Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.
Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.
Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.
Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.
Got a better definition? Add it!
Φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν, διακόπτω την συζήτηση άλλων για να πω την γνώμη μου ή κάτι τελείως άσχετο.
- ...και οι έρευνες έδειξαν πως οι κλιματολογικές αλλαγές θα έχουν ως συνέπ... - Θα πάμε σε κανένα clubάκι το βράδυ; - Καλά εσύ τι πετάγεσαι σαν την πορδή, δεν βλέπεις πως συζητάμε;;
Βλ. και σφηνόπουτσα, σαν πούτσα πετάγεται
Got a better definition? Add it!
Παράφραση της προσφώνησης «ψηλέ» ώστε να είναι πιο μάγκικη.
-Να σου πω ρε ψηλέα, θα κάνεις το κονέ με εκείνη την Κατερίνα που είχαμε βγει μαζί την άλλη φορά;
Got a better definition? Add it!
Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.
-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;
Got a better definition? Add it!
Ο μαρτυριάρης, ο σπιούνος, ο ρουφιάνος. Αυτός που λέει τα μυστικά ή καταδίδει άλλους.
- Θα πούμε στον Γιώργο πως θα κάνουμε κοπάνα; - Τι σε αυτό το καρφί; Όχι βέβαια, αυτός θα πάει να το πει σίγουρα!
Got a better definition? Add it!
Μαρτυρώ, λέω ένα μυστικό.
Κάποιος με κάρφωσε στην δασκάλα ότι έβαλα εγώ την πινέζα στην καρέκλα της γιατί μετά το μάθημα μου είπε να πάω στο γραφείο της! Αυτός ο σπασίκλας ο Γιώργος θα ήταν, είμαι σίγουρος!
Δες και καρφώνομαι.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που εκφωνούμε συνήθως σε στιγμή εκνευρισμού και για να αποφύγουμε να βρίσουμε τα θεία. Στην κυριολεξία σημαίνει «γαμώ τον εξαναγκασμό μου» αλλά ποτέ δεν χρησιμοποιείται μονάχα με αυτή την έννοια.
Πάλι έχασε η Newcastle γαμώ το στανιό μου. Στον κουβά και σήμερα το στοίχημα!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται από αυτούς που παίζουν στοίχημα, για να πουν πως έχασαν κάποιο ή κάποια από τα παιχνίδια που είχαν παίξει.
Πάλι στον κουβά ρε γαμώτο! Δυο εβδομάδες τώρα δεν έχω πάρει ούτε ευρώ! Μήπως να κόψω το στοίχημα και να αρχίσω το Kino;
Got a better definition? Add it!
Όρος συνώνυμος του γνωστού μαλάκα. Χρησιμοποιείται όταν θέλει κανείς να τονίσει τη μαλθακότητα ή και πολλές φορές την σκέτη ηλιθιότητα ενός ατόμου. Απαντάται στο αρσενικό γένος.
- Αυτός ο μαλαπέρδας ο Μάξιμος, χάλασε πάλι το τηλεκοντρόλ. Ας τον μαζέψει κάποιος πριν μου γκρεμίσει το σπίτι!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται κυρίως για τηλεφωνικές κλήσεις που είτε απορρίπτονται είτε μένουν χωρίς απάντηση. Γενικότερα μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε όταν κάποιος μας αγνοεί. Το γιατί έχει επιλεγεί η πρωτεύουσα της Αιγύπτου παραμένει άγνωστο.
Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται η Μαρία; Όποτε την παίρνω τηλέφωνο, με συνδέει με Κάιρο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified