Selected tags

Further tags

Το παιχνιδάκι-μύλος που κρατούν στα χέρια τα παιδιά και το γυρίζει ο άνεμος, ο ανεμιστήρας και γενικά η φτερωτή, αν και αναφέρεται -νομίζω- σε μικρό μόνο μέγεθος.
Λέγεται σίγουρα στη Θεσσαλονίκη.

  1. Ιδέες για δασκάλους: φουρφουράκι ή ανεμόμυλος από χαρτί ΕΔΩ
  2. Το φουρφουρι του λάπτοπ μέσα στην ησυχία ακούγεται σα μίξερ κ ηλεκτρική σκούπα μαζί. ΕΔΩ
  3. -Μια Ελλάδα που περιμένει την ελπίδα κάτω από ομπρέλες και ξαπλώστρες.
    -Aυτα last year.. φετος καναπες και φουρφουρι! ΕΔΩ

γύρνα φτερωτή του μύλου ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερανός που τοποθετείται σε φορτηγό ακριβώς πίσω από την καμπίνα του οδηγού, χρησιμοποιείται για οικοδομικές και άλλες εργασίες. Το ονόμασαν έτσι μάλλον γιατί η άκρη του (ο γάτζος) με λίγη φαντασία θυμίζει τη μύτη του συμπαθούς πτηνού. Χρησιμοποιείτε για εργασίες και στο σιδηρόδρομο από ότι παρατήρησε ο γράφοντας. Άγνωστο αν το λένε έτσι εκτός από τους οικοδόμους και εργάτες και άλλων κλάδων.

Πήρα ένα φορτηγό, με παπαγάλο, μεταχειρισμένο, από Γερμανία, μιλάμε για σκυλί...

unimog με παπαγάλο φορτηγά με παπαγαλάκια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πατοστούμπι, είναι η αρχαιοκατωαχαγιώτικη μετάφραση της αγγλικής λέξης butt plug, που αναφέρεται σε εκείνο το σεξουαλικό παιχνίδι που είναι σχεδιασμένο να εισέρχεται στο κόλον ή αλλιώς στον πάτο.

-Το πατοστούμπι μη ξεχάσεις να φέρεις.

- Δυστυχώς έλιωσε λόγω ζέστης και τώρα δεν στουμπώνει.


Παράδειγμα κοινού πατοστουμπίου

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός/ή που επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες χάνοντας το θέμα. Αυτό δε σημαίνει πως "σκάβει" εις βάθος, κάνοντας ενδελεχή ανάλυση μιας κατάστασης -πράγμα γενικώς θετικό. Το σκαλιστήρι δρα επιφανειακά, απλά αναμοχλεύοντας τα δεδομένα.

- Έχουμε να παρουσιάσουμε την εργασία σε μισή ώρα κι ο άλλος το σκαλιστήρι κάθεται και με ρωτάει αν πρέπει να αλλάξει γραμματοσειρά στις διαφάνειες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψωλόζωνο ή ψωλοζώνη, ανήκει στην κατηγορία των ερωτικών βοηθημάτων, μετάφραση από το αγγλικό strapon, πλαστικό πέος με τη βάση του σε ζώνη για ποικιλία στο σεξ. Φοριέται από άντρες και γυναίκες, οι μεν ως ζωσμένοι παθητική φωνή οι δε(ν) ως ζωσμένες ενεργητική φωνή. Η όλη πρακτική περιγράφεται και ως στραπονιάρισμα, το ψωλοζωνάρισμα δεν συναντάται ακόμα.

- Ρε Μάκη τι είναι αυτή η Νάνσυ ρε συ;
- Τι έγινε ρε Τάκη;
- Πάνω στο σεξ φόρεσε ψωλόζωνο
- Γούσταρες στραπονιάρισμα;
- Α γαμήσου κι'εσυ....

Got a better definition? Add it!

Published

Είδος ξυλουργικού εργαλείου για κόψιμο, πελέκημα και μεταφορικώς ο ανόητος, ο χαζός.

Ετυμολογία: σκεπάρνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκεπάρνιν / σκεπάριν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκεπάρνιον < αρχαία ελληνική σκέπαρνον.

Μη του δίνεις σημασία, ο τύπος είναι σκεπάρνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ετυμολογείται από το τουρκικό matrak = ρόπαλο < αραβικό مطرقة (matrakah = ξυλόσφυρο). Δοκίμως είναι είδος σφυριού με βάρος πάνω από ένα κιλό, σιδερένια παραλληλόγραμμη χοντρή κεφαλή και ξύλινη λαβή. Μεταφορικώς σημαίνει το πέος.

Άρχισε να τη βαράει με τον ματρακά του.

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχαιόκαυλη λέξη για τον φαλλό, το μεγάλο πέος. (Δες). Κυρίως σημαίνει: α) ουρά ζώου, β) χερούλι, γ) είδος βλαβερού εντόμου, δ) γλώσσα φωτιάς, ε) ράβδο, και μεταφορικώς τον φαλλό. Συνδέονται ετυμολογικώς οι λέξεις κερκίδα και Κερκόπορτα (=ουραία πίσω πόρτα).

κοῦ μοι τὸ δριμὺ σκῦτος, ἠ βοὸς κέρκος, ᾦ τοὺς πεδήτας κἀποτάκτους λωβεῦμαι; (Ηρώδας, Μιμίαμβοι).

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά για το μεγάλο και σκληρό πέος. (Δες). Βλ. και λοσταρία.

Την κοπάναγα με το λοστάρι μου μέχρι που έχυσε.

Got a better definition? Add it!

Published