Selected tags

Further tags

Τον κάνω κομματάκια, βλ. και λιάδα.

Θα σε κάνω κιμά... Τον έκανε κιμά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος μετά από πολύ ξύλο.

Κυριολεκτικά: η σκορδαλιά με πατάτα στα Επτάνησα, που γίνεται σαν αλοιφή από το χτύπημα.

Συνων. αλοιφή.

Του είπε «κάνε λίγο πιο κει»... κι ο άλλος τον έκανε λιάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδόκιμος όρος γλώσσας σχηματισμένος από παλαιότερα στοιχεία της ίδιας γλώσσας.

Αδόκιμος όρος γλώσσας σχηματισμένος από δάνεια ή μεικτά στοιχεία της ίδια και άλλης γλώσσας.

Συχνά η χρήση των δάνειων στοιχείων γίνεται με εσφαλμένη σημασιολογική ταύτιση.

Μετά από σημασιολογικό επαναπροσδιορισμό (reappropriation), ο αδόκιμος όρος γίνεται δόκιμος, ακόμα κι επιστημονικός όρος.

Εντούτοις από τα παρατιθέμενα παραδείγματα γίνεται φανερό ότι πρόκειται για αδόκιμες λεξιματικές κατασκευές.

Η μετατρεψιμότης του συναλλάγματος υπόκειται σε διαπραγμάτευση.

Όλα τα ουσιαστικά είναι νεολογισμοί οι οποίοι εξυπηρετούν ΜΟΝΟ συγκεκριμένες ανάγκες ΜΟΝΟ μιας συγκεκριμένης ομάδας προσώπων, επομένως ΠΡΕΠΕΙ να θεωρηθούν κατ' αρχήν slang.

Οι λέξεις επιθετικότητα, ψυχισμός, μικροβιολογία, μακρομόριο, ηλεκτρόνιο, πρωτόνιο, νετρόνιο, σοσιαλισμός, μακροοικονομία είναι νεολογισμοί.

επιθετικότητα (επίθεσις + -ότης ΕΛΛ, ΕΛΛ) , ψυχισμός (ψυχή + ismus, ΕΛΛ, ΛΑΤ), μικροβιολογία (μικρός + βίος + λόγος ΕΛΛ, ΕΛΛ, ΕΛΛ αντιδάνειο < ΓΑΛΛ microbe < μικρός + βίος με τη σημασία 'μικρά ζωντανά όντα' επομένως λανθασμένη τη σημασία της λέξης ''βίος'), μακρομόριο (μακρός + μόριο, αδόκιμη μεταφορά < macromolecule < μακρός + ΛΟΓΙΑ ΨΕΥΔΟΛΑΤΙΝ molecula < ΛΑΤ moles = μάζα μεανθασμένη τη σημασία της λέξης 'μακρός'), ηλεκτρόνιο, πρωτόνιο, νετρόνιο, σοσιαλισμός, μακροοικονομία (makro- < μακρός με λανθασμένη σημασία αντί του 'μέγας').

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκρι σκούρο αμιγές χρώμα, αυτό του ποντικιού, για την ακρίβεια του αρουραίου.

  1. Τι αηδία χρώμα για αυτοκίνητο πήρες ρε Μπάμπη; Χάθηκε να πάρεις οτιδήποτε άλλο εκτός από ποντικί;

  2. - Τι χρώμα είναι η γάτα σου;
    - Ποντικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω χαμπάρι, νιώθω.

Συνήθης έκφραση: δεν χαμπαριάζω Χριστό.

Είδα χθες την Κικίτσα, το κορίτσι ήταν αλλού, δεν χαμπάριαζε Χριστό μιλάμε, τίγκα στη ντρόγκα το αρρωστάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλο το «καλό παρεάκι» μαζεμένο... Η φράση χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό κακόφημου μέρους συνάθροισης λόγω του «αμφιβόλου ποιόντος» των συνδαιτυμόνων που το παρευρίσκονται. Χρησιμοποιείται ομοίως με το Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα.

Σιγά μην πάμε στο «PLAY» ρε για μπιλιάρδο. Εκεί μαζεύεται ο κλέφτης, ο φονιάς και ο γιος του σκοτωμένου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η απομίμηση φιρμάτου ρούχου, που κυκλοφορεί συνήθως στις λαϊκές αγορές ή σε κινέζικα, στο 1/10 της τιμής του αυθεντικού. Έτσι μπορεί ο καθένας να δηθενιάζεται, φορώντας το κροκοδειλάκι Lacoste ή το σήμα της Nike, χωρίς να ξηλωθεί και πολύ.

- Αλβανός-Αλβανός, αλλά η μπλούζα lacoste!
- Μάλλον λαϊκόστ, επειδή την πήρε από την λαϊκή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή θυμοσοφία που ταιριάζει σε περιπτώσεις όπου κάποιος άνδρας οδηγείται στην καταστροφή λόγω των σεξουαλικών παθών του, είτε αυτά είναι στρέιτ (μουνολιγούρα), είτε γκέι (αδελφάτο).

Το κάτω κεφάλι ή βάλανος του πέους, δηλαδή, ως συνώνυμο της σεξουαλικής ηδονής, παίρνει στο λαιμό του (ή στην αύλακά του) και παρασύρει στην καταστροφή ολόκληρο το άτομο όταν οδηγεί σε:

  • παρέκκλιση από τις αποδεκτές από την κοινωνία νόρμες τρόπου ζωής, που δεν συμβαδίζουν με ορισμένες θέσεις ή αξιώματα, π.χ. η περίπτωση ιερωμένων, πολιτικών (π.χ. ο τ. πρωθυπουργός του Ισραήλ Μοσέ Κατσάβ, ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια Αρν. Σβαρτσενέγκερ κ.λπ.) ή πρόσφατα μεγαλοτραπεζίτη (Sodominique Strauss Khan),
  • μεγάλη οικονομική αφαίμαξη, που συναντούμε ειδικά σε περιπτώσεις μουνοδουλίασης, π.χ. ακριβά δώρα, ταξίδια ή άλλα γούστα,
  • υπερβολική απομύζηση των φυσικών δυνάμεων του ατόμου, όπως συνέβη με αθλητές π.χ. οι ποδοσφαιριστές Κριστιάν Βιέρι και ο δικός μας Χρ. Κωστής,
  • μετάδοση σεξουαλικών νοσημάτων, π.χ. (παλαιότερα) η σύφιλη (τρεπόνημα το ωχρό), με γνωστότερα θύματά τους Βλ. Λένιν, Μουσταφά Κεμάλ, Μάο Τσε Τουνγκ κ.ά.

— Καλά, δεν τού 'πε κανείς να προσέχει πού βάζει την υπογραφή του και το πουλί του; Καλά ξεμπερδέματα τώρα που τον μπουζουριάσανε! — Εμ, νά 'τανε κι ο πρώτος; Το κάτω κεφάλι τρώει τ' απάνω, δεν τό 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός - υπεκφυγή, τον οποίον χρησιμοποιούμε για κάποιον όταν μας ρωτάνε τι λέει σαν εμφάνιση και δεν θέλουμε να πούμε ότι δεν βλέπεται, επειδή είναι αξιόλογος άνθρωπος ή επειδή είναι φίλος / -η. Βλ. και συμπαθητικός.

Έχει τύπο = έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα που σε κάνει να παραγνωρίζεις την ασχήμια του/της.

Σεβεντίλα προς εϊτίλα κι αυτό.

- Καλή η φίλη σου;
- Εμμμ, ...
- Άσε, κατάλαβα. Έχει τύπο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται προς κάποιον ο οποίος δεν μας ακούει (κυριολεκτικά), και καλά επειδή έχει παίξει τόση μαλακία που κουφάθηκε. Η όλη φράση είναι «η μαλακία κουφαίνει» και υπονοεί τις καταπληκτικές θεωρίες τ. «μην παίζεις το πουλί σου γιατί θα τυφλωθείς» κλπ, που καταπίεσαν γενιές ολόκληρες (επ' αυτού βλ. τα χειροτεχνία και τυφλώνομαι).

Δεν πολυλέγεται πια, είναι σεβεντίλα.

Καμία σχέση με το άλλο κουφαίνω, ούτε, ως προς την αιτία, με τον μαρμελάδα.

- Πού είναι το εργαλείο;
- Εκεί, πάνω στο ράφι.
- Πού;
- Πάνω στο ράφι!
(έρχεται πιο κοντά):
- Για ξαναρίχ' το ρε μεγάλε, δεν σε άκουσα...
- ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΡΑΦΙΙΙΙ! Κουφαίνει, ε;;;

το ψηφίζειν \'φαίνει... (από MXΣ, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified