ή αντικείμενα.

- Γράφε παιδί μου με μεγάλα γράμματα, αυτά που κάνεις δεν διαβάζονται, είναι ψείρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε το μαλθακό παιδί, το καλομαθημένο, που δεν αντέχει τις κακουχίες και γενικά δεν μπορεί να κουράζεται.

- Πώπω τι βουτυρόπαιδο είναι αυτός ο Κώστας! Παίζαμε χτες μπάλα με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς και μόλις έπεσε και χτύπησε το γόνατο του, έφυγε τρέχοντας για τη μαμά του να του το δέσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμπέλης, αυτός που δεν αξίζει το φαΐ που τρώει.

- Δεν έχει δουλέψει ούτε μία μέρα για να βγάλει το ψωμί του, ο χαραμοφάης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα. Συνώνυμα: μπουρούχα, μουφλόζα, πατόζα.

- Δυστυχώς όλες οι φίλες της αδερφής μου είναι τελείως χαμούρες: δε βλέπονται με τίποτα!

Αστοδγιάλο από δω χαμούρα που να μη σώσεις. (από Galadriel, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.

- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!

(από perkins, 29/05/10)Δημήτριος Τόφαλος (από joe909, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε Λούης = εξαφανίστηκε, έφυγε γρήγορα. Από τον Ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη.

Βούτηξε τα λεφτά και μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι, είχε γίνει Λούης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση βιαστής ή/και δολοφόνος γυναικών, π.χ ο δράκος του Σέιχ-Σου.

Αποφυλακίστηκε ο «δράκος» Κυριάκος Παπαχρόνης. (ΜΜΕ)

(από perkins, 20/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ζωηρός, δυνατός.
  2. Σεξουαλικά ερεθισμένος, καυλωμένος.

- Αμαν Ελενίτσα, νταβραντισμένος είναι σήμερα ο βλάχος...
(από ελληνική ταινία)

Κι εγώ που νόμιζα πως νταβραντισμένος σημάινει να λούζεσαι(ραντίζεσαι) με Ντάβ;  (από GATZMAN, 29/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified