Further tags

Η λέξη σημαίνει παίρνω μάτι και απαντάται στα ίδια βιβλία με το οφθαγμό ντε λούτρ, οφθαλμόλουτρο, μπανιστήρι.
Νοηματικά μπορεί και να προκύπτει απ' την παρακάτω πολιτισμική εξέλιξη του ... Μήτρου:

Βέβαια στο κόμμα της παραλίας το μπικίνι πλέον είναι περιττό και το μίνι δεν απλώς μίνι, αλλά είναι ότι έχει από-μείνει, και ο Μήτρος δεν παίζει άλλο την φλογέρα του, -αλλά το άλλο το εύκαιρο- βάζοντας συνεχώς κολλύριο στα γουρλωμένα μάτια του.
(εδώ)
κολλυτήρια

Σημείωση: Το έμαθα σήμερα από συναδέλφους, την ώρα του μεσημεριανού. Χρησιμοποιείται σε στυλ:

"Ανάλογα τί θες να δεις. Αν ενδιαφέρεσαι για τεκνά, κάνεις κολλύριο σε καφετέρια."

Βρήκα κι αυτό στο δίχτυ, είναι σχετικό αλλά όχι ακριβώς.

Αυτα λέτε και δείχνετε οτι είμαστε μπροστά απο εσάς.. πές και άλλα... ποτέ -35 .. ποτέ όλο το γήπεδο - ποτέ το ένα -ποτέ το άλλο... βρές κάτι και κόλλα ένα -ποτέ- και έδεσες... Τώρα βάλε κολλύριο απο το μπανιστήρι που πήρες και αδειασε μας την γωνιά και ..που είσαι.. ξέρεις.. τράβα κάντετε εσείς... ξέρετε εσείς τώρα.. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.

Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!

Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την μεγάλη σε έκταση, επική αφήγηση. Για παράδειγμα, εδώ και μόλις προχθές, ολοκληρώθηκε -αν είναι ποτέ δυνατόν- η "Σάγκα του Λούμπεν" και τώρα, απ' ό,τι μπορώ ν' αντιληφθώ, είναι σε εξέλιξη η "Σάγκα (omg και WTFF) της Δομινατρίχης".

Στην κυριολεξία είναι μεσαιωνική ισλανδική μακριά αφήγηση ή εξιστόρηση, σε πεζό λόγο (έπος), πολλών και διαφορετικών μπλεγμένων μεταξύ τους ιστοριών –μυθολογικών και μη, για τα ηρωικά κατορθώματα περασμένων εποχών, για τα πρώτα ταξίδια των Βίκινγκ, για την μετανάστευση στην Ισλανδία και για διαμάχες μεταξύ Ισλανδικών οικογενειών. (βικυ).
Από το ισλανδικό sögur.

‘Σάγκα του Βασιλιά Χάραλντ’ Η Σάγκα του Χάραλντ Σίγκουρντσσον, στρατιωτικού διοικητή στην υπηρεσία του Βυζαντίου, βασιλιά της πατρίδας του Νορβηγίας και, στο δειλινό της ζωής του επίδοξου μονάρχη της Αγγλίας
«Η σάγκα της Κομιντέρν»

  1. Ο Μανές Σπέρμπερ (...) το 1938, εν μέσω των σταλινικών εκκαθαρίσεων, τα
    βρόντηξε και «έφυγε» από το κόμμα απογοητευμένος (ή αηδιασμένος, όπως το πάρει κανείς). Η αποχώρηση του αυτή του έδωσε την ευκαιρία τη δεκαετία του 1940 να ολοκληρώσει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: τη λογοτεχνική τριλογία με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία ονόματι «Δάκρυ στον ωκεανό», όπου ένας άλλος «μεγάλος» αποχωρήσας του κόμματος, ο Άρθουρ Καίστλερ, έμελε να αποκαλέσει «Η σάγκα της Κομιντέρν». (taneatoubelgiou)

  2. Με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, η οικογενειακή σάγκα του Ν. Θέμελη αρχίζει από τα χρόνια του Εμφυλίου και καταλήγει στο 1990. Χωρισμένη σε τέσσερα επεισόδια - «Εκδοχές ονείρων», όπως συστήνεται το βιβλίο, που αντανακλούν ισάριθμες πτυχές της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, η διαδρομή της πρωταγωνιστικής οικογένειας μοιάζει με αυτήν ολόκληρης της χώρας. (εδώ)

  3. Ενδιαφέρον ημέρας 2 - Επιχειρήθηκε κυβερνητική απεμπλοκή από τη σάγκα της Αμφίπολης: Νίκησε η αρχαιολογία κτλ (κατά το νίκησε το ποδόσφαιρο) (εδώ)

  4. Οι Ισλανδοί Βίκινγκς απάντησαν με «Σάγκα» στην Τρόικα, να βγάλουμε και εμείς τη «λύρα» να τους τα ψάλλουμε… (εδώ)

Τέλος, διάσημο και 'απολύτως' εθιστικό online παιχνίδι είναι το Candy Crush Saga:

Ο οκανά και το 18 Ανω ανακοίνωσε νέο πρόγραμμα για την επιδημία εξάρτησης απο το κάντυ κρας σάγκα που μαστίζει τους νέους. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξινίλα, ξίνια

Ξινίλα ή ξίνια είναι αυτό που αποπνέει ο ξινός ανθρώπας, ο ξινίχλας κι η ξινιόλα.
Είναι κι η μυρωδιά της απλισιάς και των παρατημένων -αλίμονο- γερονταματώνε.

Σημείωση: Δες κι άλλες -ίλες.

  1. -Save the planet, wear less clothes!!!!!!!!!
    -Εύγε! Συμφωνώ! Αυτο είναι! :)
    -χαχαχαχαχα οριστε .. αυτο θα λετε στις κοπελες .. ασε που μπορει να ειναι κ ατακα για να ανοιξεις κουβεντα :-)
    -Ναι, αν δεν μας φέρουν κανά νερό στη μούρη τέτοια ξίνια που κυκλοφορεί:)) (εδώ)

  2. - Κρυώνουμε, μην ανοίγεις το παράθυρο νεαρε. -Να πλενεστε τοτε
    - φτιάξε με, πες μου ότι συνέβη.
    - οου γιες μπειμπι. Δεν άντεξα κ απ τη βρώμα κ απ την ξινια του γέρου

  3. -Στη Φωκίωνος Νέγρη με φίλους & κατοίκους της Κυψέλης #Olga2015 #ekloges2015
    -Πες τα σε κάναν άλλο. Ξέρουμε πόσο σιχαίνεσαι την "πλέμπα". Κ το χαμογελάκι στη φωτό μες στην ξίνια, φωνάζει (εδώ)

  4. Πεχάμετρο, να μετράει την ξινίλα στην φάτσα μερικών, δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη? (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιβάλλεται αναφορά στον ορισμό του λήμματος γαμιέμαι, στον οποίο το λήμμα περιλαμβάνεται ως υποπερίπτωση 8: "Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά." Το παρόν είναι αφιέρωμα στη συγκεκριμένη γραμματική μορφή: αόριστος και παρακείμενος.


Γαμήθηκα / έχω γαμηθεί στο: Υφίσταμαι, τώρα, στο παρόν, τις συνέπειες επαναλαμβανόμενης ή / και μεγάλης έντασης ενοχλητικής δραστηριότητας.

  • "Γαμιέμαι": ρήμα ηδονικό, αλλά ταυτόχρονα πρόστυχο και συχνά λεκτικά οδυνηρό, εκφράζει την απόλυτη υπερβολή ταλαιπωρίας, με μόνη υπερθετικότερη (sic) ίσως την αναφορά στο θάνατο.
  • "Στο": η αιτία της αγανάκτησης. Αντίθετα με το απλό "γαμήθηκε" που έχει συνήθως την έννοια της ολικής καταστροφής χωρίς άμεση αναφορά στην αιτία, εδώ τα πράγματα είναι συγκεκριμένα και ξεκάθαρα.

Παρά τον παρελθοντικό γραμματικό χρόνο, υπονοείται παροντική δραστηριότητα: το τρέχον δράμα της έντονης ανάμνησης που έχει χαραχτεί στη μνήμη, ενώ το τσούξιμο - ή η ηδονή - στο οποίο δεν γίνεται άμεση αναφορά, διαρκεί ακόμα.

Στην αρνητική εκδοχή εκφράζει μεταξύ άλλων την κούραση, την εγκαρτέρηση, την ανυπομονησία να τελειώσει το μαρτύριο, αλλά και την ελπίδα: η κατάσταση είναι παροδική, στο Παπουνάνε θα σημάνουν οι καμπάνες. Στη θετική ο άλλος κάθεται απλά και συνεχίζει να απολαμβάνει τον απόηχο του μεταφορικού οργασμού.

Συνώνυμα σλανγκ: η πιπεριά γαμήθηκε, γαμήθηκε το σύμπαν, γαμήθηκε ο Δίας.

Έχω γαμηθεί στη δουλειά για να φτάσω εδώ που βρίσκομαι τώρα, και δεν έχω φτάσει πολύ μακριά εδώ που τα λέμε. (αρνητικό - "Ο Τροπικός του Αιγόκερω", Henry Miller).

Αυτό το τελευταίο αποτέλεσε βέβαια το highlight ενός reward challenge από την Κόλαση, με τον κακομοίρη άχρηστο Chet να έχει γαμηθεί στο ξύλο, με το πρόσωπό του να κουτουλάει σε παγίδες, τον Joel να τον σέρνει μες στις λάσπες, ή να τον αναποδογυρίζει λόγω της δύναμης με την οποία υπερπηδούσε εμπόδια. (αρνητικό - survivor)

Άσε ρε μαλάκα,γαμήθηκα στο τρέξιμο σήμερα. Πριν καμιά ώρα έκατσα αλλά δεν βλέπω να με αφήνουν για πολύ. (αρνητικό)

σαν γα γαμήθηκα στη μάσα...γιγάντια η μερίδα μιλάμε (θετικό)

Ξανά sorry που χάθηκα. Εδώ είμαι, δεν πάω πουθενά. Ξεκίνησα κάτι νέο αυτή την περίοδο αλλά φυσικά δεν είναι αυτός ο λόγος που αραίωσα. Απλά έχω γαμηθεί στη δουλειά (κυριολεκτικά και μεταφορά στην προκειμένη περίπτωση κι όσοι πιάσατε το υπονοούμενο το πιάσατε). (αρνητικό και θετικό - εδώ.)

Γαμήθηκα στο γέλιο μόλις το είδα, δεν κρατήθηκα και το τράβηξα βίντεο, λείπουν κανα δυο λεπτά απ την αρχή. Απολαύστε υπεύθυνα. (θετικό)

- Που σκατα μενεις ρε μλκ, θεσσαλονίκη; εδω ουτε βροχή δεν έχει.
- μαρούσι γαμήθηκε στο χιόνι. (χμμμ θετικά αρνητικά όπως το πάρει κανείς)

Έχει γαμηθεί στη βροχή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με τον αόριστο κιότεψα (ρ. κιοτεύω) και την λέξη κότα. Και οι δυο λέξεις σημαίνουν δειλία, έλλειψη θάρρους. Το αποτέλεσμα είναι οτι, με την χρήση της λέξης 'κότα' μεταφορικά, οπτικοποιείται η έννοια της 'δειλίας' στην οποία παραπέμπει το ρήμα, κυριολεκτικά.
Δηλαδή βγάζοντας ένα ι απ' το κιότεψα, είσαι και φαίνεσαι κότα λειράτη.

Χρήση γίνεται μόνο στον αόριστο.
Αντώνυμο είναι το κότησα (ρ. κοτάω), που θα πει τόλμησα.

Σημείωση: Για την πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση των λέξεων κότα, κοτάω, κλπ, διάβασε τα σχόλια του Hank στο λήμμα κοτάω.

