Παθαίνω σοκ απο αυτά που ακούω ή βλέπω. Αλλιώς, μου πέφτουν τα μαλλιά.
Μου είπε ότι η Βαρκελώνη είναι στο Ιράκ και με καράφλιασε!
Παθαίνω σοκ απο αυτά που ακούω ή βλέπω. Αλλιώς, μου πέφτουν τα μαλλιά.
Μου είπε ότι η Βαρκελώνη είναι στο Ιράκ και με καράφλιασε!
Βλ. και καράφλιασα
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε το γιατρικό στην πνευμονία ή στο γερό κρύωμα, ενίοτε χρησιμοποιείται και ως όρος σεξουαλικού περιεχομένου.
Του 'κοψα δυο βεντούζες στην πλάτη και του 'φυγε το κρύωμα...
- Έτσι... έτσι μωρή καργιόλα... βεντούζαααα... Ρούφα τα όλα...
Got a better definition? Add it!
Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.
— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...
Δες και βάφει ταβάνι.
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος άντρας. Χρησιμοποιείται ως ύβρις.
Τι λες μωρή λούγκρα; Ποτέ έμαθες εσύ από μπάλα και θα μας πεις και για τον Ολυμπιακό τώρα;
βλ. και πούστης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η παράδοση, ή η τέχνη που περνάει από γενιά σε γενιά. Η βαθιά γνώση ενός αντικειμένου.
Ο Τάκης είναι μεγάλη πουτάνα σ' αυτά ρε, χρόνια στο κουρμπέτι. Δεν πρόκειται να το χάψει σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Το χρήμα. Τα λεφτά.
- Πήγα σήμερα κι επισκεύασα ένα ψυγείο στο σπίτι του πελάτη.
- Ο «μαϊντανός» έπεσε;
- Αν δεν έπεφτε, τι διάολο κάνουμε!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κλέβει, επί το πλείστον, γυναικείες τσάντες. Συνήθης τακτική, βγαλμένη από την δεκαετία του 80, όπου ο συνεπιβάτης της μοτοσικλέτας άρπαζε την τσάντα την ανυποψίαστης γυναίκας και διέφευγαν αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτατα. Η τακτική αυτή υπάρχει ακόμα αλλά είναι σαφώς περιορισμένη.
- Και πού είναι το κακό ρε μάνα που θέλω μηχανή; Δηλαδή όποιος έχει μηχανή είναι αλήτης, χούλιγκαν και τσαντάκιας; Τα μυαλά σου έχουν μείνει στο 80 μου φαίνεται!
Got a better definition? Add it!
Ο έντιμος, ο φερέγγυος.
- Νομίζω πως τελικά ο Νίκος μου έκανε μαλακία με τα λεφτά. - Όχι ρε, αποκλείεται. Τον ξέρω τόσα χρόνια και στο εγγυώμαι, είναι σπαθί το παιδί.
Got a better definition? Add it!