  • Πάλι κότεψες; Λογικό. Είναι άλλωστε αυτό που σε διακρίνει αληταράς, λαμόγιο αλλά και κοτούλα! (εδώ)

  • Κότεψα και ούτε ένα ρημάδι σεσκέφτομαι δεν μπορώ να γράψω. (εδώ)

  • Ευτυχώς που δεν ξέρω το σαβουάρ βιβρ του καμακιού σε σούπερ μάρκετ και κότεψα, αλλιώς θα'τρωγα ξύλο από το γκόμενό της στο διπλανό διάδρομο.

Βλ. και κοτεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γουαναμπεί, γουαναβγεί

Λογοπαίγνιο με το αγγλικό wanna be -που έχει ελληνοποιηθεί προ πολλού και κάνει καριέρα ως γουαναμπή(ς)- και το ομόηχο στο "be" απαρέμφατο (του ρ. μπαίνω), "μπει".
Μετά, ήταν ένα τσιγάρο δρόμος για να εφευρεθεί το γουαναβγεί, αλλά και το ευφυές let it μπει.
Χρησιμοποιείται κυρίως για πιο σοφτ αναπαράσταση της σεκσουαλικής πράκσης.

Σλανγκασίστ, έμπνευση και έναυσμα τα εξής σφυρίΒραστα σχόλjα:

Αναπόφευκτη ερώτηση: τι θα μπορούσε να είναι ο *γουαναβγής; Ίσως το άτομο που συχνά προαναγγέλλει με δραματικές τυμπανοκρουσίες την αποχώρησή του από κάποιο φλώρουμ αλλά τελικά παραμένει. Μη πάει ο νους σας στο κακό, δεν φωτογραφίζω κάποιον κι ετς, χρόνια τώρα προσπαθούσα να σκαρφιστώ λεξιπλασία το σύνηθες φαινόμενο αυτούνο!*

Vrasta, στον γουαναμπή
Ως γουαναβγεί καπνιστές που είναι, κλέβουν θεριακλήδικες λέξεις τ. ντουμάνι (...)

Σφυ, στο ατμίζω

wannabee, wannabi, wannaγκρί

  • Όσο μπάζα είναι οι κλασσικές αριστερές, στην πλειοψηφία τους πολιτικά-ιδεολογικά ημιμαθείς, με επαναστατική σκέψη που σταματάει στο αν θα τις πάρει τελικά ο Μπάμπης, με κουμπάρο και δήμαρχο (ή παπά), άλλο τόσο
    μπάζα είναι και το σχετικά νέο είδος της Γουοναμπεί (πότε θα μπει;) Αντιγόνης, εθνικίστριας, νιμπελούγκεν, κνόμπλαουχ μιτ πίνκελβύρτσχεν, και ξαφνικά εξιδανικεύσαμε τα πάντα, ζούμε με μεγαλόστομες μαλακίες, και για ναξεκαρφωθούμε στη συνείδησή μας (βαρειά η καλογερική να έχεις τη ρετσινιά του ναζιστή), βάζουμε και λίγο Ρίτσο, λίγο αριστερίζουσα συναισθηματική βιτρίνα και έχει ο Θεός. Συμπέρασμα: Οι γυναίκες που πορώνονται με την πολιτική είναι μπάζα, εκτός και αν είναι λαμόγια που πάνε για εξουσία, οπότε είναι γαμώ τις τσιμπούκες και καυλέ. (από δω)

Απ' το τουίτερ

  • γουαναμπί γουαναβγεί, γουαναμπί γουαναβγεί, γουαναμπεί γουαναβγει.. μη με διακόπτεις ρε παιδάκι μου πάνω στο καλύτερο, τελειώνω σε λίγο.. (εδώ)

  • Εξ ορισμου οι αντρες ειναι wanna μπει βγει & φυγει-φυγει!

  • Αν δε σας κάθεται η γκόμενα να κάνετε σεξ τραγουδήστε της το λετ ιτ μπει λετ ιτ μπει!

  • Μια κατουρλίτσα εδώ δίπλα τραγουδάει με μπρίο i wanna scream n shout n let it out. Στο ποτ πουρί ακολουθεί το let it μπει.

  • Nαι οκ ολοι wannaμπει ειστε αλλα ναστε και λιγο wannaβγει, μη γινετε wannadie σε οκτω μηνες.

  • Η άλλη είναι wannabe μοντέλο, ο άλλος wanna μπει σ αυτήν.. Να πως χτίζονται οι καριέρες

  • Μην είστε πολύ wanna be. Wanna μπει είναι κι ο πουτσος μου.

  • -Ο Κώστας τη θέλει τη Μαρία? Είναι wannabe γκόμενός της?
    -Βασικά σκέτο wanna-μπει είναι, δεν την βλέπει σοβαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καυλόζουμο, καβλοζούμι

Τα ζουμιά, ανδρικά τε και γυναίκεια, ενδεικτικά υπέρμετρης γκάβλας.

Στα πορνοσάιτ και σε τόπους για ενήλικες χρησιμοποιείται απλά για να δείξει το μέγεθος της σεκσουαλικής διέγερσης και απόλαυσης.

  • Γιατι μια σχεση μπιντιεσεμικη που βγαζει τοσο καυλοζουμο δεν μπορει εξισου να ειναι κοντα στο συναισθημα; Μπαινουμε μεσα ολοκληροι χωρις φοβο για τις αδυναμιες μας, χωρις να προσβλεπουμε σωνει και καλα οτι θα κρατησει αιωνια, με μονο στηριγμα την αληθεια μας. (από δω)
  • πάτα την καυλα σα σταφύλια κ δώσε καυλοζουμί (εδώ)

Ενδιαφέρον είναι ότι σε πιο σοφτ καταστάσεις έχει την έννοια του μαγικού ζωμού/ φίλτρου (που ό,τι/όποιος πέσει μέσα γίνεται και πολύ καυλιάρης), ακόμη και του τονωτικού ροφήματος.

  • Η δικια μου επιλογη παντος θα ηταν δουκατι γιατι οι ιταλοι τις μηχανες πριν τις βγαλουν σε παραγωγη τις περνανε πρωτα απο το καζανι με το καβλοζουμο:):):) και ειναι και αυτος ο καβλιαρικος ηχος των διπλων τελικων του που σε τρελαινει.... (εδώ)
  • Σε καυλοζουμο σε βουτουσαν μικρη; (εδώ)
  • πολλά άβαταρ έχετε πέσει σε καυλόζουμο κορίτσια (εδώ)
  • -Να παίρνεις καρπούζι Αύγουστο μήνα κ να χει ορμονες. Του το πας πίσω ή παίρνεις ένα τζιν κ το κανεις κοκτέιλ;
    -Το κοβεις το καθαριζεις μεσα και το γεμιζεις σαγκρια. Με τις ορμονες θα γινει καυλοζουμο (εδώ)
  • ουρλιάζει ο τράγκας για την "παρηγορητική αγωγή" και την θρησκεία εν μέσω αναφορών στους χορηγούς της εκπομπής του, βεζνινάδικα & καβλόζουμα (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορτοκαλάκιας καλείται ο οδηγός με την παράξενη συνήθεια να λαμβάνει στα σοβαρά τον πορτοκαλί σηματοδότη των οδικών φαναριών και, αντί να επιταχύνει για να μην τον πιάσει το κόκκινο, να επιβραδύνει και να σταματάει.

Ο πορτοκαλάκιας προκαλεί νεύρα όταν ο συνεπιβάτης του βιάζεται, ωστόσο στηρίζει την επιλογή του να δίνει σημασία στο πορτοκαλί κάθε φορά που του ασκείται κριτική.

  1. Άσε μαλάκα, έχω πέσει σε πορτοκαλάκια ταρίφα και θα αργήσω..
  2. Οδηγώ μόνο 2 μήνες και είμαι λίγο ψαρωμένος και πορτοκαλάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει κατάσταση παταγώδους αποτυχίας ή κατάστασης η οποία είναι μη υποφερτή. Ενίοτε χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό αριθμό.

1) Χτες παίξαμε άσσο τη γιουβέντους με τον ολυμπιακό, έπιασε και άλτερ ο Roberto, 0-1 λιποθυμήσαμε

2) Πολύ βρωμιάρης αυτός. Τον φιλοξένησα μια μέρα σπίτι, και όταν έβγαλε τα παπούτσια του με λιποθύμησε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified